Jeremiah 5

Περιελθετε εν ταις οδοις της Ιερουσαλημ και ιδετε τωρα και μαθετε και ζητησατε εν ταις πλατειαις αυτης, εαν δυνασθε να ευρητε ανθρωπον, εαν υπαρχη ο ποιων κρισιν, ο ζητων αληθειαν και θελω συγχωρησει εις αυτην.
 Gån omkring på gatorna i Jerusalem,      och sen till och given akt;  söken på dess torg      om I finnen någon,  om där är någon som gör rätt      och beflitar sig om sanning;  då vill jag förlåta staden.1 Mos. 18,23 f.
Και αν λεγωσι, Ζη ο Κυριος, ψευδως τωοντι ομνυουσι.
 Men säga de än: »Så sant HERREN lever»,      så svärja de dock falskt.
Κυριε, δεν επιβλεπουσιν οι οφθαλμοι σου επι την αληθειαν; εμαστιγωσας αυτους και δεν επονεσαν κατηναλωσας αυτους και δεν ηθελησαν να δεχθωσι διορθωσιν εσκληρυναν τα προσωπα αυτων υπερ τον βραχον δεν ηθελησαν να επιστρεψωσι.
 HERRE, är det ej sanning dina ögon söka?  Du slog dem,      men de kände ingen sveda.  Du förgjorde dem,      men de ville ej taga emot tuktan.  De gjorde sina pannor hårdare än sten,      de ville icke omvända sig.Jes. 1,5. 9,13. Jer. 2,30. 17,23.
Τοτε εγω ειπα, Ουτοι βεβαιως ειναι πτωχοι ειναι αφρονες διοτι δεν γνωριζουσι την οδον του Κυριου, την κρισιν του Θεου αυτων
 Då tänkte jag:  »Detta är allenast de ringa i folket;      de äro dåraktiga,  ty de känna icke HERRENS väg,      sin Guds rätt.
θελω υπαγει προς τους μεγαλους και θελω λαλησει προς αυτους διοτι αυτοι εγνωρισαν την οδον του Κυριου, την κρισιν του Θεου αυτων αλλα και ουτοι παντες ομου συνετριψαν τον ζυγον, εκοψαν τους δεσμους.
 Jag vill nu gå till de stora      och tala med dem;  de måste ju känna HERRENS väg,      sin Guds rätt.»  Men ock dessa hade alla brutit sönder oket      och slitit av banden.Ps. 2,8.
Δια τουτο λεων εκ του δασους θελει φονευσει αυτους, λυκος της ερημου θελει εξολοθρευσει αυτους, παρδαλις θελει κατασκοπευσει επι τας πολεις αυτων πας οστις εξελθη εκειθεν, θελει κατασπαραχθη διοτι επληθυνθησαν αι παραβασεις αυτων, ηυξηνθησαν αι αποστασιαι αυτων.
 Därför bliva de slagna av lejonet från skogen  och fördärvade av vargen från hedmarken;  pantern lurar vid deras städer,  och envar som vågar sig ut därifrån bliver ihjälriven.  Ty många äro deras överträdelser  och talrika deras avfällighetssynder.Jer. 4,7. Hos. 13,7.
Πως θελω συγχωρησει εις σε δια τουτο; οι υιοι σου με εγκατελιπον και ωμνυον εις τους μη θεους αφου εχορτασα αυτους, τοτε εμοιχευον και συνεσωρευοντο εις οικον πορνης.
Huru skulle jag då kunna förlåta dig? Dina barn hava ju övergivit mig och svurit vid gudar som icke äro gudar. Jag gav dem allt till fyllest, men de blevo mig otrogna och samlade sig i skaror till skökohuset.
Ησαν ως οι κεχορτασμενοι ιπποι το πρωι εκαστος εχρεμετιζε κατοπιν της γυναικος του πλησιον αυτου.
De likna välfödda, ystra hästar; de vrenskas var och en efter sin nästas hustru.Hes. 22,10.
Δεν θελω καμει δια ταυτα επισκεψιν; λεγει Κυριος και η ψυχη μου δεν θελει εκδικηθη εναντιον εθνους τοιουτου;
Skulle jag icke för sådant hemsöka dem? säger HERREN. Och skulle icke min själ hämnas på ett sådant folk som detta är?Jer. 9,9.
Αναβητε επι τα τειχη αυτης και κρημνιζετε, πλην μη καμητε συντελειαν αφαιρεσατε τας επαλξεις αυτης, διοτι δεν ειναι του Κυριου
Stormen då hennes murar och för stören dem, dock utan att alldeles göra ände på henne. Riven bort hennes vinrankor, de äro ju icke HERRENS.Jer. 2,21.
διοτι ο οικος Ισραηλ και ο οικος Ιουδα εφερθησαν πολλα απιστως προς εμε, λεγει Κυριος.
Ty både Israels hus och Juda hus hava varit mycket trolösa mot mig, säger HERREN.
Ηρνηθησαν τον Κυριον και ειπον, Δεν ειναι αυτος, και δεν θελει ελθει κακον εφ ημας, ουδε θελομεν ιδει μαχαιραν η πειναν
De hava förnekat HERREN och sagt: »Han betyder intet. Olycka skall icke komma över oss, svärd och hunger skola vi icke se.5 Mos. 29,19. Jes. 28,15.
και οι προφηται ειναι ανεμος και ο λογος δεν υπαρχει εν αυτοις εις αυτους θελει γεινει ουτω.
Men profeterna skola försvinna såsom en vind, och han som säges tala är icke i dem; dem själva skall det så gå.»
Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων Επειδη λαλειτε τον λογον τουτον, ιδου, εγω θελω καμει τους λογους μου εν τω στοματι σου πυρ και τον λαον τουτον ξυλα και θελει καταφαγει αυτους.
Därför säger HERREN, härskarornas Gud: Eftersom I fören ett sådant tal, se, därför skall jag göra mina ord i din mun till en eld, och detta folk till ved, och elden skall förtära dem.
Ιδου, εγω θελω φερει εφ υμας εθνος μακροθεν, οικος Ισραηλ, λεγει Κυριος ειναι εθνος ισχυρον, ειναι εθνος αρχαιον, εθνος του οποιου δεν γνωριζεις την γλωσσαν ουδε καταλαμβανεις τι λεγουσιν.
Se, jag skall låta komma över eder, I av Israels hus, ett folk ifrån fjärran land, säger HERREN, ett starkt folk, ett urgammalt folk, ett folk vars tungomål du icke känner, och vars tal du icke förstår.5 Mos. 28,49 f. Jes. 5,26 f. Jer. 1,15. 6,1, 22.
Η φαρετρα αυτων ειναι ως ταφος ανεωγμενος ειναι παντες ισχυροι.
Deras koger är en öppen grav; de äro allasammans hjältar.
Και θελουσι κατατρωγει τον θερισμον σου και τον αρτον σου, τον οποιον οι υιοι σου και αι θυγατερες σου ηθελον τρωγει θελουσι κατατρωγει τα ποιμνια σου και τας αγελας σου θελουσι κατατρωγει τους αμπελωνας σου και τας συκεας σου θελουσιν εξολοθρευσει δια της ομφαιας τας οχυρας πολεις σου, επι τας οποιας συ ηλπιζες.
De skola förtära din skörd och ditt bröd, de skola förtära dina söner och döttrar, de skola förtära dina får och fäkreatur, de skola förtära dina vinträd och fikonträd. Dina befästa städer, som du förlitar dig på, dem skola de förstöra med svärd.3 Mos. 26,16. 5 Mos. 28,31 f.
Και ομως, εν ταις ημεραις εκειναις, λεγει Κυριος, δεν θελω καμει συντελειαν εις εσας.
Dock vill jag på den tiden, säger HERREN, icke alldeles göra ände på eder.Jer. 4,27.
Και οταν ειπητε, Δια τι εκαμε Κυριος ο Θεος ημων παντα ταυτα εις ημας; τοτε θελεις ειπει προς αυτους, Καθως με εγκατελιπετε και εδουλευσατε θεους ξενους εν τη γη υμων, ουτω θελετε δουλευσει ξενους εν γη ουχι υμων.
Och om I då frågen: »Varför har HERREN, vår Gud, gjort oss allt detta?», så skall du svara dem: »Såsom I haven övergivit mig och tjänat främmande gudar i edert eget land, så skolen I nu få tjäna främlingar i ett land som icke är edert.»5 Mos. 29,24 f. Jer. 16,10 f.
Αναγγειλατε τουτο προς τον οικον Ιακωβ και κηρυξατε αυτο εν Ιουδα, λεγοντες;
Förkunnen detta i Jakobs hus, kungören det i Juda och sägen:
Ακουσατε τωρα τουτο, λαε μωρε και ασυνετε οιτινες οφθαλμους εχετε και δεν βλεπετε ωτα εχετε και δεν ακουετε
Hör detta, du dåraktiga och oförståndiga folk, I som haven ögon, men icke sen, I som haven öron, men icke hören.Jes. 6,9 f. 42,18 f.
εμε δεν φοβεισθε; λεγει Κυριος δεν θελετε τρεμει ενωπιον μου, οστις εθεσα την αμμον οριον της θαλασσης κατα προσταγμα αιωνιον, και δεν θελει υπερβη αυτο και τα κυματα αυτης συνταρασσονται, ομως δεν θελουσιν υπερισχυσει και ηχουσιν, ομως δεν θελουσιν υπερβη αυτο;
Skullen I icke frukta mig, säger HERREN, skullen I icke bäva för mig, for mig som har satt stranden till en damm for havet, till en evärdlig gräns, som det icke kan överskrida, så att dess böljor, huru de än svalla, ändå intet förmå, och huru de än brusa, likväl icke kunna överskrida den?Job 26,10. 38,8 f. Ps. 104,9.
Αλλ ουτος ο λαος εχει καρδιαν στασιαστικην και απειθη απεστατησαν και απηλθον.
Men detta folk har ett gensträvigt och upproriskt hjärta; de hava avfallit och gått sin väg.
Και δεν ειπον εν τη καρδια αυτων, Ας φοβηθωμεν τωρα Κυριον τον Θεον ημων, οστις διδει βροχην πρωιμον και οψιμον εν τω καιρω αυτης φυλαττει δι ημας τας διωρισμενας εβδομαδας του θερισμου.
De sade icke i sina hjärtan: »Låtom oss frukta HERREN, vår Gud, honom som giver regn i rätt tid, både höst och vår, och som ständigt beskär oss de bestämda skördeveckorna.»5 Mos. 11,14. Apg. 14,17.
Αι ανομιαι σας απεστρεψαν ταυτα και αι αμαρτιαι σας εμποδισαν το αγαθον απο σας.
Edra missgärningar hava nu fört dessa i olag, och edra synder hava förhållit för eder detta goda.
Διοτι ευρεθησαν εν τω λαω μου ασεβεις εστησαν ενεδραν, καθως ο στηνων βροχια θετουσι παγιδα, συλλαμβανουσιν ανθρωπους.
Ty bland mitt folk finnas ogudaktiga människor: de ligga i försåt, likasom fågelfängaren ligger på lur, de sätta ut giller till att fånga människor.
Καθως το κλωβιον ειναι πληρες πτηνων, ουτως οι οικοι αυτων ειναι πληρεις δολου δια τουτο εμεγαλυνθησαν και επλουτησαν.
Såsom när en bur är full av fåglar, så äro deras hus fulla av svek. Därigenom hava de blivit så stora och rika; de hava blivit feta och skinande.
Επαχυνθησαν, αποστιλβουσιν υπερεβησαν μαλιστα τας πραξεις των ασεβων δεν κρινουσι την κρισιν, την κρισιν του ορφανου, και ευημερουσι και το δικαιον των πενητων δεν κρινουσι.
För sina ogärningar veta de icke av någon gräns, de hålla icke rätten vid makt, icke den faderlöses rätt, till att främja den; och i den fattiges sak fälla de icke rätt dom.Jes. 1,23. Sak. 7,10.
Δεν θελω καμει δια ταυτα επισκεψιν; λεγει Κυριος η ψυχη μου δεν θελει εκδικηθη εναντιον εθνους, τοιουτου;
Skulle jag icke för sådant hemsöka dem? säger HERREN. Skulle icke min själ hämnas på ett sådant folk som detta är?
Εκπληξις και φρικη εγειναν εν τη γη.
Förfärliga och gruvliga ting ske i landet.
Οι προφηται προφητευουσι ψευδως και οι ιερεις δεσποζουσι δια μεσου αυτων και ο λαος μου αγαπα ουτω και τι θελετε καμει εις το μετα ταυτα;
Profeterna profetera lögn, och prästerna styra efter deras råd; och mitt folk vill så hava det. Men vad skolen I göra, när änden på detta kommer?Jes. 10,3. Jer. 23,25 f. Hes. 13,6. Matt. 23,1 f.