Job 26

Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπε
А Йов відповів та й сказав:
Ποσον εβοηθησας τον αδυνατον εσωσας βραχιονα ανισχυρον.
Як безсилому ти допоміг, як рамено підпер ти неможному?
Ποσον συνεβουλευσας τον ασοφον και εντελη συνεσιν εδειξας
Що ти радив немудрому, й яку раду подав багатьом?
Προς τινα απηγγειλας τους λογους; και τινος πνοη εξηλθεν απο σου;
Кому ти слова говорив, і чий дух вийшов з тебе?
Οι νεκροι τρεμουσιν αυτον υποκατωθεν των υδατων, και οι συγκατοικουντες μετ αυτων.
Рефаїми тремтять під водою й всі її мешканці.
Γυμνος ο αδης εμπροσθεν αυτου, και η απωλεια δεν εχει σκεπασμα.
Голий шеол перед Ним, і нема покриття Аваддону.
Εκτεινει τον βορεαν επι το κενον κρεμα την γην επι το μηδεν.
Він над порожнечею північ простяг, на нічому Він землю повісив.
Δεσμευει τα υδατα εις τας νεφελας αυτου και η νεφελη δεν σχιζεται υποκατω αυτων.
Він зав'язує воду в Своїх облаках, і не розбивається хмара під ними.
Σκεπαζει το προσωπον του θρονου αυτου εκτεινει το νεφος αυτου επ αυτον.
Він поставив престола Свого, розтягнув над ним хмару Свою.
Περιεκυκλωσε τα υδατα με ορια, εως της συντελειας του φωτος και του σκοτους.
На поверхні води Він зазначив межу аж до границі між світлом та темрявою.
Οι στυλοι του ουρανου τρεμουσι και εξιστανται απο της επιτιμησεως αυτου.
Стовпи неба тремтять та страшаться від гніву Його.
Ταραττει την θαλασσαν δια της δυναμεως αυτου, και δια της συνεσεως αυτου καταδαμαζει την υπερηφανιαν αυτης.
Він міццю Своєю вспокоює море, і Своїм розумом нищить Рагава.
Δια του πνευματος αυτου εκοσμησε τους ουρανους η χειρ αυτου εσχηματισε τον συστρεφομενον οφιν.
Своїм Духом Він небо прикрасив, рука Його в ньому створила втікаючого Скорпіона.
Ιδου, ταυτα ειναι μερη των οδων αυτου αλλα ποσον ελαχιστον πραγμα ακουομεν περι αυτου; την δε βροντην της δυναμεως αυτου τις δυναται να εννοηση;
Таж це все самі кінці дороги Його, бо ми тільки слабке шепотіння чували про Нього, грім потуги ж Його хто його зрозуміє?...