Joshua 3

Και εξηγερθη ο Ιησους πρωι και ανεχωρησαν εκ Σιττειμ και ηλθον εως του Ιορδανου, αυτος και παντες οι υιοι Ισραηλ, και διενυκτερευσαν εκει πριν διαβωσι.
igitur Iosue de nocte consurgens movit castra egredientesque de Setthim venerunt ad Iordanem ipse et omnes filii Israhel et morati sunt ibi per tres dies
μετα δε τρεις ημερας επερασαν δια μεσον του στρατοπεδου οι αρχοντες,
quibus evolutis transierunt praecones per castrorum medium
και προσεταξαν τον λαον, λεγοντες, Οταν ιδητε την κιβωτον της διαθηκης Κυριου του Θεου σας και τους ιερεις τους Λευιτας βασταζοντας αυτην, τοτε σεις θελετε κινηθη απο των τοπων σας και υπαγει οπισω αυτης
et clamare coeperunt quando videritis arcam foederis Domini Dei vestri et sacerdotes stirpis leviticae portantes eam vos quoque consurgite et sequimini praecedentes
πλην ας ηναι διαστημα μεταξυ υμων και εκεινης, εως δυο χιλιαδων πηχων κατα το μετρον, μη πλησιασητε εις αυτην, δια να γνωριζητε την οδον την οποιαν πρεπει να βαδιζητε διοτι δεν επερασατε την οδον ταυτην χθες και προχθες.
sitque inter vos et arcam spatium cubitorum duum milium ut procul videre possitis et nosse per quam viam ingrediamini quia prius non ambulastis per eam et cavete ne adpropinquetis ad arcam
Και ειπεν ο Ιησους προς τον λαον, Καθαρισθητε, διοτι αυριον θελει καμει ο Κυριος εν μεσω υμων θαυμασια.
dixitque Iosue ad populum sanctificamini cras enim faciet Dominus inter vos mirabilia
Και ειπεν ο Ιησους προς τους ιερεις λεγων, Σηκωσατε την κιβωτον της διαθηκης και προπορευεσθε εμπροσθεν του λαου. Και εσηκωσαν την κιβωτον της διαθηκης και επορευοντο εμπροσθεν του λαου.
et ait ad sacerdotes tollite arcam foederis et praecedite populum qui iussa conplentes tulerunt et ambulaverunt ante eos
Και ειπε Κυριος προς τον Ιησουν, Εν τη ημερα ταυτη αρχιζω να σε μεγαλυνω ενωπιον παντος του Ισραηλ δια να γνωρισωσιν οτι, καθως ημην μετα του Μωυσεως, θελω εισθαι και μετα σου
dixitque Dominus ad Iosue hodie incipiam exaltare te coram omni Israhel ut sciant quod sicut cum Mosi fui ita et tecum sim
συ λοιπον προσταξον τους ιερεις τους βασταζοντας την κιβωτον της διαθηκης, λεγων, Οταν φθασητε εις το χειλος του υδατος του Ιορδανου, θελετε σταθη εν τω Ιορδανη.
tu autem praecipe sacerdotibus qui portant arcam foederis et dic eis cum ingressi fueritis partem aquae Iordanis state in ea
Και ειπεν ο Ιησους προς τους υιους Ισραηλ, Προσελθετε ενταυθα και ακουσατε τους λογους Κυριου του Θεου σας.
dixitque Iosue ad filios Israhel accedite huc et audite verba Domini Dei vestri
Και ειπεν ο Ιησους, Εκ τουτου θελετε γνωρισει, οτι ο Θεος ο ζων ειναι εν τω μεσω υμων, και οτι κατα κρατος θελει εξολοθρευσει απ εμπροσθεν σας τους Χαναναιους και τους Χετταιους και τους Ευαιους και τους Φερεζαιους και τους Γεργεσαιους και τους Αμορραιους και τους Ιεβουσαιους
et rursum in hoc inquit scietis quod Dominus Deus vivens in medio vestri est et disperdat in conspectu vestro Chananeum Hettheum Eveum et Ferezeum Gergeseum quoque et Amorreum et Iebuseum
ιδου, η κιβωτος της διαθηκης του Κυριου πασης της γης προβαινει εμπροσθεν σας εις τον Ιορδανην
ecce arca foederis Domini omnis terrae antecedet vos per Iordanem
και τωρα εκλεξατε εις εαυτους δωδεκα ανδρας απο των φυλων του Ισραηλ, ανα ενα ανδρα κατα φυλην
parate duodecim viros de tribubus Israhel singulos per singulas tribus
και καθως τα ιχνη των ποδων των ιερεων, των βασταζοντων την κιβωτον του Κυριου, του Κυριου πασης της γης, πατησωσιν εν τοις υδασι του Ιορδανου, τα υδατα του Ιορδανου θελουσι διακοπη, τα υδατα τα καταβαινοντα ανωθεν, και θελουσι σταθη εις σωρον ενα.
et cum posuerint vestigia pedum suorum sacerdotes qui portant arcam Domini Dei universae terrae in aquis Iordanis aquae quae inferiores sunt decurrent atque deficient quae autem desuper veniunt in una mole consistent
Και καθως εσηκωθη ο λαος εκ των σκηνων αυτων, δια να διαβωσι τον Ιορδανην, και οι ιερεις οι βασταζοντες την κιβωτον της διαθηκης εμπροσθεν του λαου,
igitur egressus est populus de tabernaculis suis ut transirent Iordanem et sacerdotes qui portabant arcam foederis pergebant ante eum
και καθως ηλθον οι βασταζοντες την κιβωτον εως του Ιορδανου, και οι ποδες των ιερεων των βασταζοντων την κιβωτον εβραχησαν κατα το χειλος του υδατος, διοτι ο Ιορδανης πλημμυρει καθ ολας τας οχθας αυτου πασας τας ημερας του θερισμου,
ingressisque eis Iordanem et pedibus eorum tinctis in parte aquae cum Iordanis autem ripas alvei sui tempore messis impleret
εσταθησαν τα υδατα τα καταβαινοντα ανωθεν και υψωθησαν εις ενα σωρον πολυ μακραν, απο της πολεως Αδαμ, ητις ειναι εις τα πλαγια της Ζαρεταν τα δε καταβαινοντα κατω προς την θαλασσαν της πεδιαδος, την αλμυραν θαλασσαν, αποκοπεντα εξελιπον και ο λαος επερασε κατεναντι της Ιεριχω.
steterunt aquae descendentes in uno loco et instar montis intumescentes apparebant procul ab urbe quae vocatur Adom usque ad locum Sarthan quae autem inferiores erant in mare Solitudinis quod nunc vocatur Mortuum descenderunt usquequo omnino deficerent
Και οι ιερεις, οι βασταζοντες την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου, ισταντο στερεοι επι ξηρας εν μεσω του Ιορδανου και παντες οι Ισραηλιται διεβαινον δια ξηρας, εωσου ετελειωσε πας ο λαος διαβαινων τον Ιορδανην.
populus autem incedebat contra Iordanem et sacerdotes qui portabant arcam foederis Domini stabant super siccam humum in medio Iordanis accincti omnisque populus per arentem alveum transiebat