Ruth 4

Και ανεβη ο Βοοζ εις την πυλην και εκαθισεν εκει και ιδου, διεβαινεν ο συγγενης, περι του οποιου ωμιλησεν ο Βοοζ. Και ειπεν, Ω συ, στρεψον, καθισον ενταυθα. Και εστραφη και εκαθισε.
Och Boas hade gått upp till stadsporten och satt sig där. Då hände sig att den bördeman som Boas hade talat om gick där fram; då nämnde han honom vid namn och sade: »Kom hit och sätt dig här.» Och han kom och satte sig.
Και ελαβεν ο Βοοζ δεκα ανδρας εκ των πρεσβυτερων της πολεως, και ειπε, Καθισατε ενταυθα. Και εκαθισαν.
Därefter tog Boas till sig tio män av de äldste i staden och sade: »Sätten eder här.» Och de satte sig.
Και ειπε προς τον συγγενη, Η Ναομι, η επιστρεψασα εκ γης Μωαβ, πωλει το μεριδιον του αγρου, το οποιον ητο του αδελφου ημων Ελιμελεχ
Sedan sade han till bördemannen: »Det åkerstycke som tillhörde vår broder Elimelek har Noomi sålt, hon som kom tillbaka från Moabs land.
και εγω ειπα να σε ειδοποιησω, λεγων, Αγορασον αυτο εμπροσθεν των κατοικων και εμπροσθεν των πρεσβυτερων του λαου μου εαν θελης να εξαγορασης αυτο ως συγγενης, εξαγορασον αλλ εαν δεν θελης να εξαγορασης αυτο, ειπε προς εμε, δια να εξευρω διοτι δεν ειναι αλλος να εξαγοραση αυτο ως συγγενης παρα συ και εγω ειμαι μετα σε. Ο δε ειπεν, Εγω θελω εξαγορασει αυτο.
Därefter tänkte jag att jag skulle underrätta dig därom och säga: Köp det inför dem som här sitta och inför mitt folks äldste. Om du vill taga det efter bördesrätt, så säg mig det, så att jag får veta det, ty ingen annan äger bördesrätt än du och, näst dig, jag själv.» Han sade: »Jag vill taga det efter bördesrätt.»
Και ειπεν ο Βοοζ, Καθ ην ημεραν αγορασης τον αγρον εκ της χειρος της Ναομι, πρεπει να λαβης και την Ρουθ την Μωαβιτιν, γυναικα του αποθανοντος, δια να αναστησης το ονομα του αποθανοντος επι της κληρονομιας αυτου.
Då sade Boas: »När du köper åkern av Noomis hand, då köper du den ock av moabitiskan Rut, den dödes hustru, med skyldighet att uppväcka den dödes namn och fästa det vid hans arvedel.»
Και ειπεν ο συγγενης, Δεν δυναμαι να εκπληρωσω το χρεος το συγγενικον, μηποτε φθειρω την κληρονομιαν μου εκπληρωσον συ το χρεος μου το συγγενικον, διοτι δεν δυναμαι εγω να εκπληρωσω αυτο.
Bördemannen svarade: »Då kan jag icke begagna mig av min bördesrätt, ty jag skulle därmed fördärva min egen arvedel. Börda du åt dig vad jag skulle hava bördat, ty jag kan icke göra det.»
Ουτος δε ητο ο τροπος το παλαι εν τω Ισραηλ περι του δικαιωματος της συγγενειας και περι της απαλλοτριωσεως, δια να βεβαιουται πας λογος ο ανθρωπος λυων το υποδημα αυτου, εδιδεν εις τον πλησιον αυτου και τουτο ητο μαρτυρια εν τω Ισραηλ.
Men när någon bördade något eller avtalade ett byte, var det fordom sed i Israel att han, till stadfästelse av ett sådant avtal, drog av sig sin sko och gav den åt den andre; och detta gällde såsom ett vittnesbörd i Israel.
Δια τουτο ειπεν ο συγγενης προς τον Βοοζ, Αγορασον αυτο εις σεαυτον. Και ελυσε το υποδημα αυτου.
Så sade nu bördemannen till Boas: »Köp du det»; och han drog därvid av sig sin sko.
Τοτε ειπεν ο Βοοζ προς τους πρεσβυτερους και παντα τον λαον, Μαρτυρες εισθε σημερον, οτι ηγορασα παντα τα του Ελιμελεχ και παντα τα του Χελαιων και Μααλων, εκ της χειρος της Ναομι
Då sade Boas till de äldste och till allt folket: »I ären i dag vittnen till att jag nu har köpt av Noomis hand allt vad som har tillhört Kiljon och Mahelon.
και προσετι, την Ρουθ την Μωαβιτιν την γυναικα του Μααλων, ελαβον εις εμαυτον δια γυναικα, δια να αναστησω το ονομα του αποθανοντος επι της κληρονομιας αυτου, δια να μη εξαλειφθη το ονομα του αποθανοντος εκ των αδελφων αυτου και εκ της πολεως της κατοικιας αυτου μαρτυρες εισθε σημερον.
Därjämte har jag ock köpt moabitiskan Rut, Mahelons hustru, till hustru åt mig, för att uppväcka den dödes namn och fästa det vid hans arvedel, på det att den dödes namn icke må bliva utrotat bland hans bröder eller ur porten till hans stad. I ären i dag vittnen härtill.»
Και πας ο λαος ο εν τη πυλη και οι πρεσβυτεροι ειπαν, Μαρτυρες ο Κυριος να καμη την γυναικα, ητις εισερχεται εις τον οικον σου, ως την Ραχηλ και ως την Λειαν, αιτινες ωκοδομησαν αμφοτεραι τον οικον Ισραηλ και ισχυε εν Εφραθα και εσο περιφημος εν Βηθλεεμ
Och allt folket i stadsporten, så ock de äldste, svarade: »Ja, och HERREN låte den kvinna som nu går in i ditt hus bliva lik Rakel och Lea, de båda som hava byggt upp Israels hus. Och må du förkovra dig storligen i Efrata och göra dig ett namn i Bet-Lehem.
και ας γεινη ο οικος σου ως ο οικος του Φαρες, τον οποιον εγεννησεν η Θαμαρ εις τον Ιουδαν, εκ του σπερματος το οποιον ο Κυριος θελει δωσει εις σε εκ της νεας ταυτης.
Och blive ditt hus såsom Peres' hus, hans som Tamar födde åt Juda, genom de avkomlingar som HERREN skall giva dig med denna unga kvinna.»
Και ελαβεν ο Βοοζ την Ρουθ, και εγεινε γυνη αυτου και οτε εισηλθε προς αυτην, ο Κυριος εδωκεν εις αυτην συλληψιν, και εγεννησεν υιον.
Så tog då Boas Rut till sig, och hon blev hans hustru, och han gick in till henne; och HERREN gav henne livsfrukt, och hon födde en son.
Και ειπαν αι γυναικες προς την Ναομι, Ευλογητος ο Κυριος, οστις σημερον δεν σε απεστερησε συγγενους, ωστε το ονομα αυτου να καληται εν τω Ισραηλ
Då sade kvinnorna till Noomi: »Lovad vare HERREN, som i dag har så gjort, att det icke fattas dig en bördeman som skall få ett namn i Israel!
και ουτος θελει εισθαι εις σε αναψυχωτης της ζωης και θελει θρεψει την πολιαν σου διοτι εγεννησεν αυτον η νυμφη σου, ητις σε αγαπα, ητις ειναι εις σε καλητερα παρα επτα υιους.
Han skall bliva dig en tröstare och en försörjare på din ålderdom; ty din sonhustru, som har dig kär, har fött honom, hon som är mer för dig än sju söner.»
Τοτε ελαβεν η Ναομι το παιδιον και εθεσεν αυτο εις τον κολπον αυτης και εγεινεν εις αυτο τροφος.
Och Noomi tog barnet och lade det i sin famn och blev dess sköterska.
Και αι γειτονες εδωκαν εις αυτο ονομα, λεγουσαι, Υιος εγεννηθη εις την Ναομι και εκαλεσαν το ονομα αυτου Ωβηδ ουτος ειναι ο πατηρ του Ιεσσαι πατρος του Δαβιδ.
Och grannkvinnorna sade: »Noomi har fått en son»; och de gåvo honom namn, de kallade honom Obed. Han blev fader till Isai, Davids fader.
Και αυτη ειναι η γενεαλογια του Φαρες ο Φαρες εγεννησε τον Εσρων,
Och detta är Peres' släktregister: Peres födde Hesron;
Εσρων δε εγεννησε τον Αραμ, Αραμ δε εγεννησε τον Αμιναδαβ,
Hesron födde Ram; Ram födde Amminadab;
Αμιναδαβ δε εγεννησε τον Ναασσων, Ναασσων δε εγεννησε τον Σαλμων,
Amminadab födde Naheson; Naheson födde Salma;
Σαλμων δε εγεννησε τον Βοοζ, Βοοζ δε εγεννησε τον Ωβηδ,
Salmon födde Boas; Boas födde Obed;
Ωβηδ δε εγεννησε τον Ιεσσαι, και ο Ιεσσαι εγεννησε τον Δαβιδ.
Obed födde Isai, och Isai födde David.