Ezekiel 22

Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε; λεγων,
et factum est verbum Domini ad me dicens
Και συ, υιε ανθρωπου, θελεις κρινει, θελεις κρινει την πολιν των αιματων; και θελεις παραστησει εις αυτην παντα τα βδελυγματα αυτης;
et tu fili hominis num iudicas num iudicas civitatem sanguinum
Ειπε λοιπον, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Ω πολις εκχεουσα αιματα μεσω εαυτης, δια να ελθη ο καιρος αυτης, και κατασκευαζουσα ειδωλα εναντιον εαυτης, δια να μιαινηται,
et ostendes ei omnes abominationes suas et dices haec dicit Dominus Deus civitas effundens sanguinem in medio sui ut veniat tempus eius et quae fecit idola contra semet ipsam ut pollueretur
εγεινας ενοχος εν τω αιματι σου, το οποιον εξεχεας, και εμιανθης εν τοις ειδωλοις σου, τα οποια κατεσκευασας, και εκαμες να πλησιασωσιν αι ημεραι σου, και ηλθες μεχρι των ετων σου δια τουτο σε κατεστησα ονειδος εις τα εθνη και παιγνιον εις παντας τους τοπους.
in sanguine tuo qui a te effusus est deliquisti et in idolis tuis quae fecisti polluta es et adpropinquare fecisti dies tuos et adduxisti tempus annorum tuorum propterea dedi te obprobrium gentibus et inrisionem universis terris
Οι πλησιον και οι μακραν απο σου θελουσιν εμπαιξει σε, μεμολυσμενη κατα το ονομα, μεγαλη κατα τας συμφορας.
quae iuxta sunt et quae procul a te triumphabunt de te sordida nobilis grandis interitu
Ιδου, οι αρχοντες του Ισραηλ ησαν εν σοι, δια να χυνωσιν αιμα, εκαστος κατα την δυναμιν αυτου.
ecce principes Israhel singuli in brachio suo fuerunt in te ad effundendum sanguinem
Εν σοι κατεφρονουν πατερα και μητερα εν μεσω σου εφεροντο απατηλως προς τον ξενον εν σοι κατεδυναστευον τον ορφανον και την χηραν.
patrem et matrem contumeliis adfecerunt in te advenam calumniati sunt in medio tui pupillum et viduam contristaverunt apud te
Τα αγια μου κατεφρονησας και τα σαββατα μου εβεβηλωσας.
sanctuaria mea sprevistis et sabbata mea polluistis
Εν σοι ησαν ανδρες συκοφανται δια να χυνωσιν αιμα, και εν σοι ετρωγον επι των ορεων, εν μεσω σου πραττουσιν ανοσιουργιας.
viri detractores fuerunt in te ad effundendum sanguinem et super montes comederunt in te scelus operati sunt in medio tui
Εν σοι εξεσκεπασαν αισχυνην πατρος, εν σοι εταπεινωσαν την αποκεχωρισμενην εν τη ακαθαρσια αυτης.
verecundiora patris discoperuerunt in te inmunditiam menstruatae humiliaverunt in te
Και ο μεν επραξε βδελυριαν μετα της γυναικος του πλησιον αυτου, ο δε εμιανεν ανοσιως την νυμφην αυτου, και αλλος εν σοι εταπεινωσε την αδελφην αυτου, την θυγατερα του πατρος αυτου.
et unusquisque in uxorem proximi sui operatus est abominationem et socer nurum suam polluit nefarie frater sororem suam filiam patris sui oppressit in te
Εν σοι ελαμβανον δωρα δια να εκχεωσιν αιμα ελαβες τοκον και προσθηκην και δι απατης ησχροκερδησας απο των πλησιον σου, και ελησμονησας εμε, λεγει Κυριος ο Θεος.
munera acceperunt apud te ad effundendum sanguinem usuram et superabundantiam accepisti et avare proximos tuos calumniabaris meique oblita es ait Dominus Deus
Ιδου, δια τουτο εκροτησα τας χειρας μου επι τη αισχροκερδεια σου, την οποιαν επραξας, και επι τω αιματι σου, το οποιον ητο εν μεσω σου.
ecce conplosi manus meas super avaritiam tuam quam fecisti et super sanguinem qui effusus est in medio tui
Θελει ανθεξει η καρδια σου; η θελουσιν εχει δυναμιν αι χειρες σου, εν ημεραις καθ ας εγω θελω ενεργησει εναντιον σου; εγω ο Κυριος ελαλησα και θελω εκτελεσει.
numquid sustinebit cor tuum aut praevalebunt manus tuae in diebus quos ego faciam tibi ego Dominus locutus sum et faciam
Και θελω σε διασκορπισει εν τοις εθνεσι και σε διασπειρει εις τους τοπους και θελω εξαλειψει απο σου την ακαθαρσιαν σου.
et dispergam te in nationes et ventilabo te in terras et deficere faciam inmunditiam tuam a te
Και θελεις βεβηλωθη εν σοι ενωπιον των εθνων, και θελεις γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.
et possidebo te in conspectu gentium et scies quia ego Dominus
Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
et factum est verbum Domini ad me dicens
Υιε ανθρωπου, ο οικος Ισραηλ εγεινεν εις εμε σκωρια παντες ειναι χαλκος και κασσιτερος και σιδηρος και μολυβδος εν τω μεσω του χωνευτηριου ειναι σκωριαι αργυρου.
fili hominis versa est mihi domus Israhel in scoriam omnes isti aes et stagnum et ferrum et plumbum in medio fornacis scoria argenti facti sunt
Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Επειδη παντες σεις εγεινετε σκωριαι, ιδου, δια τουτο θελω σας συναξει εις το μεσον της Ιερουσαλημ
propterea haec dicit Dominus Deus eo quod versi estis omnes in scoriam propterea ecce ego congregabo vos in medium Hierusalem
καθως συναγουσιν εις το μεσον του χωνευτηριου τον αργυρον και τον χαλκον και τον σιδηρον και τον μολυβδον και τον κασσιτερον, δια να φυσησωσι το πυρ επ αυτα ωστε να διαλυσωσιν αυτα, ουτως εν τω θυμω μου και εν τη οργη μου θελω σας συναξει και θελω σας βαλει εκει και διαλυσει.
congregatione argenti et aeris et ferri et stagni et plumbi in medium fornacis ut succendam in eam ignem ad conflandum sic congregabo in furore meo et in ira mea et requiescam et conflabo vos
Θελω εξαπαντος σας συναξει, και εν τω πυρι της οργης μου θελω εμφυσησει εφ υμας και θελετε διαλυθη εν τω μεσω αυτης.
et congregabo vos et succendam vos in igne furoris mei et conflabimini in medio eius
Καθως ο αργυρος διαλυεται εν μεσω του χωνευτηριου, ουτω θελετε διαλυθη εν μεσω αυτης και θελετε γνωρισει οτι εγω ο Κυριος εξεχεα την οργην μου εφ υμας.
ut conflatur argentum in medio fornacis sic eritis in medio eius et scietis quia ego Dominus effuderim indignationem meam super vos
Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
et factum est verbum Domini ad me dicens
Υιε ανθρωπου, ειπε προς αυτην Συ εισαι η γη, ητις δεν εκαθαρισθη, και δεν εγεινε βροχη επ αυτης εν τη ημερα της οργης.
fili hominis dic ei tu es terra inmunda et non conpluta in die furoris
Εν μεσω αυτης ειναι συνωμοσια των προφητων αυτης ως λεοντες ωρυομενοι, αρπαζοντες το θηραμα, κατατρωγουσι ψυχας ελαβον θησαυρους και πολυτιμα πραγματα επληθυναν τας χηρας αυτης εν τω μεσω αυτης.
coniuratio prophetarum in medio eius sicut leo rugiens capiensque praedam animam devoraverunt opes et pretium acceperunt viduas eius multiplicaverunt in medio illius
Οι ιερεις αυτης ηθετησαν τον νομον μου και εβεβηλωσαν τα αγια μου μεταξυ αγιου και βεβηλου δεν εκαμον διαφοραν και μεταξυ ακαθαρτου και καθαρου δεν εκαμον διακρισιν, και εκρυπτον τους οφθαλμους αυτων απο των σαββατων μου, και εβεβηλουμην εν μεσω αυτων.
sacerdotes eius contempserunt legem meam et polluerunt sanctuaria mea inter sanctum et profanum non habuere distantiam et inter pollutum et mundum non intellexerunt et a sabbatis meis averterunt oculos suos et coinquinabar in medio eorum
Οι αρχοντες αυτης ειναι εν μεσω αυτης ως λυκοι αρπαζοντες το θηραμα, δια να εκχεωσιν αιμα, δια να αφανιζωσι ψυχας, δια να αισχροκερδησωσιν αισχροκερδειαν.
principes eius in medio illius quasi lupi rapientes praedam ad effundendum sanguinem et perdendas animas et avare sectanda lucra
Και οι προφηται αυτης περηλειφον αυτους με πηλον αμαλακτον, βλεποντες ορασεις ματαιας και μαντευοντες προς αυτους ψευδη, λεγοντες, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος ενω ο Κυριος δεν ελαλησεν.
prophetae autem eius liniebant eos absque temperamento videntes vana et divinantes eis mendacium dicentes haec dicit Dominus Deus cum Dominus non sit locutus
Ο λαος της γης μετεχειριζετο απατην και εκαμνεν αρπαγας και κατεδυναστευε τον πτωχον και τον ενδεη και τον ξενον ηπατα ανευ κρισεως.
populi terrae calumniabantur calumniam et rapiebant violenter egenum et pauperem adfligebant et advenam opprimebant calumnia absque iudicio
Και εζητησα μεταξυ αυτων ανδρα, οστις να ανεγειρη το περιφραγμα και να σταθη εν τη χαλαστρα ενωπιον μου υπερ της γης, δια να μη εξολοθρευσω αυτην και δεν ευρηκα.
et quaesivi de eis virum qui interponeret sepem et staret oppositus contra me pro terra ne dissiparem eam et non inveni
Δια τουτο εξεχεα την οργην μου επ αυτους κατηναλωσα αυτους εν τω πυρι της οργης μου τας οδους αυτων ανταπεδωκα επι τας κεφαλας αυτων, λεγει Κυριος ο Θεος.
et effudi super eos indignationem meam in igne irae meae consumpsi eos viam eorum in caput eorum reddidi ait Dominus Deus