Psalms 75

Εις τον πρωτον μουσικον, επι Αλ−τασχεθ. Ψαλμος ωδης του Ασαφ. Δοξολογουμεν σε, Θεε, δοξολογουμεν, διοτι πλησιον ημων ειναι το ονομα σου κηρυττονται τα θαυμασια σου.
För sångmästaren; »Fördärva icke»; en psalm, en sång av Asaf.
Οταν λαβω τον ωρισμενον καιρον, εγω θελω κρινει εν ευθυτητι.
 Vi tacka dig,      o Gud, vi tacka dig.  Ditt namn är oss nära;      man förtäljer dina under.
Διελυθη η γη και παντες οι κατοικοι αυτης εγω εστερεωσα τους στυλους αυτης. Διαψαλμα.
 »Om jag än bidar min tid,  så dömer jag dock rätt.
Ειπα προς τους αφρονας, μη γινεσθε αφρονες και προς τους ασεβεις, μη υψωνετε κερας.
 Om än jorden är i upplösning med alla som bo därpå,  så håller dock jag dess pelare stadiga.»  Sela.
Μη υψονετε εις υψος το κερας υμων μη λαλειτε με τραχηλον σκληρον.
 Jag säger till de övermodiga: »Varen icke övermodiga»,  och till de ogudaktiga: »Upphöjen ej hornet.»
Διοτι ουτε εξ ανατολων, ουτε εκ δυσμων, ουτε εκ της ερημου, ερχεται υψωσις.
 Ja, upphöjen icke så högt edert horn,  talen ej så hårdnackat vad fräckt är.
Αλλ ο Θεος ειναι ο Κριτης τουτον ταπεινονει και εκεινον υψονει.
 Ty icke från öster eller väster,  ej heller från bergsöknen kommer hjälpen;
Διοτι εν τη χειρι του Κυριου ειναι ποτηριον πληρες κερασματος οινου ακρατου, και εκ τουτου θελει χυσει πλην την τρυγιαν αυτου θελουσι στραγγισει παντες οι ασεβεις της γης και θελουσι πιει.
 nej, Gud är den som dömer;  den ene ödmjukar han, den andre upphöjer han.
Εγω δε θελω κηρυττει διαπαντος, θελω ψαλμωδει εις τον Θεον του Ιακωβ.
 Ty en kalk är i HERRENS hand,  den skummar av vin      och är full av tillblandad dryck,  och han skänker i därav;  sannerligen, alla ogudaktiga på jorden  måste dricka dess drägg i botten.
Και παντα τα κερατα των ασεβων θελω συντριψει τα δε κερατα των δικαιων θελουσιν υψωθη.
 Men jag skall förkunna det evinnerligen,  jag skall lovsjunga Jakobs Gud. [ (Psalms 75:11)  Och de ogudaktigas alla horn skall jag få hugga av;  men den rättfärdiges horn skola varda upphöjda. ]