Ezekiel 13

وَكَانَ إِلَيَّ كَلاَمُ الرَّبِّ قَائِلاً:
Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
«يَا ابْنَ آدَمَ، تَنَبَّأْ عَلَى أَنْبِيَاءِ إِسْرَائِيلَ الَّذِينَ يَتَنَبَّأُونَ، وَقُلْ لِلَّذِينَ هُمْ أَنْبِيَاءُ مِنْ تِلْقَاءِ ذَوَاتِهِمِ: اسْمَعُوا كَلِمَةَ الرَّبِّ.
Υιε ανθρωπου, προφητευσον επι τους προφητας του Ισραηλ τους προφητευοντας και ειπε προς τους προφητευοντας εξ ιδιας αυτων καρδιας, Ακουσατε τον λογον του Κυριου.
هكَذَا قَالَ السَّيِّدُ الرَّبُّ: وَيْلٌ لِلأَنْبِيَاءِ الْحَمْقَى الذَّاهِبِينَ وَرَاءَ رُوحِهِمْ وَلَمْ يَرَوْا شَيْئًا.
Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Ουαι εις τους προφητας τους μωρους, τους περιπατουντας οπισω του πνευματος αυτων, και δεν ειδον ουδεμιαν ορασιν.
أَنْبِيَاؤُكَ يَا إِسْرَائِيلُ صَارُوا كَالثَّعَالِبِ فِي الْخِرَبِ.
Ισραηλ, οι προφηται σου ειναι ως αι αλωπεκες εν ταις ερημοις.
لَمْ تَصْعَدُوا إِلَى الثُّغَرِ، وَلَمْ تَبْنُوا جِدَارًا لِبَيْتِ إِسْرَائِيلَ لِلْوُقُوفِ فِي الْحَرْبِ فِي يَوْمِ الرَّبِّ.
Δεν ανεβητε εις τας χαλαστρας ουδε ανεγειρατε τα περιφραγματα υπερ του οικου Ισραηλ, δια να σταθη εν τη μαχη την ημεραν του Κυριου.
رَأَوْا بَاطِلاً وَعِرَافَةً كَاذِبَةً. الْقَائِلُونَ: وَحْيُ الرَّبِّ، وَالرَّبُّ لَمْ يُرْسِلْهُمْ، وَانْتَظَرُوا إِثْبَاتَ الْكَلِمَةِ.
Ειδον ματαιοτητας και μαντειας ψευδεις, αιτινες λεγουσιν, Ο Κυριος λεγει και ο Κυριος δεν απεστειλεν αυτους και εκαμον τους ανθρωπους να ελπιζωσιν οτι ο λογος αυτων ηθελε πληρωθη.
أَلَمْ تَرَوْا رُؤْيَا بَاطِلَةً، وَتَكَلَّمْتُمْ بِعِرَافَةٍ كَاذِبَةٍ، قَائِلِينَ: وَحْيُ الرَّبِّ، وَأَنَا لَمْ أَتَكَلَّمْ؟
Δεν ειδετε ορασεις ματαιας και ελαλησατε μαντειας ψευδεις και λεγετε, Ο Κυριος ειπεν, ενω εγω δεν ελαλησα;
لِذلِكَ هكَذَا قَالَ السَّيِّدُ الرَّبُّ: لأَنَّكُمْ تَكَلَّمْتُمْ بِالْبَاطِلِ وَرَأَيْتُمْ كَذِبًا، فَلِذلِكَ هَا أَنَا عَلَيْكُمْ، يَقُولُ السَّيِّدُ الرَّبُّ.
Οθεν ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Επειδη ελαλησατε ματαιοτητας και ειδετε ψευδη, δια τουτο, ιδου, εγω ειμαι εναντιον σας, λεγει Κυριος ο Θεος.
وَتَكُونُ يَدِي عَلَى الأَنْبِيَاءِ الَّذِينَ يَرَوْنَ الْبَاطِلَ، وَالَّذِينَ يَعْرِفُونَ بِالْكَذِبِ. فِي مَجْلِسِ شَعْبِي لاَ يَكُونُونَ، وَفِي كِتَابِ بَيْتِ إِسْرَائِيلَ لاَ يُكْتَبُونَ، وَإِلَى أَرْضِ إِسْرَائِيلَ لاَ يَدْخُلُونَ، فَتَعْلَمُونَ أَنِّي أَنَا السَّيِّدُ الرَّبُّ.
Και η χειρ μου θελει εισθαι επι τους προφητας τους βλεποντας ματαιοτητας και μαντευοντας ψευδη δεν θελουσιν εισθαι εν τη βουλη του λαου μου και εν τη καταγραφη του οικου του Ισραηλ δεν θελουσι καταγραφη ουδε θελουσιν εισελθει εις γην Ισραηλ, και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι Κυριος ο Θεος.
مِنْ أَجْلِ أَنَّهُمْ أَضَلُّوا شَعْبِي قَائِلِينَ: سَلاَمٌ! وَلَيْسَ سَلاَمٌ. وَوَاحِدٌ مِنْهُمْ يَبْنِي حَائِطًا وَهَا هُمْ يُمَلِّطُونَهُ بِالطُّفَالِ.
Επειδη, ναι, επειδη επλανησαν τον λαον μου, λεγοντες, Ειρηνη και δεν υπαρχει ειρηνη και ο εις εκτιζε τοιχον και ιδου, οι αλλοι περιηλειφον αυτον με πηλον αμαλακτον
فَقُلْ لِلَّذِينَ يُمَلِّطُونَهُ بِالطُّفَالِ: إِنَّهُ يَسْقُطُ. يَكُونُ مَطَرٌ جَارِفٌ، وَأَنْتُنَّ يَا حِجَارَةَ الْبَرَدِ تَسْقُطْنَ، وَرِيحٌ عَاصِفَةٌ تُشَقِّقُهُ.
ειπε προς τους αλειφοντας με πηλον αμαλακτον, οτι θελει πεσει θελει γεινει βροχη κατακλυζουσα και σεις, λιθοι χαλαζης, θελετε πεσει κατ αυτου και ανεμος θυελλωδης θελει σχισει αυτον.
وَهُوَذَا إِذَا سَقَطَ الْحَائِطُ، أَفَلاَ يُقَالُ لَكُمْ: أَيْنَ الطِّينُ الَّذِي طَيَّنْتُمْ بِهِ؟
Ιδου, οταν ο τοιχος πεση, δεν θελουσιν ειπει προς εσας, Που ειναι αλοιφη, με την οποιαν ηλειψατε αυτον;
لِذلِكَ هكَذَا قَالَ السَّيِّدُ الرَّبُّ: إِنِّي أُشَقِّقُهُ بِرِيحٍ عَاصِفَةٍ فِي غَضَبِي، وَيَكُونُ مَطَرٌ جَارِفٌ فِي سَخَطِي، وَحِجَارَةُ بَرَدٍ فِي غَيْظِي لإِفْنَائِهِ.
Δια τουτο, ουτω λεγει Κυριος ο Θεος θελω εξαπαντος σχισει αυτον εν τη οργη μου δι ανεμου θυελλωδους και εν τω θυμω μου θελει γεινει βροχη κατακλυζουσα και εν τη οργη μου λιθοι φοβερας χαλαζης, δια να καταστρεψωσιν αυτον.
فَأَهْدِمُ الْحَائِطَ الَّذِي مَلَّطْتُمُوهُ بِالطُّفَالِ، وَأُلْصِقُهُ بِالأَرْضِ، وَيَنْكَشِفُ أَسَاسُهُ فَيَسْقُطُ، وَتَفْنَوْنَ أَنْتُمْ فِي وَسْطِهِ، فَتَعْلَمُونَ أَنِّي أَنَا الرَّبُّ.
Και θελω ανατρεψει τον τοιχον, τον οποιον ηλειψατε με πηλον αμαλακτον και θελω κατεδαφισει αυτον, και θελουσιν ανακαλυφθη τα θεμελια αυτου, και θελει πεσει και σεις θελετε συναπολεσθη εν μεσω αυτου, και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.
فَأُتِمُّ غَضَبِي عَلَى الْحَائِطِ وَعَلَى الَّذِينَ مَلَّطُوهُ بِالطُّفَالِ، وَأَقُولُ لَكُمْ: لَيْسَ الْحَائِطُ بِمَوْجُودٍ وَلاَ الَّذِينَ مَلَّطُوهُ!
Και θελω συντελεσει τον θυμον μου επι τον τοιχον και επι τους αλειψαντας αυτον με πηλον αμαλακτον, και θελω ειπει προς εσας, Ο τοιχος δεν υπαρχει ουδε οι αλειψαντες αυτον,
أَيْ أَنْبِيَاءُ إِسْرَائِيلَ الَّذِينَ يَتَنَبَّأُونَ لأُورُشَلِيمَ وَيَرَوْنَ لَهَا رُؤَى سَلاَمٍ، وَلاَ سَلاَمَ، يَقُولُ السَّيِّدُ الرَّبُّ.
οι προφηται του Ισραηλ, οι προφητευοντες περι της Ιερουσαλημ και βλεποντες οραματα ειρηνης περι αυτης, και δεν υπαρχει ειρηνη, λεγει Κυριος ο Θεος.
«وَأَنْتَ يَا ابْنَ آدَمَ، فَاجْعَلْ وَجْهَكَ ضِدَّ بَنَاتِ شَعْبِكَ اللَّوَاتِي يَتَنَبَّأْنَ مِنْ تِلْقَاءِ ذَوَاتِهِنَّ، وَتَنَبَّأْ عَلَيْهِنَّ،
Και συ, υιε ανθρωπου, στηριξον το προσωπον σου επι τας θυγατερας του λαου σου, τας προφητευουσας εξ ιδιας αυτων καρδιας και προφητευσον κατ αυτων,
وَقُلْ: هكَذَا قَالَ السَّيِّدُ الرَّبُّ: وَيْلٌ لِلَّوَاتِي يَخُطْنَ وَسَائِدَ لِكُلِّ أَوْصَالِ الأَيْدِي، وَيَصْنَعْنَ مِخَدَّاتٍ لِرَأْسِ كُلِّ قَامَةٍ لاصْطِيَادِ النُّفُوسِ. أَفَتَصْطَدْنَ نُفُوسَ شَعْبِي وَتَسْتَحْيِينَ أَنْفُسَكُنَّ،
και ειπε, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Ουαι εις εκεινας, αιτινες συρραπτουσι προσκεφαλαια δια παντα αγκωνα χειρος και καμνουσι καλυπτρας επι την κεφαλην πασης ηλικιας, δια να δελεαζωσι ψυχας. Τας ψυχας του λαου μου δελεαζετε και θελετε σωσει τας εαυτων ψυχας;
وَتُنَجِّسْنَنِي عِنْدَ شَعْبِي لأَجْلِ حَفْنَةِ شَعِيرٍ، وَلأَجْلِ فُتَاتٍ مِنَ الْخُبْزِ، لإِمَاتَةِ نُفُوسٍ لاَ يَنْبَغِي أَنْ تَمُوتَ، وَاسْتِحْيَاءِ نُفُوسٍ لاَ يَنْبَغِي أَنْ تَحْيَا، بِكَذِبِكُنَّ عَلَى شَعْبِي السَّامِعِينَ لِلْكَذِبِ؟
Και θελετε με βεβηλονει μεταξυ του λαου μου δια μιαν δρακα κριθης και δια κομματια αρτου, ωστε να θανατονητε ψυχας αιτινες δεν επρεπε να αποθανωσι, και να σωζητε ψυχας αιτινες δεν επρεπε να ζωσι, ψευδομεναι προς τον λαον μου, τον ακουοντα ψευδη;
«لِذلِكَ هكَذَا قَالَ السَّيِّدُ الرَّبُّ: هَا أَنَا ضِدُّ وَسَائِدِكُنَّ الَّتِي تَصْطَدْنَ بِهَا النُّفُوسَ كَالْفِرَاخِ، وَأُمَزِّقُهَا عَنْ أَذْرُعِكُنَّ، وَأُطْلِقُ النُّفُوسَ، النُّفُوسَ الَّتِي تَصْطَدْنَهَا كَالْفِرَاخِ.
δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Ιδου, εγω ειμαι εναντιον εις τα προσκεφαλαια σας, με τα οποια δελεαζετε τας ψυχας, δια να πετωσι προς εσας, και θελω διαρρηξει αυτα απο των βραχιονων σας, και θελω αφησει τας ψυχας να φυγωσι, τας ψυχας τας οποιας σεις δελεαζετε δια να πετωσι προς εσας.
وَأُمَزِّقُ مِخَدَّاتِكُنَّ وَأُنْقِذُ شَعْبِي مِنْ أَيْدِيكُنَّ، فَلاَ يَكُونُونَ بَعْدُ فِي أَيْدِيكُنَّ لِلصَّيْدِ، فَتَعْلَمْنَ أَنِّي أَنَا الرَّبُّ.
Και θελω διαρρηξει τας καλυπτρας σας και ελευθερωσει τον λαον μου εκ της χειρος σας, και δεν θελουσιν εισθαι πλεον εις την χειρα σας δια να δελεαζωνται και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.
لأَنَّكُنَّ أَحْزَنْتُنَّ قَلْبَ الصِّدِّيقِ كَذِبًا وَأَنَا لَمْ أُحْزِنْهُ، وَشَدَّدْتُنَّ أَيْدِي الشِّرِّيرِ حَتَّى لاَ يَرْجعَ عَنْ طَرِيقِهِ الرَّدِيئَةِ فَيَحْيَا،
Διοτι με τα ψευδη εθλιψατε την καρδιαν του δικαιου, τον οποιον εγω δεν ελυπησα και ενισχυσατε τας χειρας του κακουργου, ωστε να μη επιστρεψη απο της οδου αυτου της πονηρας, δια να σωσω την ζωην αυτου.
فَلِذلِكَ لَنْ تَعُدْنَ تَرَيْنَ الْبَاطِلَ وَلاَ تَعْرِفْنَ عِرَافَةً بَعْدُ، وَأُنْقِذُ شَعْبِي مِنْ أَيْدِيكُنَّ، فَتَعْلَمْنَ أَنِّي أَنَا الرَّبُّ».
Δια τουτο δεν θελετε ιδει πλεον ματαιοτητα και δεν θελετε μαντευσει μαντειας και θελω ελευθερωσει τον λαον μου εκ της χειρος σας και θελετε γνωρισει ετι εγω ειμαι ο Κυριος.