Judges 21

Και οι ανδρες Ισραηλ ειχον ομοσει εν Μισπα, λεγοντες, ουδεις εξ ημων θελει δωσει την θυγατερα αυτου εις τον Βενιαμιν δια γυναικα.
Men Israels män hade svurit i Mispa och sagt: »Ingen av oss skall giva sin dotter till hustru åt någon benjaminit.»
Και ηλθεν ο λαος εις Βαιθηλ, και εκαθισαν εκει εως εσπερας ενωπιον του Θεου, και υψωσαν την φωνην αυτων και εκλαυσαν κλαυθμον μεγαν
Och nu kom folket till Betel och stannade där ända till aftonen inför Guds ansikte; och de brusto ut i bitter gråtDom. 20,26.
και ειπον, Διατι, Κυριε Θεε του Ισραηλ, εγεινε τουτο εν τω Ισραηλ, να αποκοπη σημερον απο του Ισραηλ μια φυλη;
och sade: »Varför, o HERRE, Israels Gud, har sådant fått ske i Israel, att i dag en hel stam fattas i Israel?»
Και την επαυριον εσηκωθη ο λαος το πρωι, και ωκοδομησεν εκει θυσιαστηριον και προσεφερεν ολοκαυτωματα και θυσιας ειρηνικας.
Dagen därefter stod folket bittida upp och byggde där ett altare och offrade brännoffer och tackoffer.
Και ειπον οι υιοι Ισραηλ, Τις ειναι μεταξυ πασων των φυλων του Ισραηλ, οστις δεν ανεβη εις την συναξιν προς τον Κυριον; Διοτι ειχον καμει μεγαν ορκον κατ εκεινον οστις δεν ηθελεν αναβη προς τον Κυριον εις Μισπα, λεγοντες, Εξαπαντος θελει θανατωθη.
och Israels barn sade: »Finnes någon bland Israels alla stammar, som icke kom upp till HERREN med den övriga församlingen?» Ty man hade svurit en dyr ed, att den som icke komme upp till HERREN i Mispa skulle straffas med döden.
Και μετενοησαν οι υιοι Ισραηλ περι Βενιαμιν του αδελφου αυτων και ειπον, Σημερον απεκοπη μια φυλη απο του Ισραηλ
Och Israels barn ömkade sig över sin broder Benjamin och sade: »Nu har en hel stam blivit borthuggen från Israel.
τι θελομεν καμει δια γυναικας εις τους απομειναντας, αφου ωμοσαμεν προς τον Κυριον να μη δωσωμεν εις αυτους δια γυναικας εκ των θυγατερων ημων;
Vad skola vi göra för dem som äro kvar, så att de kunna få hustrur? Ty själva hava vi ju svurit vid HERREN att icke åt dem giva hustrur av våra döttrar.»
Και ειπον, Ποιος τις ειναι εκ των φυλων Ισραηλ, οστις δεν ανεβη εις Μισπα προς τον Κυριον; Και ιδου, δεν ειχεν ελθει ουδεις εις το στρατοπεδον απο Ιαβεις−γαλααδ εις την συναξιν.
Och då frågade åter: »Finnes bland Israels stammar någon som icke kom upp till HERREN i Mispa?» Och se, från Jabes i Gilead hade ingen kommit till lägret, till församlingen där.Dom. 20,1 f.
Διοτι εγεινεν εξετασις του λαου, και ιδου, δεν ητο εκει ουδεις εκ των κατοικων της Ιαβεις−γαλααδ.
Ty när folket mönstrades, befanns det att ingen av invånarna i Jabes i Gilead var där.
Και απεστειλεν εκει η συναγωγη δωδεκα χιλιαδας ανδρων εκ των πλεον δυνατων και προσεταξεν αυτους, λεγουσα, Υπαγετε και παταξατε τους κατοικους της Ιαβεις−γαλααδ εν στοματι μαχαιρας, και τας γυναικας και τα παιδια
Då sände menigheten dit tolv tusen av de tappraste männen och bjöd dessa och sade: »Gån åstad och slån invånarna i Jabes i Gilead med svärdsegg, också kvinnor och barn.
και τουτο ειναι το πραγμα, το οποιον θελετε καμει παν αρσενικον και πασαν γυναικα γνωρισασαν κοιτην αρσενικου θελετε εξολοθρευσει.
Ja, detta är vad I skolen göra: allt mankön och alla de kvinnor som hava haft med mankön att skaffa skolen I giva till spillo.4 Mos. 31,17.
Και ευρηκαν μεταξυ των κατοικων της Ιαβεις−γαλααδ τετρακοσιας νεας παρθενους, αιτινες δεν ειχον γνωρισει ανδρα εν κοιτη αρσενικου και εφεραν αυτας προς το στρατοπεδον εις Σηλω, ητις ειναι εν γη Χανααν.
Men bland invånarna i Jabes i Gilead funno de fyra hundra unga kvinnor som voro jungfrur och icke hade haft med män, med mankön, att skaffa. Dessa förde de då till lägret i Silo i Kanaans land.
Και απεστειλε πασα η συναγωγη, και ελαλησαν προς τους υιους Βενιαμιν, τους εν τη πετρα Ριμμων, και εκαλεσαν αυτους εις ειρηνην.
Sedan sände hela menigheten åstad och underhandlade med de benjaminiter som befunno sig på Rimmons klippa, och tillbjöd dem fred.Dom. 20,47.
Και επεστρεψεν ο Βενιαμιν κατ εκεινον τον καιρον και εδωκαν εις αυτους τας γυναικας, τας οποιας ειχον αφησει ζωσας εκ των γυναικων της Ιαβεις−γαλααδ πλην δεν εξηρκεσαν εις αυτους.
Så vände nu Benjamin tillbaka; och man gav dem till hustrur de kvinnor från Jabes i Gilead, som man hade låtit leva. Men dessa räckte ingalunda till för dem.
Και μετενοησεν ο λαος περι Βενιαμιν, διοτι ο Κυριος εκαμε χαλασμον εν ταις φυλαις Ισραηλ.
Och folket ömkade sig över Benjamin, eftersom HERREN hade gjort en rämna bland Israels stammar.
Τοτε ειπον οι πρεσβυτεροι της συναγωγης, Τι θελομεν καμει δια γυναικας εις τους λοιπους; επειδη αι γυναικες ηφανισθησαν εκ του Βενιαμιν.
Och de äldste i menigheten sade: »Vad skola vi göra med dem som äro kvar, så att de kunna få hustrur? Ty alla kvinnor äro ju utrotade ur Benjamin.»Dom. 20,48.
Και ειπον, Πρεπει να μενη η κληρονομια εις τους σωθεντας εκ του Βενιαμιν, δια να μη εξαλειφθη μια φυλη εκ του Ισραηλ
Och de sade ytterligare: »De undkomna av Benjamin måste få en besittning, så att icke en stam bliver utplånad ur Israel.
πλην ημεις δεν δυναμεθα να δωσωμεν εις αυτους γυναικας εκ των θυγατερων ημων διοτι οι υιοι Ισραηλ ωμοσαν, λεγοντες, Επικαταρατος, οστις δωση γυναικα εις τον Βενιαμιν.
Men själva kunna vi icke åt dem giva hustrur av våra döttrar, ty Israels barn hava svurit och sagt: Förbannad vare den som giver en hustru åt Benjamin.»
Τοτε ειπον, Ιδου, κατ ετος γινεται εορτη του Κυριου εν Σηλω, ητις ειναι προς βορραν της Βαιθηλ, προς ανατολας της οδου ητις αναβαινει απο Βαιθηλ εις Συχεμ και προς νοτον της Λεβωνα.
Och de sade vidare: »En HERREN högtid plägar ju hållas år efter år i Silo, som ligger norr om Betel, öster om den väg som går från Betel upp till Sikem, och söder om Lebona.»
Προσεταξαν λοιπον εις τους υιους του Βενιαμιν, λεγοντες, Υπαγετε και ενεδρευσατε εις τας αμπελους
Och de bjödo Benjamins barn och sade: »Gån åstad och läggen eder i försåt i vingårdarna.
και παρατηρησατε, και ιδου, εαν αι θυγατερες της Σηλω εξελθωσι να χορευσωσιν εις τους χορους, τοτε εξελθετε εκ των αμπελων και αρπασατε εις εαυτους εκαστος την γυναικα αυτου εκ των θυγατερων της Σηλω, και υπαγετε εις την γην του Βενιαμιν
När I då fån se Silos döttrar komma ut för att uppföra sina dansar, skolen I komma fram ur vingårdarna, och var och en av eder skall bland Silos döttrar rycka till sig en som kan bliva hans hustru; därefter skolen I begiva eder hem till Benjamins land.
και οταν οι πατερες αυτων η οι αδελφοι αυτων ελθωσιν προς ημας δια να παραπονεθωσιν, ημεις θελομεν ειπει προς αυτους, Καμετε εις αυτους ελεος δια ημας, επειδη δεν συνελαβομεν εν τω πολεμω γυναικα δι εκαστον σεις δε μη διδοντες εις αυτους κατα τον καιρον τουτον, ηθελετε εισθαι ενοχοι.
Om sedan deras fäder eller deras bröder komma och beklaga sig för oss, vilja vi säga till dem: 'Förunnen oss dem; ty ingen av oss har tagit sig någon hustru i kriget. I haven ju då icke själva givit dem åt dessa; ty i sådant fall haden I ådragit eder skuld.'»
Και εκαμον ουτως οι υιοι Βενιαμιν, και ελαβον γυναικας κατα τον αριθμον αυτων εξ εκεινων αιτινες εχορευον, αρπασαντες αυτας και ανεχωρησαν και υπεστρεψαν εις την κληρονομιαν αυτων, και εκτισαν τας πολεις και κατωκησαν εν αυταις.
Och Benjamins barn gjorde så och skaffade sig hustrur, lika många som de själva voro, bland de dansande kvinnor som de rövade. Sedan begåvo de sig tillbaka till sin arvedel och byggde åter upp städerna och bosatte sig i dem.
Και ανεχωρησαν εκειθεν κατ εκεινον τον καιρον οι υιοι Ισραηλ, εκαστος εις την φυλην αυτου και εις την συγγενειαν αυτου και εξηλθον εκειθεν, εκαστος εις την κληρονομιαν αυτου.
Också de övriga israeliterna begåvo sig bort därifrån, var och en till sin stam och sin släkt, och drogo ut därifrån, var och en till sin arvedel.
Κατ εκεινας τας ημερας δεν ητο βασιλευς εν τω Ισραηλ εκαστος επραττε το αρεστον εις τους οφθαλμους αυτου.
På den tiden fanns ingen konung i Israel; var och en gjorde vad honom behagade.Dom. 17,6. 18,1.