Και ειδον εν τη ορασει και οτε ειδον, ημην εν Σουσοις τη βασιλευουση τη εν τη επαρχια Ελαμ και ειδον εν τη ορασει και εγω ημην πλησιον του ποταμου Ουλαι.
Και εσηκωσα τους οφθαλμους μου και ειδον και ιδου, ιστατο εμπροσθεν του ποταμου κριος εις εχων κερατα και τα κερατα ησαν υψηλα, το εν ομως υψηλοτερον του αλλου και το υψηλοτερον εξεφυτρωσεν υστερον.
Ειδον τον κριον κερατιζοντα προς δυσιν και προς βορραν και προς νοτον και ουδεν θηριον ηδυνατο να σταθη εμπροσθεν αυτου και δεν υπηρχεν ο ελευθερων εκ της χειρος αυτου αλλ εκαμνε κατα την θελησιν αυτου και εμεγαλυνθη.
Ενω δε εγω εσκεπτομην, ιδου, τραγος ηρχετο απο της δυσεως επι προσωπον πασης της γης και δεν ηγγιζε το εδαφος και ο τραγος ειχε κερας περιβλεπτον μεταξυ των οφθαλμων αυτου.
Και ηλθεν εως του κριου του εχοντος τα δυο κερατα, τον οποιον ειδον ισταμενον εμπροσθεν του ποταμου, και εδραμε προς αυτον εν τη ορμη της δυναμεως αυτου.
Και ειδον αυτον οτι επλησιασεν εις τον κριον και εξηγριωθη κατ αυτου και εκτυπησε τον κριον και συνετριψε τα δυο κερατα αυτου και δεν ητο δυναμις εν τω κριω να σταθη εμπροσθεν αυτου, αλλ ερριψεν αυτον κατα γης και κατεπατησεν αυτον και δεν υπηρχεν ο ελευθερων τον κριον εκ της χειρος αυτου.
Δια τουτο ο τραγος εμεγαλυνθη σφοδρα και οτε ενεδυναμωθη, συνετριβη το κερας το μεγα και αντ αυτου ανεβησαν τεσσαρα αλλα περιβλεπτα προς τους τεσσαρας ανεμους του ουρανου.
Τοτε ηκουσα αγιου τινος λαλουντος και αλλος αγιος ελεγε προς τον δεινα λαλουντα, Εως ποτε θελει διαρκει ορασις η περι της παντοτεινης θυσιας και της παραβασεως, ητις φερει την ερημωσιν, και το αγιαστηριον και το στρατευμα παραδιδονται εις καταπατησιν;
Και ηλθε πλησιον οπου ισταμην και οτε ηλθεν, ετρομαξα και επεσον επι προσωπον μου ο δε ειπε προς εμε, Εννοησον, υιε ανθρωπου διοτι η ορασις ειναι δια τους εσχατους καιρους.
Και εν τοις εσχατοις καιροις της βασιλειας αυτων, οταν αι ανομιαι φθασωσιν εις το πληρες, θελει εγερθη βασιλευς σκληροπροσωπος και συνετος εις πανουργιας.
Και η δυναμις αυτου θελει εισθαι ισχυρα, ουχι ομως εξ ιδιας αυτου δυναμεως και θελει αφανιζει εξαισιως και θελει ευοδουσθαι και κατορθονει και θελει αφανιζει τους ισχυρους και τον λαον τον αγιον.
Και δια της πανουργιας αυτου θελει καμει να ευοδουται η απατη εν τη χειρι αυτου και θελει μεγαλυνθη εν τη καρδια αυτου και εν ειρηνη θελει αφανισει πολλους και θελει σηκωθη κατα του Αρχοντος των αρχοντων πλην θελει συντριφθη ανευ χειρος.
Και εγω ο Δανιηλ ελιποθυμησα και ημην ασθενης ημερας τινας μετα ταυτα εσηκωθην και εκαμνον τα εργα του βασιλεως εθαυμαζον δε δια την ορασιν και δεν υπηρχεν ο εννοων.