II Corinthians 6

Οντες δε συνεργοι αυτου, παρακαλουμεν ενταυτω να μη δεχθητε την χαριν του Θεου ματαιως
adiuvantes autem et exhortamur ne in vacuum gratiam Dei recipiatis
διοτι λεγει Εν καιρω δεκτω επηκουσα σου και εν ημερα σωτηριας σε εβοηθησα ιδου, τωρα καιρος ευπροσδεκτος, ιδου, τωρα ημερα σωτηριας
ait enim tempore accepto exaudivi te et in die salutis adiuvavi te ecce nunc tempus acceptabile ecce nunc dies salutis
μη διδοντες μηδεν προσκομμα κατ ουδεν, δια να μη προσαφθη μωμος εις την διακονιαν,
nemini dantes ullam offensionem ut non vituperetur ministerium
αλλα εν παντι συνιστωντες εαυτους ως υπηρεται Θεου, εν υπομονη πολλη, εν θλιψεσιν, εν αναγκαις, εν στενοχωριαις,
sed in omnibus exhibeamus nosmet ipsos sicut Dei ministros in multa patientia in tribulationibus in necessitatibus in angustiis
εν ραβδισμοις, εν φυλακαις, εν ακαταστασιαις, εν κοποις, εν αγρυπνιαις, εν νηστειαις,
in plagis in carceribus in seditionibus in laboribus in vigiliis in ieiuniis
εν καθαροτητι, εν γνωσει, εν μακροθυμια, εν χρηστοτητι, εν Πνευματι Αγιω, εν αγαπη ανυποκριτω,
in castitate in scientia in longanimitate in suavitate in Spiritu Sancto in caritate non ficta
εν λογω αληθειας, εν δυναμει Θεου, δια των οπλων της δικαιοσυνης των δεξιων και αριστερων,
in verbo veritatis in virtute Dei per arma iustitiae a dextris et sinistris
δια δοξης και ατιμιας, δια δυσφημιας και ευφημιας, ως πλανοι ομως αληθεις,
per gloriam et ignobilitatem per infamiam et bonam famam ut seductores et veraces sicut qui ignoti et cogniti
ως αγνοουμενοι αλλα καλως γνωριζομενοι, ως αποθνησκοντες αλλ ιδου, ζωμεν, ως παιδευομενοι αλλα μη θανατουμενοι,
quasi morientes et ecce vivimus ut castigati et non mortificati
ως λυπουμενοι παντοτε ομως χαιροντες, ως πτωχοι πολλους ομως πλουτιζοντες, ως μηδεν εχοντες και τα παντα κατεχοντες.
quasi tristes semper autem gaudentes sicut egentes multos autem locupletantes tamquam nihil habentes et omnia possidentes
Το στομα ημων ηνοιχθη προς εσας, Κορινθιοι, η καρδια ημων επλατυνθη
os nostrum patet ad vos o Corinthii cor nostrum dilatatum est
δεν εχετε στενοχωριαν εν ημιν, αλλ εχετε στενοχωριαν εν τοις σπλαγχνοις υμων
non angustiamini in nobis angustiamini autem in visceribus vestris
την αυτην λοιπον αντιμισθιαν αποδιδοντες, ως προς τεκνα λαλω, πλατυνθητε και σεις.
eandem autem habentes remunerationem tamquam filiis dico dilatamini et vos
Μη ομοζυγειτε με τους απιστους διοτι τινα μετοχην εχει η δικαιοσυνη με την ανομιαν; τινα δε κοινωνιαν το φως προς το σκοτος;
nolite iugum ducere cum infidelibus quae enim participatio iustitiae cum iniquitate aut quae societas luci ad tenebras
Τινα δε συμφωνιαν ο Χριστος με τον Βελιαλ; η τινα μεριδα ο πιστος με τον απιστον;
quae autem conventio Christi ad Belial aut quae pars fideli cum infidele
Τινα δε συμβιβασιν ο ναος του Θεου με τα ειδωλα; διοτι σεις εισθε ναος Θεου ζωντος, καθως ειπεν ο Θεος οτι θελω κατοικει εν αυτοις και περιπατει, και θελω εισθαι Θεος αυτων, και αυτοι θελουσιν εισθαι λαος μου.
qui autem consensus templo Dei cum idolis vos enim estis templum Dei vivi sicut dicit Deus quoniam inhabitabo in illis et inambulabo et ero illorum Deus et ipsi erunt mihi populus
Δια τουτο. Εξελθετε εκ μεσου αυτων και αποχωρισθητε, λεγει Κυριος, και μη εγγισητε ακαθαρτον, και εγω θελω σας δεχθη,
propter quod exite de medio eorum et separamini dicit Dominus et inmundum ne tetigeritis
και θελω εισθαι Πατηρ σας, και σεις θελετε εισθαι υιοι μου και θυγατερες, λεγει Κυριος παντοκρατωρ.
et ego recipiam vos et ero vobis in patrem et vos eritis mihi in filios et filias dicit Dominus omnipotens