Jeremiah 22

Ουτω λεγει Κυριος Καταβηθι εις τον οικον του βασιλεως του Ιουδα και λαλησον εκει τον λογον τουτον,
Så sade HERREN: Gå ned till Juda konungs hus och tala där följande ord;
και ειπε, Ακουσον τον λογον του Κυριου, βασιλευ του Ιουδα, ο καθημενος επι του θρονου του Δαβιδ, συ και οι δουλοι σου και ο λαος σου, οι εισερχομενοι δια των πυλων τουτων
säg: Hör HERRENS ord, du Juda konung, som sitter på Davids tron, hör det du med dina tjänare och ditt folk, I som gån in genom dessa portar.Jer. 17,20.
Ουτω λεγει Κυριος Καμνετε κρισιν και δικαιοσυνην και ελευθερονετε τον γεγυμνωμενον εκ της χειρος του δυναστου και μη αδικειτε μηδε καταδυναστευετε τον ξενον, τον ορφανον και την χηραν και αιμα αθωον μη χυνετε εν τω τοπω τουτω.
Så säger HERREN: Öven rätt och rättfärdighet, och rädden den plundrade ur förtryckarens hand; förorätten icke främlingen, den faderlöse och änkan, gören icke övervåld mot dem, och utgjuten icke oskyldigt blod på denna plats.Jer. 21,12.
Διοτι εαν τωοντι καμνητε τον λογον τουτον, τοτε θελουσιν εισελθει δια των πυλων του οικου τουτου βασιλεις καθημενοι επι του θρονου του Δαβιδ, εποχουμενοι επι αμαξων και ιππων, αυτοι και οι δουλοι αυτων και ο λαος αυτων.
Ty om I gören efter detta ord, så skola konungar som komma att sitta på Davids tron få draga in genom portarna till detta hus, på vagnar och hästar, följda av sina tjänare och sitt folk.Jer. 17,25.
Αλλ εαν δεν ακουσητε τους λογους τουτους, ομνυω εις εμαυτον, λεγει Κυριος, οτι ο οικος ουτος θελει κατασταθη ερημος.
Men om I icke hören dessa ord, då har jag svurit vid mig själv, säger HERREN, att detta hus skall bliva ödelagt.
Διοτι ουτω λεγει Κυριος προς τον οικον του βασιλεως του Ιουδα. Συ εισαι Γαλααδ εις εμε και κορυφη του Λιβανου αλλα θελω σε καταστησει ερημιαν, πολεις ακατοικητους.
Ty så säger HERREN om Juda konungs hus:  Väl är du för mig såsom ett Gilead,      såsom Libanons topp;  men jag skall sannerligen göra dig till en öken,  till obebodda städer.
Και θελω ετοιμασει εναντιον σου εξολοθρευτας, εκαστον μετα των οπλων αυτου και θελουσι κατακοψει τας εκλεκτας κεδρους σου και ιψει εις το πυρ.
 Och jag skall inviga fördärvare till att komma över dig,      var och en med sina vapen,  och de skola hugga ned dina väldiga cedrar      och kasta dem i elden
Και πολλα εθνη θελουσι διαβη δια της πολεως ταυτης και θελουσιν ειπει εκαστος προς τον πλησιον αυτου, Δια τι ο Κυριος εκαμεν ουτως εις ταυτην την μεγαλην πολιν;
Och många folk skola gå fram vid denna stad, och man skall fråga varandra: »Varför har HERREN gjort så mot denna stora stad?»5 Mos, 29,24. 1 Kon. 9,8 f.
Και θελουσιν αποκριθη, Διοτι εγκατελιπον την διαθηκην Κυριου του Θεου αυτων και προσεκυνησαν αλλους θεους και ελατρευσαν αυτους.
Och man skall då svara Därför att de övergåvo HERREN sin Guds, förbund och tillbådo andra gudar och tjänade dem.»
Μη κλαιετε τον αποθανοντα και μη θρηνειτε αυτον κλαυσατε πικρως τον εξερχομενον, διοτι δεν θελει επιστρεψει πλεον και ιδει την γην της γεννησεως αυτου.
 Gråten icke över en död man,      och ömken honom icke;  men gråten bitterligen över honom som har måst vandra bort,      ty han skall icke mer komma tillbaka  och återse sitt fädernesland.
Διοτι ουτω λεγει Κυριος περι του Σαλλουμ, υιου του Ιωσιου, βασιλεως του Ιουδα, του βασιλευοντος αντι Ιωσιου του πατρος αυτου, οστις εξηλθεν εκ του τοπου τουτου Δεν θελει επιστρεψει εκει πλεον,
Ty så säger HERREN om Sallum, Josias son, Juda konung, som blev konung efter sin fader Josia, och som har dragit bort ifrån denna plats: Han skall icke mer komma hit tillbaka,2 Kon. 23,30.
αλλα θελει αποθανει εν τω τοπω οπου εφεραν αυτον αιχμαλωτον, και δεν θελει ιδει πλεον την γην ταυτην.
utan på den ort dit han har blivit bortförd i fångenskap, där skall han dö; detta land skall han icke mer få återse.
Ουαι εις τον οικοδομουντα τον οικον αυτου ουχι εν δικαιοσυνη και τα υπερωα αυτου ουχι εν ευθυτητι, τον μεταχειριζομενον την εργασιαν του πλησιον αυτου αμισθι και μη αποδιδοντα εις αυτον τον μισθον του κοπου αυτου,
 Ve dig, du som bygger ditt hus med orättfärdighet      och dina salar med orätt,  du som låter din nästa arbeta för intet      och icke giver honom hans lön,3 Mos. 19,13. 5 Mos. 21,14 f. Hab. 2,9. Jak. 5,4.
τον λεγοντα, Θελω οικοδομησει εις εμαυτον οικον μεγαν και υπερωα ευρυχωρα, και ανοιγοντα εις εαυτον παραθυρα και στεγαζοντα με κεδρον και χρωματιζοντα με μιλτον.
 du som säger: »Jag vill bygga mig ett stort hus      med rymliga salar»,  och så gör åt dig vida fönster      och belägger huset med cederträ      och målar det rött med dyrbar färg!
Θελεις βασιλευει, διοτι εγκλειεις σεαυτον εις κεδρον; ο πατηρ σου δεν ετρωγε και επινε, και επειδη εκαμνε κρισιν και δικαιοσυνην, ευημερει;
 Kallar du det att vara konung,      att du ävlas med att bygga cederhus?  Din fader åt ju och drack,  dock övade han rätt och rättfärdighet;      och då gick det honom väl.2 Kon. 22,2.
Εκρινε την κρισιν του πτωχου και του πενητος και τοτε ευημερει δεν ητο τουτο να με γνωριζη; λεγει Κυριος.
 Han skaffade den betryckte och fattige rätt;      och då gick det väl.  Är icke detta att känna mig?      säger HERREN.
Αλλ οι οφθαλμοι σου και η καρδια σου δεν ειναι παρα εις την πλεονεξιαν σου και εις το να εκχεης αιμα αθωον και εις την δυναστειαν και εις την βιαν, δια να καμνης ταυτα.
 Men dina ögon och ditt hjärta      stå allenast efter vinning  och efter att utgjuta den oskyldiges blod      och att öva förtryck och våld.
Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος περι του Ιωακειμ, υιου του Ιωσιου, βασιλεως του Ιουδα Δεν θελουσι κλαυσει αυτον, λεγοντες, Ουαι αδελφε μου Ουαι αδελφη δεν θελουσι κλαυσει αυτον, λεγοντες, Ουαι κυριε η, Ουαι δοξα
Därför säger HERREN så om Jojakim, Josias son, Juda konung:  Man skall ej hålla dödsklagan efter honom och ropa:      »Ack ve, min broder!  Ack ve, syster!»  Man skall ej hålla dödsklagan efter honom och ropa:  »Ack ve, herre!  Ack ve, huru härlig han var!»
Θελει ταφη ταφην ονου, συρομενος και ιπτομενος περαν των πυλων της Ιερουσαλημ.
 Såsom man begraver en åsna, så skall han begravas;      han skall släpas ut och kastas bort,  långt utanför Jerusalems portar.Jer. 36,30.
Αναβηθι εις τον Λιβανον και βοησον και υψωσον την φωνην σου προς την Βασαν και βοησον απο Αβαριμ διοτι ηφανισθησαν παντες οι ερασται σου.
 Stig upp på Libanon och ropa,  häv upp din röst i Basan,  och ropa från Abarim,  ty alla dina älskare äro krossade.
Ελαλησα προς σε εν τη ευημερια σου, αλλ ειπας, Δεν θελω ακουσει ουτος εσταθη ο τροπος σου εκ νεοτητος σου, οτι δεν υπηκουσας εις την φωνην μου.
 Jag talade till dig, när det gick dig väl,  men du sade: »Jag vill icke höra.»  Sådan har din väg varit allt ifrån din ungdom,  att du icke har velat höra min röst.
Ο ανεμος θελει καταβοσκησει παντας τους ποιμενας σου και οι ερασται σου θελουσιν υπαγει εις αιχμαλωσιαν τοτε, ναι, θελεις αισχυνθη και εντραπη δια πασας τας ασεβειας σου.
 Alla dina herdar skola nu få en stormvind till sin herde,  och dina älskare måste gå i fångenskap.  Ja, då skall du komma på skam och få blygas      för all din ondskas skull.
Συ ητις κατοικεις εν τω Λιβανω, ητις καμνεις την φωλεαν σου εν ταις κεδροις, ποσον αξιοθρηνητος θελεις εισθαι, οταν ελθωσι λυπαι επι σε, ωδινες ως τικτουσης.
 Du som bor på Libanon,      du som har ditt näste i cedrarna,  huru skall du icke jämra dig,      när vånda kommer över dig,      ångest lik en barnaföderskas!
Ζω εγω, λεγει Κυριος, και εαν ο Χονιας, ο υιος του Ιωακειμ, βασιλευς του Ιουδα, ηθελε γεινει σφραγις επι την δεξιαν μου χειρα, και εκειθεν ηθελον σε αποσπασει
Så sant jag lever, säger HERREN, om du, Konja, Jojakims son, Juda konung, än vore en signetring på min högra hand, så skulle jag dock rycka dig därifrån.Höga V. 8,6. Hagg. 2,24.
και θελω σε παραδωσει εις την χειρα των ζητουντων την ψυχην σου και εις την χειρα εκεινων, των οποιων το προσωπον φοβεισαι, ναι, εις την χειρα του Ναβουχοδονοσορ βασιλεως της Βαβυλωνος και εις την χειρα των Χαλδαιων.
Och jag skall giva dig i de mäns hand, som stå efter ditt liv, och i de mäns hans som du fruktar för, nämligen i Nebukadressars, den babyloniske konungens, hand och i kaldéernas hand.Jer. 21,7.
Και θελω απορριψει σε και την μητερα σου, ητις σε εγεννησεν, εις γην ξενην οπου δεν εγεννηθητε, και εκει θελετε αποθανει.
Och dig och din moder, den som har fött dig, skall jag slunga bort till ett annat land, där I icke ären födda; och där skolen I dö.2 Kon. 24,15.
Εις δε την γην, εις την οποιαν η ψυχη αυτων επιθυμει να επιστρεψωσιν, εκει δεν θελουσιν επιστρεψει.
Till det land dit deras själ längtar att återvända, dit skola de icke få vända åter.
Ο ανθρωπος ουτος ο Χονιας κατεσταθη ειδωλον καταπεφρονημενον και συντετριμμενον; σκευος, εν ω δεν υπαρχει χαρις; δια τι απεβληθησαν, αυτος και το σπερμα αυτου, και ερριφθησαν εις τοπον, τον οποιον δεν γνωριζουσιν;
Är då han, denne Konja, ett föraktligt, krossat beläte eller ett värdelöst kärl? Eller varför hava de blivit bortslungade, han och hans avkomlingar, och kastade bort till ett land som de icke hava känt?
Ω γη, γη, γη, ακουε τον λογον του Κυριου.
O land, land, land, hör HERRENS ord!
Ουτω λεγει Κυριος Γραψατε τον ανθρωπον τουτον ατεκνον, ανθρωπον οστις δεν θελει ευοδοθη εν ταις ημεραις αυτου διοτι δεν θελει ευοδοθη εκ του σπερματος αυτου ανθρωπος καθημενος επι τον θρονον του Δαβιδ και εξουσιαζων πλεον επι του Ιουδα.
Så säger HERREN: Tecknen upp denne man såsom barnlös, såsom en man som ingen lycka har haft i sina livsdagar. Ty ingen av hans avkomlingar skall vara så lyckosam att han får sitta på Davids tron och i framtiden råda över Juda.