Isaiah 8

Και ειπε Κυριος προς εμε, Λαβε εις σεαυτον τομον μεγαν, και γραψον εν αυτω δια γραφιδος ανθρωπου περι του Μαχερ−σαλαλ−χας−βαζ
Och HERREN sade till mig: »Tag dig en stor tavla och skriv på den med tydlig stil Maher-salal Has-bas.
Και παρελαβον εις εμαυτον πιστους μαρτυρας, Ουριαν τον ιερεα και Ζαχαριαν τον υιον του Ιεβερεχιου.
Och jag vill taga mig pålitliga vittnen: prästen Uria och Sakarja, Jeberekjas son.»
Και προσηλθον προς την προφητισσαν, ητις συνελαβε και εγεννησεν υιον. Και ειπε Κυριος προς εμε, Καλεσον το ονομα αυτου Μαχερ−σαλαλ−χας−βαζ
Och jag gick in till profetissan, och hon blev havande och födde en son. Och HERREN sade till mig: »Giv honom namnet Maher-salal Has-bas.
διοτι πριν μαθη το παιδιον να προφερη, Πατερ μου και μητερ μου, τα πλουτη της Δαμασκου και τα λαφυρα της Σαμαρειας θελουσι διαρπαχθη εμπροσθεν του βασιλεως της Ασσυριας.
Ty förrän gossen kan säga 'fader' och 'moder' skall man bära Damaskus' skatter och byte från Samaria fram för konungen i Assyrien.»
Και ελαλησεν ετι Κυριος προς εμε, λεγων,
Och HERREN talade vidare till mig och sade:
Επειδη ο λαος ουτος απεβαλε τα υδατα του Σιλωαμ τα εοντα ησυχως, και χαιρει εις τον Ρεσιν και εις τον υιον του Ρεμαλια,
»Eftersom detta folk föraktar Siloas vatten, som flyter så stilla, och har sin fröjd med Resin och Remaljas son,
δια τουτο, ιδου, ο Κυριος αναβιβαζει επ αυτους τα υδατα του ποταμου, τα δυνατα και τα πολλα, τον βασιλεα της Ασσυριας και πασαν την δοξαν αυτου και θελει υπερβη παντα τα αυλακια αυτου και πλημμυρησει πασας τας οχθας αυτου
se, därför skall HERREN låta komma över dem flodens vatten, de väldiga och stora, nämligen konungen i Assyrien med all hans härlighet. Och den skall stiga över alla sina bräddar och gå över alla sina stränder.
και θελει περασει δια του Ιουδα, θελει πλημμυρησει και υπεραναβη, θελει φθασει μεχρι λαιμου και το εξαπλωμα των πτερυγων αυτου θελει γεμισει το πλατος της γης σου, Εμμανουηλ.
Den skall tränga fram i Juda, svämma över och utbreda sig och räcka ända upp till halsen; och med sina utbredda vingar, skall den uppfylla ditt land, Immanuel, så vitt det är.»
Ενωθητε, λαοι, και θελετε κατακοπη και ακροασθητε, παντες οι εν τοις εσχατοις της γης ζωσθητε, και θελετε κατακοπη ζωσθητε, και θελετε κατακοπη.
 Rasen, I folk; I skolen dock krossas.  Lyssnen, alla I fjärran länder.  Rusten eder; I skolen dock krossas.  Ja, rusten eder; I skolen dock krossas.
Βουλευθητε βουλην, και θελει ματαιωθη λαλησατε λογον, και δεν θελει σταθη διοτι μεθ ημων ο Θεος.
 Gören upp planer; de varda dock om intet.  Avtalen, vad I viljen; det skall dock ej lyckas.  Ty Gud är med oss.
Διοτι ουτως ελαλησε Κυριος προς εμε εν χειρι κραταια, και με εδιδαξε να μη περιπατω εν τη οδω του λαου τουτου, λεγων,
Ty så sade HERREN till mig, när hans hand kom över mig med makt och han varnade mig för att vandra på detta folks väg:
Μη ειπητε, Συνωμοσια, περι παντος εκεινου, περι του οποιου ο λαος ουτος θελει ειπει, Συνωμοσια και τον φοβον αυτου μη φοβηθητε μηδε τρομαξητε.
I skolen icke kalla för sammansvärjning allt vad detta folk kallar sammansvärjning, ej heller skolen I frukta vad det fruktar, I skolen icke förskräckas därför.
Τον Κυριον των δυναμεων, αυτον αγιασατε και αυτος ας ηναι ο φοβος σας και αυτος ας ηναι ο τρομος σας.
Nej, HERREN Sebaot skolen I hålla helig; honom skolen I frukta, och för honom skolen I förskräckas.
Και θελει εισθαι δια αγιαστηριον θελει εισθαι ομως δια πετραν προσκομματος και δια βραχον πτωσεως εις τους δυο οικους του Ισραηλ δια παγιδα και δια βροχον εις τους κατοικους της Ιερουσαλημ.
Så skall han varda för eder något heligt; men för de två Israels hus skall han bliva en stötesten och en klippa till fall och för Jerusalems invånare en snara och ett giller.
Και πολλοι θελουσι προσκοψει επ αυτα και πεσει και συντριφθη και παγιδευθη και πιασθη.
Många av dem skola stupa därpå, de skola falla och krossas, de skola snärjas och varda fångade.
Δεσον την μαρτυριαν, σφραγισον τον νομον μεταξυ των μαθητων μου.
Lägg vittnesbördet ombundet och lagen förseglad i mina lärjungars hjärtan.
Εγω δε θελω περιμεινει τον Κυριον, οστις κρυπτει το προσωπον αυτου απο του οικου Ιακωβ, και επ αυτον θελω εισθαι πεποιθως.
Så vill jag förbida HERREN, då han nu döljer sitt ansikte för Jakobs hus; jag vill vänta efter honom.
Ιδου, εγω και τα παιδια, τα οποια μοι εδωκεν ο Κυριος, δια σημεια και τεραστια εις τον Ισραηλ παρα του Κυριου των δυναμεων, του κατοικουντος εν τω ορει Σιων.
Se, jag och barnen som HERREN har givit mig, vi äro tecken och förebilder i Israel, från HERREN Sebaot, som bor på Sions berg.
Και οταν σας ειπωσιν, Ερωτησατε τους εχοντας πνευμα μαντειας και τους νεκρομαντεις, τους μορμυριζοντας και ψιθυριζοντας, αποκριθητε, Ο λαος δεν θελει ερωτησει τον Θεον αυτου; θελει προστρεξει εις τους νεκρους περι των ζωντων;
Och när man säger till eder: »Frågen andebesvärjare och spåmän, dem som viska och mumla», så svaren: »Skall icke ett folk fråga sin Gud? Skall man fråga de döda för de levande?»
Εις τον νομον και εις την μαρτυριαν εαν δεν λαλωσι κατα τον λογον τουτον, βεβαιως δεν ειναι φως εν αυτοις.
»Nej, hållen eder till lagen, till vittnesbördet!» Så skola förvisso en gång de nödgas mana, för vilka nu ingen morgonrodnad finnes.
Και θελουσι περασει δι αυτης της γης σκληρως βεβαρημενοι και λιμωττοντες και οταν πεινασωσι θελουσιν αγανακτει, και θελουσι κακολογει τον βασιλεα αυτων και τον Θεον αυτων, και θελουσιν αναβλεψει εις τα ανω.
De skola draga omkring i landet, nedtryckta och hungrande, och i sin hunger skola de förbittras och skola förbanna sin konung och sin Gud. Och de skola vända blicken uppåt, de skola ock skåda ned på jorden;
Επειτα θελουσιν εμβλεψει εις την γην και ιδου, ταραχη και σκοτος, θαμβωμα αγωνιας και θελουσιν εξωσθη εις το σκοτος.
men se, där är nöd och mörker och natt av ångest. Ja, tjockt mörker är de fördrivnas liv.