Ezekiel 19

Και συ αναλαβε θρηνον δια τους ηγεμονας του Ισραηλ,
А ти пісню жалобну здійми про князів Ізраїлевих,
και ειπε, Τι ειναι η μητηρ σου; Λεαινα κειται μεταξυ λεοντων, εθρεψε τα βρεφη αυτης εν μεσω σκυμνων.
та й скажи: Яка твоя мати левиця: Лягла поміж левів, серед левчуків вона викохала левенят!
Και ανεθρεψεν εν εκ των βρεφων αυτης και εγεινε σκυμνος και εμαθε να αρπαζη το θηραμα ανθρωπους ετρωγε.
І одне із своїх левенят вона вигодувала, левчуком воно стало, і здобич ловити навчився, людину він жер!
Και τα εθνη ηκουσαν περι αυτου επιασθη εν τω λακκω αυτων, και εφεραν αυτον με αλυσεις εις την γην της Αιγυπτου.
І похід розголосили народи на нього, в їхню яму він схоплений був, і його в ланцюгах до краю єгипетського відвели...
Και ιδουσα οτι η ελπις αυτης εματαιωθη και εχαθη, ελαβεν εν αλλο εκ των βρεφων αυτης και εκαμεν αυτο σκυμνον.
Як левиця побачила, що надаремно чекає, що пропала надія її, то взяла вона знову одне із своїх левенят, і вчинила його левчуком.
Και αναστρεφομενον εν μεσω των λεοντων εγεινε σκυμνος και εμαθε να αρπαζη θηραμα ανθρωπους ετρωγε.
І ходив він між левами й став левчуком, і здобич ловити навчився, людину він жер!
Και εγνωρισε τα παλατια αυτων και ερημονε τας πολεις αυτων και ητο ηφανισμενη η γη και το πληρωμα αυτης απο του ηχου του βρυχηματος αυτου.
І він розбивав їхні палати, і руйнував їхні міста, і від голосу рику його остовпіла земля й що на ній!
Και τα εθνη παρεταχθησαν εναντιον αυτου κυκλοθεν εκ των επαρχιων και ηπλωσαν κατ αυτου τα βροχια αυτων, και επιασθη εν τω λακκω αυτων.
Та пастку на нього поставили люди знавкола з округ, і свою сітку на нього розкинули, і він схоплений був в їхню яму!
Και εβαλον αυτον με αλυσεις εις κλωβιον και εφεραν αυτον προς τον βασιλεα της Βαβυλωνος εν δεσμωτηριω εισηγαγον αυτον, δια να μη ακουσθη πλεον φωνη αυτου επι τα ορη του Ισραηλ.
І кинули в клітку його в ланцюгах, і його відвели до царя вавилонського, і в твердиню його запроторили, щоб голос його вже не чувся на горах Ізраїлевих...
Η μητηρ σου, καθ ομοιωσιν σου, ητο ως αμπελος πεφυτευμενη πλησιον των υδατων εγεινε καρποφορος και πληρης κλαδων δια τα πολλα υδατα.
Твоя мати, як той виноград у винограднику, посадженому над водою, плодюча й гілляста була через води великі.
Και εγειναν εις αυτην αβδοι ισχυραι δια σκηπτρα των κρατουντων και ο κορμος αυτης υψωθη εν μεσω των πυκνων κλαδων, και εγεινε περιβλεπτος κατα το υψος αυτης μεταξυ του πληθους των βλαστων αυτης.
І виросли пруття міцні, й надавались на берла володарів, і височів між гущавинами його зріст, і він показався в своїй висоті, у численних галузках своїх!
Απεσπασθη ομως μετα θυμου, ερριφθη κατα γης, και ανατολικος ανεμος κατεξηρανε τον καρπον αυτης αι ισχυραι αυτης αβδοι συνεθλασθησαν και εξηρανθησαν πυρ κατεφαγεν αυτας.
Та була вона вирвана в лютості, об землю кинена, і вітер зо сходу зсушив її плід, поламалися й повисихали вони, а її міцний прут огонь його зжер...
Και τωρα ειναι πεφυτευμενη εν ερημω, εν ξηρα και ανυδρω γη.
А тепер посадили її на пустині, у краї сухому й безвідному,
Και εξηλθε πυρ απο αβδου τινος εκ των κλαδων αυτης και κατεφαγε τον καρπον αυτης, ωστε δεν υπηρχε πλεον εν αυτη αβδος ισχυρα δια σκηπτρον ηγεμονιας ουτος ειναι ο θρηνος και θελει εισθαι εις θρηνον.
і вийшов огонь із прута її вітки та й пожер її плід, і немає у неї міцного прута, берла на панування... Це пісня жалобна, і буде за пісню жалоби вона.