Genesis 49

Εκαλεσε δε ο Ιακωβ τους υιους αυτου και ειπε, Συναχθητε, δια να σας αναγγειλω τι μελλει να συμβη εις εσας εν ταις εσχαταις ημεραις
Och Jakob kallade sina söner till sig och sade: Församlen eder, på det att jag må förkunna eder vad som skall hända eder i kommande dagar:
συναχθητε και ακουσατε, υιοι του Ιακωβ, και ακροασθητε τον Ισραηλ τον πατερα σας.
 Kommen tillhopa och hören, I Jakobs söner;  hören på eder fader Israel.
Ρουβην ο πρωτοτοκος μου, συ ισχυς μου και αρχη των δυναμεων μου, εξοχος κατα την αξιαν και εξοχος κατα την δυναμιν.
 Ruben, min förstfödde är du,  min kraft och min styrkas förstling,  främst i myndighet och främst i makt.
Εξεβρασας ως υδωρ δεν θελεις εχει την υπεροχην διοτι ανεβης επι την κλινην του πατρος σου τοτε εμιανας αυτην επι την κλινην μου ανεβη.
 Du sjuder över såsom vatten,  du skall icke bliva den främste,  ty du besteg din faders läger;  då gjorde du vad skändligt var.  Ja, min bädd besteg han!
Συμεων και Λευι οι αδελφοι, οργανα αδικιας ειναι αι μαχαιραι αυτων
 Simeon och Levi äro bröder;  deras vapen äro våldets verktyg.
εις την βουλην αυτων μη εισελθης, ψυχη μου εις την συνελευσιν αυτων μη ενωθης, τιμη μου διοτι εν τω θυμω αυτων εφονευσαν ανθρωπους και εν τω πεισματι αυτων κατηδαφισαν τειχος.
 Min själ inlåte sig ej i deras råd,  min ära tage ingen del i deras samkväm;  ty i sin vrede dräpte de män,  och i sitt överdåd stympade de oxar.
Επικαταρατος ο θυμος αυτων, διοτι ητο αυθαδης και η οργη αυτων, διοτι ητο σκληρα θελω διαμοιρασει αυτους εις τον Ιακωβ, και θελω διασκορπισει αυτους εις τον Ισραηλ.
 Förbannad vare deras vrede, som är så våldsam,  och deras grymhet, som är så hård!  Jag skall förströ dem i Jakob,  jag skall förskingra dem i Israel.
Ιουδα, σε θελουσι επαινεσει οι αδελφοι σου η χειρ σου θελει εισθαι επι τον τραχηλον των εχθρων σου οι υιοι του πατρος σου θελουσι σε προσκυνησει
 Dig, Juda, dig skola dina bröder prisa;  din hand skall vara på dina fienders nacke,  för dig skola din faders söner buga sig.
σκυμνος λεοντος ειναι ο Ιουδας εκ του θηρευματος, υιε μου, ανεβης αναπεσων εκοιμηθη ως λεων και ως σκυμνος λεοντος τις θελει εγειρει αυτον;
 Ett ungt lejon är Juda;  från rivet byte har du dragit ditupp, min son.  Han har lagt sig ned, han vilar såsom ett lejon,  såsom en lejoninna -- vem vågar oroa honom?
Δεν θελει εκλειψει το σκηπτρον εκ του Ιουδα ουδε νομοθετης εκ μεσου των ποδων αυτου, εωσου ελθη ο Σηλω και εις αυτον θελει εισθαι η υπακοη των λαων.
 Spiran skall icke vika ifrån Juda,  icke härskarstaven ifrån hans fötter,  till dess han kommer till Silo  och folken bliva honom hörsamma.
Εις την αμπελον δενει το πωλαριον αυτου, και εις τον εκλεκτον βλαστον το παιδιον της ονου αυτου θελει πλυνει εν οινω το ενδυμα αυτου και εν τω αιματι της σταφυλης το περιβολαιον αυτου
 Han binder vid vinträdet sin åsna,  vid ädla rankan sin åsninnas fåle.  Han tvår sina kläder i vin,  sin mantel i druvors blod.
Οι οφθαλμοι αυτου θελουσιν εισθαι ερυθροι εκ του οινου και οι οδοντες αυτου λευκοι εκ του γαλακτος.
 Hans ögon äro dunkla av vin  och hans tänder vita av mjölk.
Ο Ζαβουλων θελει κατοικησει εν λιμενι θαλασσης και θελει εισθαι εν λιμενι πλοιων το δε οριον αυτου θελει εκταθη εως Σιδωνος.
 Sebulon skall bo vid havets strand,  vid stranden, där skeppen ligga;  sin sida skall han vända mot Sidon.
Ο Ισσαχαρ ειναι ονος δυνατος, κοιτωμενος εν τω μεσω των επαυλεων
 Isaskar är en stark åsna,  som ligger i ro i sin inhägnad.
Και ιδων οτι η αναπαυσις ητο καλη και ο τοπος τερπνος, εκλινε τον ωμον αυτου εις φορτιον και εγεινε δουλος υποτελης.
 Och han såg att viloplatsen var god,  och att landet var ljuvligt;  då böjde han sin rygg under bördor  och blev en arbetspliktig tjänare.
Ο Δαν θελει κρινει τον λαον αυτου, ως μια εκ των φυλων του Ισραηλ
 Dan skall skaffa rätt åt sitt folk,  han såväl som någon av Israels stammar.
Ο Δαν θελει εισθαι οφις επι της οδου, ασπις επι της τριβου, δακνων τας πτερνας του ιππου, ωστε ο ιππευς αυτου θελει πιπτει εις τα οπισω.
 Dan skall vara en orm på vägen,  en huggorm på stigen,  en som biter hästen i foten,  så att ryttaren faller baklänges av.
Την σωτηριαν σου περιεμεινα, Κυριε.
 HERRE, jag bidar efter din frälsning!
Τον Γαδ θελουσι πειρατευσει πειραται πλην και αυτος εις το τελος θελει πειρατευσει.
 Gad skall trängas av skaror,  men själv skall han tränga dem på hälarna.
Του Ασηρ ο αρτος θελει εισθαι παχυς και αυτος θελει διδει βασιλικας τρυφας.
 Från Aser kommer fetma, honom till mat;  konungsliga läckerheter har han att giva.
Ο Νεφθαλι ειναι ελαφος απολελυμενη, διδων λογους αρεστους.
 Naftali är en snabb hind;  han har sköna ord att giva.
Ο Ιωσηφ, κλαδος καρποφορος, κλαδος καρποφορος πλησιον πηγης, του οποιου οι βλαστοι εκτεινονται επι του τοιχου
 Ett ungt fruktträd är Josef,  ett ungt fruktträd vid källan;  dess grenar nå upp över muren.
Οι τοξοται επικραναν αυτον και ετοξευσαν κατ αυτου, και εχθρευθησαν αυτον.
 Bågskyttar oroa honom,  de skjuta på honom och ansätta honom;
Αλλα το τοξον αυτου εμεινε δυνατον και οι βραχιονες των χειρων αυτου ενεδυναμωθησαν δια των χειρων του ισχυρου Θεου του Ιακωβ εκειθεν ο ποιμην, η πετρα του Ισραηλ
 dock förbliver hans båge fast,  och hans händer och armar spänstiga,  genom dens händer, som är den Starke i Jakob,  genom honom som är herden, Israels klippa,
και τουτο δια του Θεου του πατρος σου, οστις θελει σε βοηθει, και δια του Παντοδυναμου, οστις θελει σε ευλογει, ευλογιας του ουρανου ανωθεν, ευλογιας της αβυσσου κατωθεν, ευλογιας των μαστων και της μητρας
 genom din faders Gud -- han skall hjälpa dig.  genom den Allsmäktige -- han skall välsigna dig  med välsignelser från himmelen därovan,  välsignelser från djupet som utbreder sig därnere,  välsignelser från bröst och sköte.
Αι ευλογιαι του πατρος σου υπερισχυσαν υπερ τας ευλογιας των προγονων μου εως των υψηλων κορυφων των αιωνιων ορεων θελουσιν εισθαι επι της κεφαλης του Ιωσηφ και επι της κορυφης του εκλεκτου μεταξυ των αδελφων αυτου.
 Din faders välsignelser nå högt,  högre än mina förfäders välsignelser,  de nå upp till de eviga höjdernas härlighet.  De skola komma över Josefs huvud,  över dens hjässa, som är en furste bland sina bröder.
Ο Βενιαμιν θελει εισθαι λυκος αρπαξ το πρωι θελει κατατρωγει θηραμα, και το εσπερας θελει διαιρει λαφυρα.
 Benjamin är en glupande ulv;  om morgonen förtär han rov,  och om aftonen utskiftar han byte.»
Παντες ουτοι ειναι αι δωδεκα φυλαι του Ισραηλ, και τουτο ειναι το οποιον ελαλησε προς αυτους ο πατηρ αυτων και ευλογησεν αυτους εκαστον κατα την ευλογιαν αυτου ευλογησεν αυτους.
Alla dessa äro Israels stammar, tolv till antalet, och detta är vad deras fader talade till dem, när han välsignade dem; åt var och en av dem gav han sin särskilda välsignelse.
Και παρηγγειλεν εις αυτους και ειπε προς αυτους, Εγω προστιθεμαι εις τον λαον μου θαψατε με μετα των πατερων μου εν τω σπηλαιω τω εν τω αγρω Εφρων του Χετταιου
Och han bjöd dem och sade till dem: »Jag skall nu samlas till mitt folk; begraven mig bredvid mina fäder, i grottan på hetiten Efrons åker,
εν τω σπηλαιω τω εν τω αγρω Μαχπελαχ τω απεναντι της Μαμβρη εν τη γη Χανααν, το οποιον ο Αβρααμ ηγορασε μετα του αγρου παρα του Εφρων του Χετταιου δια κτημα μνημειου
i den grotta som ligger på åkern i Makpela, gent emot Mamre, i Kanaans land, den åker som Abraham köpte till egen grav av hetiten Efron,
εκει εθαψαν τον Αβρααμ και την Σαρραν την γυναικα αυτου εκει εθαψαν τον Ισαακ και την Ρεβεκκαν την γυναικα αυτου και εκει εθαψα εγω την Λειαν
där de hava begravit Abraham och hans hustru Sara, där de ock hava begravit Isak och hans hustru Rebecka, och där jag själv har begravit Lea,
η αγορα του αγρου και του σπηλαιου του εν αυτω εγεινε παρα των υιων του Χετ.
på den åkern som jämte grottan där köptes av Hets barn.»
Και αφου ετελειωσεν ο Ιακωβ παραγγελλων εις τους υιους αυτου, εσυρε τους ποδας αυτου επι την κλινην και εξεπνευσε και προσετεθη εις τον λαον αυτου.
När Jakob hade givit sina söner denna befallning, drog han sina fötter upp i sängen; och han gav upp andan och blev samlad till sina fäder.