Lamentations 2

Πως περιεκαλυψεν ο Κυριος με νεφος την θυγατερα Σιων εν τη οργη αυτου, κατερριψεν απο του ουρανου εις την γην την δοξαν του Ισραηλ, και δεν ενεθυμηθη εν τη ημερα της οργης αυτου το υποποδιον των ποδων αυτου
 Huru höljer icke Herren genom sin vrede      dottern Sion i mörker!  Från himmelen ned till jorden kastade han      Israels härlighet.  Han vårdade sig icke om sin fotapall      på sin vredes dag.1 Krön. 28,2. Ps 132,7.
Ο Κυριος κατεποντισε πασας τας κατοικιας του Ιακωβ και δεν εφεισθη κατεστρεψεν εν τω θυμω αυτου τα οχυρωματα της θυγατρος Ιουδα κατηδαφισεν αυτα εβεβηλωσε το βασιλειον και τους αρχοντας αυτου.
 Utan skonsamhet fördärvade Herren      alla Jakobs boningar;  i sin förgrymmelse bröt han ned      dottern Judas fästen,  ja, han slog dem till jorden, han oskärade      riket och dess furstar.
Συνεθλασεν εν τη εξαψει του θυμου αυτου παν το κερας του Ισραηλ εστρεψεν οπισω την δεξιαν αυτου απ εμπροσθεν του εχθρου και εξηφθη κατα του Ιακωβ ως πυρ φλογερον, κατατρωγον τα περιξ.
 I sin vredes glöd högg han av      vart Israels horn;  han höll sin högra hand tillbaka,      när fienden kom.  Jakob förbrände han lik en lågande eld,      som förtär allt runt omkring.
Ενετεινε το τοξον αυτου ως εχθρος, εστησε την δεξιαν αυτου ως υπεναντιος, και εφονευσε παν το αρεστον εις τους οφθαλμους εν τη σκηνη της θυγατρος Σιων εξεχεεν ως πυρ τον θυμον αυτου.
 Han spände sin båge såsom en fiende,      med sin högra hand stod han fram såsom en ovän  och dräpte alla som voro våra ögons lust.  Över dottern Sions hydda utgöt han      sin vrede såsom en eld.Ps. 7,13.
Ο Κυριος εγεινεν ως εχθρος, κατεποντισε τον Ισραηλ κατεποντισε παντα τα παλατια αυτου ηφανισε τα οχυρωματα αυτου και επληθυνεν εις την θυγατερα Ιουδα το πενθος και την θλιψιν.
 Herren kom såsom en fiende      och fördärvade Israel,  han fördärvade alla dess palats,      han förstörde dess fästen;  så hopade han över dottern Juda      jämmer på jämmer.
Και εξεσπασε την σκηνην αυτου ως καλυβην κηπου κατηφανισε τον τοπον των συναξεων αυτου ο Κυριος εκαμε να λησμονηθη εν Σιων η εορτη και το σαββατον, και εν τη αγανακτησει της οργης αυτου απερριψε βασιλεα και ιερεα.
 Och han bröt ned sin hydda såsom en trädgård,      han förstörde sin högtidsplats.  Både högtid och sabbat lät HERREN      bliva förgätna i Sion,  och i sin vredes förgrymmelse försköt han      både konung och präst.
Ο Κυριος απεβαλε το θυσιαστηριον αυτου, εβδελυχθη το αγιαστηριον αυτου συνεκλεισεν εν τη χειρι των εχθρων τα τειχη των παλατιων αυτης ηλαλαξαν εν τω οικω του Κυριου ως εν ημερα εορτης.
 Herren förkastade sitt altare,      han gav sin helgedom till spillo.  Murarna omkring hennes palatser      gav han i fiendernas hand.  De hovo upp rop i HERRENS hus      såsom på en högtidsdag.
Ο Κυριος εβουλευθη να αφανιση το τειχος της θυγατρος Σιων εξετεινε την σταθμην, δεν απεστρεψε την χειρα αυτου απο του να καταποντιζη, και εκαμε να πενθηση το περιτειχισμα και το τειχος τα παντα ητονησαν ομου.
 HERREN hade beslutit att förstöra      dottern Sions murar;  han spände mätsnöret till att fördärva      och drog sin hand ej tillbaka.  Han lät sorg komma över vallar och murar;      förfallna ligga de nu alla.2 Kon. 21,13. Jes. 34,11. Sak. 1,16.
Αι πυλαι αυτης ενεπηχθησαν εις την γην ηφανισε και κατεσυντριψε τους μοχλους αυτης ο βασιλευς αυτης και οι αρχοντες αυτης ειναι εν τοις εθνεσι νομος δεν υπαρχει ουδε οι προφηται αυτης ευρισκουσιν ορασιν παρα Κυριου.
 Hennes portar sjönko ned i jorden,      han bräckte och krossade hennes bommar.  Hennes konung och furstar leva bland hedningar,      ingen lag finnes mer;  hennes profeter undfå ej heller      någon syn från HERREN.Ps. 74,9.
Οι πρεσβυτεροι της θυγατρος Σιων, καθηνται κατα γης, σιωπωντες ανεβιβασαν χωμα επι την κεφαλην αυτων, εζωσθησαν σακκους αι παρθενοι της Ιερουσαλημ κατεβιβασαν τας κεφαλας αυτων προς την γην.
 Dottern Sions äldste sitta där      stumma på jorden,  de hava strött stoft på sina huvuden      och höljt sig i sorgdräkt;  Jerusalems jungfrur      sänka sina huvuden mot jorden.
Οι οφθαλμοι μου εμαρανθησαν υπο των δακρυων, τα εντοσθια μου ταραττονται, η χολη μου εξεχυθη εις την γην, δια τον συντριμμον της θυγατρος του λαου μου, επειδη τα νηπια και τα θηλαζοντα ελιποψυχουν εν ταις πλατειαις της πολεως.
 Mina ögon äro förtärda av gråt,      mitt innersta är upprört,  min lever är såsom utgjuten på jorden      för dottern mitt folks skada;  ty barn och spenabarn försmäkta      på gatorna i staden.Klag. 1,20.
Ειπον προς τας μητερας αυτων, Που ειναι σιτος και οινος; Οποτε ελιποθυμουν εν ταις πλατειαις της πολεως ως ο τραυματιας, οποτε η ψυχη αυτων εξεχεετο εις τον κολπον των μητερων αυτων.
 De ropa till sina mödrar:      »Var få vi bröd och vin?»  Ty försmäktande ligga de såsom slagna      på gatorna i staden;  ja, de uppgiva sin anda      i sina mödrars famn.
Τινα να λαβω μαρτυρα εις σε; με τι να σε συγκρινω, θυγατηρ της Ιερουσαλημ; Με ποιον να σε εξομοιωσω δια να σε παρηγορησω, παρθενε, θυγατηρ Σιων; Διοτι ο συντριμμος σου ειναι μεγας ως η θαλασσα τις δυναται να σε ιατρευση;
 Vad jämförligt skall jag framlägga för dig,      du dotter Jerusalem?  Vilket liknande öde kan jag draga fram till din tröst,      du jungfru dotter Sion?  Din skada är ju stor såsom ett hav;      vem kan hela dig?
Οι προφηται σου ειδον περι σου ματαια και αφροσυνην, και δεν εφανερωσαν την ανομιαν σου, δια να αποστρεψωσι την αιχμαλωσιαν σου αλλ ειδον περι σου φορτια ματαια και προξενα εξωσεως.
 Dina profeters syner      voro falskhet och flärd,  de blottade icke för dig din missgärning,      så att du kunde bliva upprättad;  de utsagor de förkunnade för dig      voro falskhet och förförelse.Jer. 2,8. 5,31. 14,14. 23,16. 27,14. 29,9. Hes. 13,2 f.
Παντες οι διαβαινοντες την οδον εκροτησαν επι σε χειρας εσυριξαν και εσεισαν τας κεφαλας αυτων εις την θυγατερα της Ιερουσαλημ, λεγοντες, Αυτη ειναι η πολις, περι της οποιας ελεγετο, Η εντελεια της ωραιοτητος, η χαρα πασης της γης;
 Alla vägfarande slå ihop händerna,      dig till hån;  de vissla och skaka huvudet      åt dottern Jerusalem:  »Är detta den stad som man kallade 'skönhetens fullhet',      'hela jordens fröjd'?»Job 27,28. Ps. 48,3. 5O,2.
Παντες οι εχθροι σου ηνοιξαν επι σε το στομα αυτων εσυριξαν και ετριξαν τους οδοντας λεγοντες, Κατεπιομεν αυτην αυτη τωοντι ειναι η ημερα, την οποιαν περιεμενομεν ευρομεν, ειδομεν.
 Alla dina fiender ia upp      munnen emot dig,  de vissla och bita samman tänderna,      de säga: »Vi hava fördärvat henne.  Ja, detta är den dag som vi bidade efter;      nu hava vi upplevat och sett den.»Ps. 22,14. Klag. 3,46.
Ο Κυριος εκαμεν ο, τι εβουλευθη εξεπληρωσε τον λογον αυτου, τον οποιον διωρισεν απο ημερων αρχαιων Κατεστρεψε και δεν εφεισθη, και ευφρανεν επι σε τον εχθρον υψωσε το κερας των εναντιων σου.
 HERREN har gjort vad han hade beslutit,      han har fullbordat sitt ord,  vad han för länge sedan hade förordnat;      han har brutit ned utan förskoning.  Och han har låtit fienden glädjas över dig,      han har upphöjt dina ovänners horn.3 Mos. 26,14 f. 5 Mos. 28,15 f.
Η καρδια αυτων εβοησε προς τον Κυριον, Τειχος της θυγατρος Σιων, καταβιβαζε ως χειμαρρον δακρυα ημεραν και νυκτα μη δωσης παυσιν εις σεαυτον ας μη σιωπηση η κορη των οφθαλμων σου.
 Deras hjärtan ropa till Herren.      Du dottern Sions mur,  låt dina tårar rinna som en bäck,      både dag och natt;  låt dig icke förtröttas,      unna ditt öga ingen ro.
Σηκωθητι, βοησον την νυκτα, οταν αρχιζωσιν αι φυλακαι εκχεον την καρδιαν σου ως υδωρ εμπροσθεν του προσωπου του Κυριου υψωσον προς αυτον τας χειρας σου, δια την ζωην των νηπιων σου, τα οποια λιποθυμουσιν απο της πεινης επι των ακρων πασων των οδων.
 Stå upp, ropa högt i natten,      när dess väkter begynna,  utgjut ditt hjärta såsom vatten      inför Herrens ansikte;  lyft upp till honom dina händer      för dina barns liv,  ty de försmäkta av hunger      i alla gators hörn.Ps. 62,9.
Ιδε, Κυριε, και επιβλεψον, εις τινα ποτε εκαμες ουτω; Να φαγωσιν αι γυναικες τον καρπον της κοιλιας αυτων, τα νηπια εν τοις σπαργανοις αυτων; Να φονευθωσιν εν τω αγιαστηριω του Κυριου ιερευς και προφητης;
 Se, HERRE, och akta på      vem du så har hemsökt.  Skola då kvinnor nödgas äta sin livsfrukt,      barnen som de hava burit i sin famn?  Skall man i Herrens helgedom      dräpa präster och profeter?3 Mos. 26,29. 5 Mos. 28,53 f. Jer. 19,9. Klag. 4,10.
Το παιδιον και ο γερων κοιτονται κατα γης εν ταις οδοις αι παρθενοι μου και οι νεανισκοι μου επεσον εν μαχαιρα εφονευσας εν τη ημερα της οργης σου, κατεσφαξας, δεν εφεισθης.
 På jorden, ute på gatorna, ligga de,      både unga och gamla;  mina jungfrur och mina unga män      hava fallit för svärd.  Du dräpte på din vredes dag,      du slaktade utan förskoning.
Προσεκαλεσας πανταχοθεν, ως εν ημερα πανηγυρεως, τους τρομους μου, και ουδεις εσωθη ουδε υπελειφθη εν τη ημερα της οργης του Κυριου εκεινους, τους οποιους εσπαργανωσα και ηυξησα, ο εχθρος μου συνετελεσεν αυτους.
 Såsom till en högtidsdag kallade du samman mot mig      förskräckelser ifrån alla sidor;  och på HERRENS vredes dag fanns ingen      som blev räddad och slapp undan.  Dem som jag hade burit i min famn och fostrat,      dem förgjorde min fiende.Klag. 1,15.