Song of Solomon 5

Ηλθον εις τον κηπον μου, αδελφη μου, νυμφη ετρυγησα την σμυρναν μου μετα των αρωματων μου εφαγον την κηρηθραν μου μετα του μελιτος μου επιον τον οινον μου μετα του γαλακτος μου Φαγετε, φιλοι πιετε, ναι, πιετε αφθονως, αγαπητοι.
Прийшов я до саду свого, о сестро моя, наречена! Збираю я мирру свою із бальзамом своїм, споживаю свого стільника разом із медом своїм, п'ю вино я своє зо своїм молоком!... Споживайте, співдрузі, пийте до схочу, кохані!
Εγω κοιμωμαι, αλλ η καρδια μου αγρυπνει φωνη του αγαπητου μου κρουει Ανοιξον μοι, αδελφη μου, αγαπητη μου, περιστερα μου, αμωμητε μου διοτι η κεφαλη μου εγεμισεν απο δροσου, οι βοστρυχοι μου απο ψεκαδων της νυκτος.
Я сплю, моє ж серце чуває... Ось голос мого коханого!... Стукає... Відчини мені, сестро моя, о моя ти подруженько, голубко моя, моя чиста, бо росою покрилася вся моя голова, мої кучері краплями ночі!...
Εξεδυθην τον χιτωνα μου πως να ενδυθω αυτον; ενιψα τους ποδας μου πως θελω μολυνει αυτους;
Зняла я одежу свою, як знову її надягну? Помила я ніжки свої, як же їх занечищу?...
Ο αγαπητος μου εισηξε την χειρα αυτου δια της τρυπης της θυρας, και τα σπλαγχνα μου εταραχθησαν δι αυτον.
Мій коханий простяг свою руку крізь отвір, і нутро моє схвилювалось від нього!...
Εγω εσηκωθην δια να ανοιξω εις τον αγαπητον μου και αι χειρες μου εσταζον σμυρναν, και οι δακτυλοι μου σμυρναν σταλακτην, επι τας λαβας του μοχλου.
Встала я відчинити своєму коханому, а з рук моїх капала мирра, і мирра текла на засувки замка з моїх пальців...
Εγω ηνοιξα εις τον αγαπητον μου αλλ ο αγαπητος μου εσυρθη, εφυγεν η ψυχη μου ελιποθυμησεν εις τον λογον αυτου εζητησα αυτον και δεν ευρηκα αυτον, εφωνησα αυτον και δεν μοι απεκριθη.
Відчинила своєму коханому, а коханий мій зник, відійшов!... Душі не ставало в мені, як він говорив... Я шукала його, та його не знайшла... Я гукала його, та він не відізвався до мене...
Με ευρηκαν οι φυλακες οι περιερχομενοι την πολιν, με εκτυπησαν, με επληγωσαν οι φυλακες των τειχων αφηρεσαν απ εμου το ιματιον μου.
Стріли мене сторожі, що ходять по місті, набили мене, завдали мені рани... Здерли з мене моє покривало, сторожі міських мурів!
Σας ορκιζω, θυγατερες Ιερουσαλημ, εαν ευρητε τον αγαπητον μου, Τι θελετε ειπει προς αυτον; Οτι ειμαι τετρωμενη υπο αγαπης.
Заклинаю я вас, дочки єрусалимські, як мого коханого стрінете ви, що йому повісте? Що я хвора з кохання!
Τι διαφερει αλλου αγαπητου ο αγαπητος σου, ω ωραια μεταξυ των γυναικων; τι διαφερει αλλου αγαπητου ο αγαπητος σου, και ωρκισας ημας ουτως;
Чим коханий твій кращий від інших коханих, вродливіша з жінок? Чим коханий твій кращий від інших коханих, що так заклинаєш ти нас?
Ο αγαπητος μου ειναι λευκος και ερυθρος, διακρινομενος μεταξυ μυριαδων
Коханий мій білий й рум'яний, визначніший він від десяти тисяч інших...
Η κεφαλη αυτου ειναι χρυσιον δεδοκιμασμενον, οι πλοκαμοι αυτου κλαδοι φοινικων, μελανες ως κοραξ
Голова його щиреє золото, його кучері пальмове віття, чорні, як ворон...
οι οφθαλμοι αυτου ως περιστερων επι των ρυακων των υδατων, λελουμενοι εν γαλακτι, καθημενοι ως λιθοι ενθεσεως
Його очі немов голубки над джерелами водними, у молоці повимивані, що над повним струмком посідали!
Αι σιαγονες αυτου ως πρασιαι αρωματων, ως αλωνια φυτων μυρεψικων τα χειλη αυτου ως κρινα, σταζοντα σμυρναν σταλακτην
Його личка як грядка бальзаму, немов квітники запашні! Його губи лілеї, з яких капає мирра текуча!
Αι χειρες αυτου δακτυλιδια χρυσα, πεπληρωμενα με βηρυλλιον η κοιλια αυτου ελεφαντινον τεχνουργημα, περικεκοσμημενον με σαπφειρους
Його руки стовпці золоті, повисаджувані хризолітом, а лоно його твір мистецький з слонової кости, покритий сапфірами!
αι κνημαι αυτου στυλοι μαρμαρινοι, εστηριγμενοι επι βασεων καθαρου χρυσιου το ειδος αυτου ως Λιβανος εξοχος ως κεδροι.
Його стегна стовпи мармурові, поставлені на золотії підстави! Його вигляд немов той Ливан, він юнак як ті кедри!
Ο ουρανισκος αυτου ειναι γλυκασμοι και αυτος ολος επιθυμητος. Ουτος ειναι ο αγαπητος μου, και ουτος ο φιλος μου, θυγατερες Ιερουσαλημ.
Уста його солодощі, і він увесь пожадання... Оце мій коханий, й оце мій дружок, дочки єрусалимські!