Lamentations 1

Πως εκαθησε μονη η πολις η πεπληθυμμενη λαων. Κατεστη ως χηρα η πεπληθυμμενη εν εθνεσιν, η αρχουσα εν ταις επαρχιαις εγεινεν υποτελης.
 Huru övergiven sitter hon icke,      den folkrika staden!  Hon har blivit lik en änka.      Hon som var så mäktig bland folken,  en furstinna bland länderna,      hon måste nu göra trältjänst.Bar. 4,12 f.
Ακαταπαυστως κλαιει την νυκτα και τα δακρυα αυτης καταρρεουσιν επι τας σιαγονας αυτης εκ παντων των αγαπωντων αυτην δεν υπαρχει ο παρηγορων αυτην παντες οι φιλοι αυτης εφερθησαν προς αυτην απιστως εχθροι εγειναν εις αυτην.
 Bittert gråter hon i natten,      och tårar rinna utför hennes kind.  Ingen finnes, som tröstar henne,      bland alla hennes vänner. Alla hennes närmaste hava varit trolösa mot henne;      de hava blivit hennes fiender.Ps. 38,12. Jer.13,17.
Ηχμαλωτισθη ο Ιουδας υπο θλιψεως και υπο βαρειας δουλειας καθηται εν τοις εθνεσι δεν ευρισκει αναπαυσιν παντες οι διωκται αυτου κατελαβον αυτον εν μεσω των στενων.
 Juda har måst gå i landsflykt efter att hava utstått elände      och svåra vedermödor;  hon bor nu bland hedningarna      och finner ingen ro.  Alla hennes förföljare hava fallit över henne,      mitt i hennes trångmål.
Αι οδοι της Σιων πενθουσι, διοτι ουδεις ερχεται εις τας εορτας πασαι αι πυλαι αυτης ειναι ερημοι οι ιερεις αυτης αναστεναζουσιν αι παρθενοι αυτης ειναι περιλυποι και αυτη πληρης πικριας.
 Vägarna till Sion ligga sörjande,      då nu ingen kommer till högtiderna.  Alla hennes portar äro öde,      hennes präster sucka.  Hennes jungfrur äro bedrövade,      och själv sörjer hon bittert.
Οι εναντιοι αυτης εγειναν κεφαλη, οι εχθροι αυτης ευημερουσι διοτι ο Κυριος κατεθλιψεν αυτην δια το πληθος των ανομιων αυτης τα νηπια αυτης επορευθησαν εις αιχμαλωσιαν εμπροσθεν του εχθρου.
 Hennes ovänner hava fått övermakten,      för hennes fiender går allt väl.  Ty HERREN har sänt henne bedrövelser      för hennes många överträdelsers skull.  Hennes barn hava måst gå i fångenskap,      bortdrivna av ovännen.
Και εφυγεν απο της θυγατρος Σιων πασα η δοξα αυτης οι αρχοντες αυτης εγειναν ως ελαφοι μη ευρισκουσαι βοσκην, και εβαδιζον χωρις δυναμεως εμπροσθεν του διωκοντος.
 Så har all dottern Sions härlighet      försvunnit ifrån henne.  Hennes furstar likna hjortar      som icke finna något bete;  vanmäktiga söka de fly bort,      undan sina förföljare.
Ενεθυμηθη η Ιερουσαλημ εν ταις ημεραις της θλιψεως αυτης και της εξωσεως αυτης παντα τα επιθυμητα αυτης, τα οποια ειχεν απο χρονων αρχαιων, οτε επεσεν ο λαος αυτης εις την χειρα του εχθρου και δεν υπηρχεν ο βοηθων αυτην ειδον αυτην οι εχθροι, εγελασαν επι τη καταπαυσει αυτης.
 I denna sitt eländes och sin husvillhets tid      kommer Jerusalem ihåg  allt vad dyrbart hon ägde      i forna dagar.  Nu då hennes folk har fallit för ovännens hand      och hon icke har någon hjälpare  nu se hennes ovänner      med hån på hennes undergång.Jes. 64,11.
Αμαρτιαν ημαρτησεν η Ιερουσαλημ δια τουτο εγεινεν ως ακαθαρτος παντες οι δοξαζοντες αυτην κατεφρονησαν αυτην, διοτι ειδον την ασχημοσυνην αυτης αυτη δε ανεστεναζε και απεστραφη εις τα οπισω.
 Svårt hade Jerusalem försynda sig;      därför har hon blivit en styggelse.  Alla som ärade henne förakta henne nu,      då de se hennes blygd.  Därför suckar hon ock själv      och drager sig undan.Jes. 47,3. Jer. 13,22, 26. Nah. 3,5.
Η ακαθαρσια αυτης ητο εις τα κρασπεδα αυτης δεν ενεθυμηθη τα τελη αυτης οθεν εταπεινωθη εξαισιως δεν υπηρχεν ο παρηγορων αυτην. Ιδε, Κυριε, την θλιψιν μου, διοτι εμεγαλυνθη ο εχθρος.
 Orenhet fläckar hennes klädesfållar;      hon tänkte icke på anden.  Därför vart hennes fall så gruvligt;      ingen finnes, som tröstar henne.  Se, HERRE, till mitt elände,      ty fienden förhäver sig.Jes. 47,7.
Ο εχθρος εξηπλωσε την χειρα αυτου επι παντα τα επιθυμητα αυτης διοτι αυτη ειδε τα εθνη εισερχομενα εις το αγιαστηριον αυτης, τα οποια προσεταξας να μη εισελθωσιν εις την συναγωγην σου.
 Ovännen räckte ut sin hand      efter allt vad dyrbart hon ägde;  ja, hon fick se huru hedningar      kommo in i hennes helgedom,  just sådana som du hade förbjudit      att komma in i din församling.5 Mos. 23,3 f. Neh. 13,1 f. Ps. 79,1 f. Hes. 44,9.
Πας ο λαος αυτης καταστεναζει, ζητων αρτον εδωκαν τα επιθυμητα αυτων αντι τροφης, δια να επανελθη η ψυχη αυτων. Ιδε, Κυριε, και επιβλεψον διοτι εγεινα εξουθενημενη.
 Allt hennes folk måste med suckan      tigga sitt bröd;  för vad dyrbart de ägde måste de köpa sig mat      till att stilla sin hunger.  Se, HERRE, och akta på      huru föraktad jag har blivit.
Ω, προς υμας, παντες οι διαβαινοντες την οδον επιβλεψατε και ιδετε, αν ηναι πονος κατα τον πονον μου, οστις εγεινεν εις εμε, με τον οποιον με εθλιψεν ο Κυριος εν τη ημερα της οργης του θυμου αυτου.
 Går detta eder ej till sinnes, I alla som dragen vägen fram?      Akten härpå och sen till:  kan någon plåga vara lik den      varmed jag har blivit hemsökt,  den varmed HERREN har bedrövat mig      på sin glödande vredes dag?Jes. 13,13.
Εξαπεστειλεν εξ υψους πυρ επι τα οστα μου και κατεκρατησεν αυτα ηπλωσε δικτυον εις τους ποδας μου με εστρεψεν εις τα οπισω με κατεστησεν ηφανισμενην, ολην την ημεραν οδυνωμενην.
 Från höjden sände han en eld      i mina ben och fördärvade dem.  Han bredde ut ett nät för mina fötter,      han stötte mig tillbaka.  Förödelse lät han gå över mig,      han gjorde mig maktlös för alltid.
Ο ζυγος των ασεβηματων μου συνεσφιγχθη δια της χειρος αυτου περιεπλεχθησαν, ανεβησαν επι τον τραχηλον μου, κατελυσε την δυναμιν μου ο Κυριος με παρεδωκεν εις χειρας, εξ ων δεν δυναμαι να εγερθω.
 Mina överträdelser knötos samman      av hans hand till ett ok,  hopbundna lades de på min hals;      så bröt han ned min kraft.  Herren gav mig i händerna på människor      som jag ej kan stå emot.Ps. 31,11.
Ο Κυριος κατεστρωσε παντας τους δυνατους μου εν τω μεσω μου εκαλεσεν επ εμε ωρισμενον καιρον δια να συντριψη τους εκλεκτους μου ο Κυριος επατησεν εν ληνω την παρθενον, την θυγατερα Ιουδα.
 Alla de tappra kämpar jag hyste      aktade Herren för intet.  Han lyste ut högtid, mig till fördärv,      för att krossa mina unga män.  Ja, vinpressen trampade Herren      till ofärd för jungfrun dottern Juda.Jes. 63,3. Klag. 2,22.
Δια ταυτα εγω θρηνω οι οφθαλμοι μου, οι οφθαλμοι μου καταρρεουσιν υδατα διοτι απεμακρυνθη απ εμου ο παρηγορητης ο αναζωοποιων την ψυχην μου οι υιοι μου ηφανισθησαν, διοτι υπερισχυσεν ο εχθρος.
 Fördenskull gråter jag;      mitt öga, det flyter i tårar;  ty fjärran ifrån mig äro de som skulle trösta mig      och vederkvicka min själ.  Förödelse har gått över mina barn,      ty fienden har blivit mig övermäktig.Jer. 14,17.
Η Σιων εκτεινει τας χειρας αυτης, δεν υπαρχει ο παρηγορων αυτην ο Κυριος προσεταξε περι του Ιακωβ οι εχθροι αυτου περιεκυκλωσαν αυτον η Ιερουσαλημ εγεινε μεταξυ αυτων ως ακαθαρτος.
 Sion räcker ut sina händer,      men ingen finnes, som tröstar henne;  mot Jakob bådade HERREN upp      ovänner från alla sidor;  Jerusalem har blivit      en styggelse ibland dem.
Δικαιος ειναι ο Κυριος διοτι απεστατησα απο του λογου αυτου. Ακουσατε, παρακαλω, παντες οι λαοι, και ιδετε τον πονον μου αι παρθενοι μου και οι νεανισκοι μου επορευθησαν εις αιχμαλωσιαν.
 Ja, HERREN är rättfärdig,      ty jag var gensträvig mot hans bud.  Hören då, alla I folk,      och sen min plåga:  mina jungfrur och mina unga män      fingo gå i fångenskap.Dan. 9,7.
Εκαλεσα τους αγαπωντας με, αλλ αυτοι με ηπατησαν οι ιερεις μου και οι πρεσβυτεροι μου εξεπνευσαν εν τη πολει, διοτι εζητησαν τροφην υπερ εαυτων δια να επανελθη η ψυχη αυτων.
 Jag kallade på mina vänner,      men de bedrogo mig.  Mina präster och mina äldste      förgingos i staden,  medan de tiggde sig mat      för att stilla sin hunger.
Ιδε, Κυριε, διοτι θλιβομαι τα εντοσθια μου ταραττονται, η καρδια μου αναστρεφεται εντος μου, διοτι μεγαλως απεστατησα εξωθεν ητεκνωσεν η μαχαιρα εν τω οικω ο θανατος.
 Se HERRE, huru jag är i nöd,      mitt innersta är upprört.  Mitt hjärta vänder sig i mitt bröst,      därför att jag var så gensträvig.  Ute har svärdet förgjort mina barn,      och inomhus pesten.5 Mos. 32,25. Jes. 16,11. Klag. 2,11. Hes. 7,16.
Ηκουσαν, διοτι στεναζω δεν υπαρχει ο παρηγορων με παντες οι εχθροι μου ηκουσαν την συμφοραν μου εχαρησαν οτι συ εκαμες τουτο οταν φερης την ημεραν, την οποιαν εκαλεσας, αυτοι θελουσι γεινει ως εγω.
 Väl hör man huru jag suckar,      men ingen finnes, som tröstar mig;  alla mina fiender höra om min olycka och fröjda sig      över att du har gjort detta.  Den dag du förkunnade har du låtit komma.      Dock, dem skall det gå såsom mig.Jer. 50,10, 29. 51,24.
Ας ελθη ενωπιον σου πασα η κακια αυτων και καμε εις αυτους ως εκαμες εις εμε δια παντα τα αμαρτηματα μου διοτι πολλοι ειναι οι στεναγμοι μου και η καρδια μου εξελιπε.
 Låt all deras ondska komma inför ditt ansikte,      och hemsök dem,  likasom du har hemsökt mig      för alla mina överträdelsers skull  ty många äro mina suckar,      och mitt hjärta är sjukt.Jer. 8,18.