Joshua 2

Και απεστειλεν Ιησους ο υιος του Ναυη εκ Σιττειμ δυο ανδρας να κατασκοπευσωσι κρυφιως, λεγων, Υπαγετε, ιδετε την γην και την Ιεριχω. Οι δε υπηγον και εισηλθον εις οικιαν γυναικος πορνης, ονομαζομενης Ρααβ, και κατελυσαν εκει.
Josua, Nuns son, sände hemligen ut två spejare från Sittim och sade: »Gån och besen landet och Jeriko.» De gingo åstad och kommo in i ett hus där en sköka bodde, vid namn Rahab, och där lade de sig till vila.
Απηγγειλαν δε προς τον βασιλεα της Ιεριχω, λεγοντες, Ιδου, ηλθον ενταυθα την νυκτα ανδρες εκ των υιων Ισραηλ, δια να κατασκοπευσωσι την γην.
Men för konungen i Jeriko blev inberättat: »I natt hava några män kommit hit från Israels barn för att utforska landet.»
Και απεστειλεν ο βασιλευς της Ιεριχω προς την Ρααβ, λεγων, Εξαγαγε τους ανδρας τους εισελθοντας προς σε, οιτινες εισηλθον εις την οικιαν σου διοτι ηλθον να κατασκοπευσωσι πασαν την γην.
Då sände konungen i Jeriko till Rahab och lät säga: »Lämna ut de män som hava kommit till dig och tagit in i ditt hus, ty de hava kommit hit för att utforska hela landet.»
Και λαβουσα η γυνη τους δυο ανδρας εκρυψεν αυτους και ειπε, Ναι μεν εισηλθον προς εμε οι ανδρες και δεν εξευρω ποθεν ησαν
Men kvinnan tog de båda männen och dolde dem; sedan svarade hon: »Ja, männen kommo till mig, men jag visste icke varifrån de voro;
ενω δε εμελλε να κλεισθη η πυλη, οτε εσκοτασεν, οι ανδρες εξηλθον δεν εξευρω που υπηγον οι ανδρες τρεξατε ταχεως κατοπιν αυτων, διοτι θελετε προφθασει αυτους.
och när porten skulle stängas, sedan det hade blivit mörkt, gingo männen ut, och jag vet icke vart de togo vägen; skynden eder att sätta efter dem, så fån I nog fatt i dem.»
Αυτη ομως ειχεν αναβιβασει αυτους επι το δωμα και σκεπασει αυτους με λινοκαλαμην, την οποιαν ειχεν εστοιβαγμενην επι του δωματος.
Men hon hade fört dem upp på taket och gömt dem under linstjälkar, som hon hade där, utbredda på taket.
Και οι ανδρες ετρεξαν κατοπιν αυτων δια της οδου της προς τον Ιορδανην, μεχρι των διαβασεων και ευθυς αφου ανεχωρησαν οι τρεχοντες κατοπιν αυτων, εκλεισθη η πυλη.
Så satte nu männen efter dem åt Jordan till, bort emot vadställena; och man stängde stadsporten så snart förföljarna hade begivit sig åstad.
Και πριν εκεινοι πλαγιασωσιν, αυτη ανεβη προς αυτους επι το δωμα.
Men innan de främmande männen hade lagt sig, steg hon upp till dem på taket
Και ειπε προς τους ανδρας, Γνωριζω οτι ο Κυριος εδωκεν εις εσας την γην και οτι ο τρομος σας επεπεσεν εφ ημας, και οτι παντες οι κατοικοι της γης ενεκρωθησαν εκ του φοβου σας
och sade till dem: »Jag vet att HERREN har givit eder detta land, och att förskräckelse för eder har fallit över oss, ja, att alla landets inbyggare äro i ångest för eder.
επειδη ηκουσαμεν πως ο Κυριος εξηρανε τα υδατα της Ερυθρας θαλασσης εμπροσθεν σας, οτε εξηλθετε εξ Αιγυπτου και τι εκαμετε εις τους δυο βασιλεις των Αμορραιων, τους περαν του Ιορδανου, εις τον Σηων και εις τον Ωγ, τους οποιους εξωλοθρευσατε
Ty vi hava hört huru HERREN lät vattnet i Röda havet torka ut framför eder, när I drogen ut ur Egypten, och vad I haven gjort med amoréernas konungar, de två på andra sidan Jordan, Sihon och Og, huru I gåven dem till spillo.
και καθως ηκουσαμεν, διελυθη καρδια ημων, και δεν εμεινε πλεον πνοη εις ουδενα εκ του φοβου σας διοτι Κυριος ο Θεος σας, αυτος ειναι Θεος εν τω ουρανω ανω και επι της γης κατω.
Då vi hörde detta, blevo våra hjärtan förfärade, och numera har ingen mod att stå eder emot; ty HERREN, eder Gud, är Gud, uppe i himmelen och nere på jorden.
Και τωρα, ομοσατε μοι, παρακαλω, εις τον Κυριον οτι, καθως εγω εκαμα ελεος εις εσας, θελετε καμει και σεις ελεος εις την οικογενειαν του πατρος μου και δοτε εις εμε σημειον πιστεως,
Så loven mig nu med ed vid HERREN, att eftersom jag har gjort barmhärtighet med min faders hus och giva mig ett säkert tecken därpå,
οτι θελετε φυλαξει την ζωην εις τον πατερα μου και εις την μητερα μου και εις τους αδελφους μου και εις τας αδελφας μου και παντα οσα εχουσι, και θελετε σωσει την ζωην ημων εκ του θανατου.
och låta min fader och min moder, mina bröder och mina systrar leva, så ock alla som tillhöra dem, och rädda oss från döden.»
Και απεκριθησαν προς αυτην οι ανδρες, Η ζωη ημων εις θανατον ας παραδοθη αντι της ιδικης σας, αν μονον δεν φανερωσητε ταυτην την υποθεσιν ημων, εαν ημεις, οταν ο Κυριος παραδωση εις ημας την γην, δεν δειξωμεν ελεος και πιστιν εις σε.
Männen sade till henne: »Med vårt eget liv svara vi för edert, såframt I icke förråden vårt förehavande; när HERREN giver oss landet, skola vi bevisa dig barmhärtighet och trofasthet.»
Τοτε κατεβιβασεν αυτους με σχοινιον δια της θυριδος διοτι η οικια αυτης ητο εν τω τειχει της πολεως και εν τω τειχει κατωκει.
Då släppte hon ned dem genom fönstret med ett tåg; ty hennes hus låg invid stadsmuren, så att hon bodde invid själva muren.
Και ειπε προς αυτους, Απελθετε εις την ορεινην, δια να μη σας συναντησωσιν οι καταδιωκοντες και κρυφθητε εκει τρεις ημερας, εωσου επιστρεψωσιν οι καταδιωκοντες και επειτα θελετε υπαγει εις την οδον σας.
Och hon sade till dem: »Gån upp i bergsbygden, så att edra förföljare icke träffa på eder; och hållen eder gömda där i tre dagar, till dess edra förföljare hava kommit tillbaka, så kunnen I sedan fortsätta eder färd.»
Και ειπαν προς αυτην οι ανδρες, Ουτω θελομεν εισθαι καθαροι απο του ορκου σου τουτου, τον οποιον εκαμες ημας να ομοσωμεν
Och männen sade till henne: »Vi vilja likväl vara fria ifrån den ed som du nu har tagit av oss,
ιδου, οταν ημεις εισερχωμεθα εις την γην, θελεις δεσει το σχοινιον τουτου του κοκκινου νηματος εις την θυριδα, απο της οποιας κατεβιβασας ημας και τον πατερα σου και την μητερα σου και τους αδελφους σου και πασαν την οικογενειαν του πατρος σου, θελεις συναξει προς σεαυτην εις την οικιαν
om du, när vi komma in i landet, underlåter att binda detta röda snöre i det fönster genom vilket du har släppt ned oss, och likaledes om du icke har din fader och din moder och dina bröder, alla av din faders hus, samlade hemma hos dig.
και πας οστις εξελθη εκ της θυρας της οικιας σου, το αιμα αυτου θελει εισθαι επι της κεφαλης αυτου, ημεις δε θελομεν εισθαι καθαροι οστις δε μενη μετα σου εν τη οικια, το αιμα αυτου θελει εισθαι επι της κεφαλης ημων, εαν τις βαλη χειρα επ αυτον
Dock, om någon går åstad, utom dörrarna till ditt hus, så komme hans blod över hans huvud, och vi äro utan skuld; om däremot någons hand kommer vid en av dem som äro inne i ditt hus, så må dennes blod komma över vårt huvud.
αλλ εαν φανερωσης την υποθεσιν ημων ταυτην, τοτε θελομεν εισθαι λελυμενοι απο του ορκου σου, τον οποιον εκαμες ημας να ομοσωμεν.
Och om du förråder vårt förehavande, så äro vi likaledes fria ifrån den ed som du har tagit av oss.»
Και ειπε, Κατα τους λογους σας, ουτως, ας γεινη. Και εξαπεστειλεν αυτους, και ανεχωρησαν αυτη δε εδεσε το κοκκινον σχοινιον εις την θυριδα.
Hon svarade: »Vare det såsom I haven sagt.» Och så lät hon dem gå, och de drogo åstad. Men hon band det röda snöret i fönstret.
Και ανεχωρησαν και ηλθον εις την ορεινην και εμειναν εκει τρεις ημερας, εωσου επεστρεψαν οι καταδιωκοντες και εζητησαν αυτους οι καταδιωκοντες καθ ολην την οδον, πλην δεν ευρηκαν.
Så drogo de nu åstad och kommo upp i bergsbygden och stannade där i tre dagar, till dess att deras förföljare hade vänt tillbaka; ty dessa hade sökt efter dem överallt på vägarna, men hade icke funnit dem.
Και υπεστρεψαν οι δυο ανδρες και κατεβησαν εκ του ορους και διεβησαν και ηλθον προς Ιησουν τον υιον του Ναυη, και διηγηθησαν προς αυτον παντα οσα συνεβησαν εις αυτους.
Sedan vände de båda männen tillbaka och kommo ned från bergsbygden och gingo över floden och kommo så till Josua, Nuns son; och de förtäljde för honom allt vad som hade vederfarits dem.
Και ειπον προς τον Ιησουν, Βεβαιως ο Κυριος παρεδωκεν εις τας χειρας ημων πασαν την γην και μαλιστα παντες οι κατοικοι του τοπου ενεκρωθησαν εκ του φοβου ημων.
Och de sade till Josua: »HERREN har givit hela landet i vår hand; alla landets inbyggare äro i ångest för oss.»