Hosea 5

Ακουσατε τουτο, ιερεις, και προσεξατε, οικος Ισραηλ, και δοτε ακροασιν, οικος βασιλεως διοτι προς εσας ειναι κρισις επειδη εσταθητε παγις επι Μισπα και δικτυον ηπλωμενον επι το Θαβωρ.
audite hoc sacerdotes et adtendite domus Israhel et domus regis auscultate quia vobis iudicium est quoniam laqueus facti estis speculationi et rete expansum super Thabor
Και οι αγρευοντες εκαμον βαθειαν σφαγην αλλ εγω θελω παιδευσει παντας αυτους.
et victimas declinastis in profundum et ego eruditor omnium eorum
Εγω εγνωρισα τον Εφραιμ, και ο Ισραηλ δεν ειναι κεκρυμμενος απ εμου διοτι τωρα πορνευεις, Εφραιμ, και εμιανθη ο Ισραηλ.
ego scio Ephraim et Israhel non est absconditus a me quia nunc fornicatus est Ephraim contaminatus est Israhel
Δεν αφινουσιν αυτους αι πραξεις αυτων να επιστρεψωσιν εις τον Θεον αυτων διοτι το πνευμα της πορνειας ειναι εν μεσω αυτων και δεν εγνωρισαν τον Κυριον.
non dabunt cogitationes suas ut revertantur ad Dominum suum quia spiritus fornicationis in medio eorum et Dominum non cognoverunt
Και η υπερηφανια του Ισραηλ μαρτυρει κατα προσωπον αυτου δια τουτο ο Ισραηλ και ο Εφραιμ θελουσι πεσει εν τη ανομια αυτων ο Ιουδας ετι θελει πεσει μετ αυτων.
et respondebit arrogantia Israhel in facie eius et Israhel et Ephraim ruent in iniquitate sua ruet etiam Iudas cum eis
Μετα των ποιμνιων αυτων και μετα των αγελων αυτων θελουσιν υπαγει δια να ζητησωσι τον Κυριον αλλα δεν θελουσιν ευρει απεμακρυνθη απ αυτων.
in gregibus suis et in armentis suis vadent ad quaerendum Dominum et non invenient ablatus est ab eis
Εφερθησαν απιστως προς τον Κυριον διοτι εγεννησαν τεκνα αλλοτρια τωρα δε εις μην θελει καταφαγει αυτους και τας κληρονομιας αυτων.
in Domino praevaricati sunt quia filios alienos genuerunt nunc devorabit eos mensis cum partibus suis
Σαλπισατε κερατινην εν Γαβαα, σαλπιγγα εν Ραμα ηχησατε δυνατα εν Βαιθ−αυεν κατοπιν σου, Βενιαμιν.
clangite bucina in Gabaa tuba in Rama ululate in Bethaven post tergum tuum Beniamin
Ο Εφραιμ θελει εισθαι ηρημωμενος εν τη ημερα του ελεγχου μεταξυ των φυλων του Ισραηλ εγνωστοποιησα το βεβαιως γενησομενον
Ephraim in desolatione erit in die correptionis in tribubus Israhel ostendi fidem
οι αρχοντες Ιουδα εγειναν ως οι μετατοπιζοντες ορια επ αυτους θελω εκχυσει ως υδατα την οργην μου.
facti sunt principes Iuda quasi adsumentes terminum super eos effundam quasi aquam iram meam
Κατεδυναστευθη ο Εφραιμ, συνετριβη εν τη κρισει διοτι εκουσιως υπηγε κατοπιν προσταγματος
calumniam patiens Ephraim fractus iudicio quoniam coepit abire post sordem
δια τουτο εγω θελω εισθαι ως σαρακιον εις τον Εφραιμ και ως σκωληξ εις τον οικον Ιουδα.
et ego quasi tinea Ephraim et quasi putredo domui Iuda
Και ειδεν ο Εφραιμ την νοσον αυτου και ο Ιουδας το ελκος αυτου, και υπηγεν ο Εφραιμ προς τον Ασσυριον και απεστειλε προς τον βασιλεα Ιαρειβ αλλ ουτος δεν ηδυνηθη να σας ιατρευση ουδε να σας απαλλαξη απο του ελκους σας.
et vidit Ephraim languorem suum et Iudas vinculum suum et abiit Ephraim ad Assur et misit ad regem ultorem et ipse non poterit sanare vos nec solvere poterit a vobis vinculum
Διοτι εγω θελω εισθαι ως λεων εις τον Εφραιμ και ως σκυμνος λεοντος εις τον οικον Ιουδα εγω, εγω θελω διασπαραξει και αναχωρησει θελω λαβει, και δεν θελει υπαρχει ο ελευθερων.
quoniam ego quasi leaena Ephraim et quasi catulus leonis domui Iuda ego ego capiam et vadam tollam et non est qui eruat
Θελω υπαγει, θελω επιστρεψει εις τον τοπον μου, εωσου γνωρισωσι το εγκλημα αυτων και ζητησωσι το προσωπον μου εν τη θλιψει αυτων θελουσιν ορθρισει προς εμε.
vadens revertar ad locum meum donec deficiatis et quaeratis faciem meam