Ezekiel 17

Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
Och HERRENS ord kom till mig; han sade:
Υιε ανθρωπου, προβαλε αινιγμα και παροιμιασθητι παροιμιαν προς τον οικον Ισραηλ
Du människobarn, förelägg Israels hus en gåta, och tala till det en liknelse;
και ειπε, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Ο αετος ο μεγας ο μεγαλοπτερυγος, ο μακρος εις την εκτασιν, ο πληρης πτερων ποικιλοχροων, ηλθεν εις τον Λιβανον και ελαβε τον υψηλοτερον κλαδον της κεδρου
säg: Så säger Herren, HERREN: Den stora örnen med de stora vingarna och de långa pennorna, han som är så full med brokiga fjädrar, han kom till Libanon och tog bort toppen på cedern.Jer. 48,40. 49,22.
απεκοψε τα ακρα των τρυφερων αυτου κλαδων και εφερεν αυτα εις γην εμπορικην εθεσεν αυτα εις πολιν εμπορων.
Han bröt av dess översta kvist och förde den till krämarlandet och satte den i en köpmansstad.
Και ελαβεν απο του σπερματος της γης και εθεσεν αυτο εις πεδιον σποριμον πλησιον πολλων υδατων εφερεν αυτο ως ιτεαν εθεσεν αυτο.
Sedan tog han en telning som växte i landet och planterade den i fruktbar jordmån; han tog den och satte den bland pilträd, på ett ställe där mycket vatten fanns.
Και εβλαστησε και εγεινεν αμπελος πλατεια, χαμηλη εις το αναστημα, της οποιας τα κληματα εστρεφοντο προς αυτον και αι ιζαι αυτης ησαν υποκατω αυτου και εγεινεν αμπελος και εκαμε κληματα και εξεδωκε βλαστους.
Och den fick växa upp och bliva ett utgrenat vinträd, dock med låg stam, för att dess rankor skulle vända sig till honom och dess rötter vara under honom. Den blev alltså ett vinträd som bar grenar och sköt skott.
Ητο και αλλος αετος μεγας, ο μεγαλοπτερυγος και πολυπτερος και ιδου, η αμπελος αυτη εξετεινε τας ιζας αυτης προς αυτον, και ηπλωσε τους κλαδους αυτης προς αυτον, δια να ποτιση αυτην δια των αυλακιων της φυτευσεως αυτης.
Men där var ock en annan stor örn med stora vingar och fjädrar i mängd; och se, till denne böjde nu vinträdet längtansfullt sina grenar, och från platsen där det var planterat sträckte det sina rankor mot honom, för att han skulle vattna det.
Ητο πεφυτευμενη εν γη καλη πλησιον υδατων πολλων, δια να καμη βλαστους και να φερη καρπον, ωστε να γεινη αμπελος αγαθη.
Och dock var det planterat i god jordmån, på ett ställe där mycket vatten fanns, så att det kunde få grenar och bära frukt och bliva ett härligt vinträd.
Ειπε, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος θελει ευοδωθη; δεν θελει ανασπασει αυτος τας ιζας αυτης και κοψει τον καρπον αυτης, ωστε να ξηρανθη; θελει ξηρανθη κατα παντα τα φυλλα του βλαστηματος αυτης, χωρις μαλιστα μεγαλης δυναμεως η πολλου λαου, δια να εκσπαση αυτην εκ των ιζων αυτης.
Säg vidare: Så säger Herren, HERREN: Kan det nu gå det väl? Skall man icke rycka upp dess rötter och riva av dess frukt, så att det förtorkar, och så att alla blad som hava vuxit ut därpå förtorka? Och sedan skall varken stor kraft eller mycket folk behövas för att flytta det bort ifrån dess rötter.
Ναι, ιδου, φυτευθεισα θελει ευοδωθη; δεν θελει ξηρανθη ολοκληρως, ως οταν εγγιση αυτην ο ανατολικος ανεμος; θελει ξηρανθη εν ταις αυλαξιν οπου εβλαστησε.
Visst står det fast planterat, men kan det gå det väl? Skall det icke alldeles förtorka, när östanvinden når det, ja, förtorka på den plats där det har vuxit upp?
Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
Och HERRENS ord kom till mig, han sade:
Ειπε τωρα προς τον οικον τον αποστατην δεν εννοειτε τι δηλουσι ταυτα; ειπε, Ιδου, ο βασιλευς της Βαβυλωνος ηλθεν εις Ιερουσαλημ, και ελαβε τον βασιλεα αυτης και τους αρχοντας αυτης, και εφερεν αυτους μεθ εαυτου εις Βαβυλωνα
Säg till det gensträviga släktet Förstån I icke vad detta betyder? Så säg då: Se, konungen i Babel kom till Jerusalem och tog dess konung och dess furstar och hämtade dem till sig i Babel.2 Kon. 24,10 f.
και ελαβεν απο του σπερματος του βασιλικου και εκαμε συνθηκην μετ αυτου και εκαμεν αυτον να ορκισθη ελαβε και τους δυνατους του τοπου,
Och han tog en ättling av konungahuset och slöt förbund med honom och lät honom anlägga ed. Men de mäktige i landet hade han fört bort med sig,2 Kon. 24,17 f. 2 Krön. 36,10 f.
δια να ταπεινωθη το βασιλειον, ωστε να μη ανορθωθη, δια να φυλαττη την συνθηκην αυτου, ωστε να στηριζη αυτην.
för att landet skulle bliva ett oansenligt rike, som icke kunde uppresa sig, och som skulle nödgas hålla förbundet med honom, om det ville bestå.
Απεστατησεν ομως απ αυτου, εξαποστειλας πρεσβεις εαυτου εις την Αιγυπτον, δια να δωσωσιν εις αυτον ιππους και λαον πολυν. Θελει ευοδωθη; θελει διασωθη ο πραττων ταυτα; η παραβαινων την συνθηκην θελει διασωθη;
Men han avföll från honom och skickade sina sändebud till Egypten, för att man där skulle giva honom hästar och mycket folk. Kan det gå den väl, som så gör? Kan han undkomma? Kan den som bryter förbund undkomma?Jer. 37,5.
Ζω εγω, λεγει Κυριος ο Θεος, βεβαιως εν τω τοπω του βασιλεως του βασιλευσαντος αυτον, του οποιου τον ορκον κατεφρονησε και του οποιου την συνθηκην παρεβη, μετ αυτου εν μεσω της Βαβυλωνος θελει τελευτησει.
Så sant jag lever, säger Herren, HERREN: där den konung bor, som gjorde honom till konung, den vilkens ed han likväl föraktade, och vilkens förbund han bröt, där, hos honom i Babel, skall han sannerligen dö.
Και δεν θελει καμει υπερ αυτου ουδεν εν τω πολεμω ο Φαραω, με το δυνατον στρατευμα και με το μεγα πληθος, υψονων προχωματα και οικοδομων προμαχωνας, δια να απολεση πολλας ψυχας.
Och Farao skall icke med stor härsmakt och mycket folk bistå honom i kriget, när en vall kastas upp och en belägringsmur bygges, till undergång för många människor.2 Kon. 25,1 Hes. 4,2.
Διοτι κατεφρονησε τον ορκον παραβαινων την συνθηκην και ιδου, επειδη, αφου εδωκε την χειρα αυτου, επραξε παντα ταυτα, δεν θελει διασωθη.
Eftersom han föraktade eden och bröt förbundet och gjorde allt detta fastän han hade givit sitt löfte, därför skall han icke undkomma.
Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Ζω εγω, βεβαιως τον ορκον μου τον οποιον κατεφρονησε, και την συνθηκην μου την οποιαν παρεβη, κατα της κεφαλης αυτου θελω ανταποδωσει αυτα.
Ja, därför säger Herren, HERREN så: Så sant jag lever, jag skall förvisso låta min ed, som han har föraktat, och mitt förbund, som han har brutit, komma över hans huvud.
Και θελω εξαπλωσει το δικτυον μου επ αυτον και θελει πιασθη εις τα βροχια μου και θελω φερει αυτον εις Βαβυλωνα, και εκει θελω κριθη μετ αυτου περι της ανομιας αυτου, την οποιαν ηνομησεν εις εμε.
Och jag skall breda ut mitt nät över honom, och han skall bliva fångad i min snara; och jag skall föra honom till Babel och där hålla dom över honom, för den otrohets skull som han har begått mot mig.Hes. 12,13. 32,3.
Και παντες οι φυγαδες αυτου μετα παντων των ταγματων αυτου θελουσι πεσει εν μαχαιρα, και οι εναπολειφθεντες θελουσι διασκορπισθη εις παντα ανεμον και θελετε γνωρισει οτι εγω ο Κυριος ελαλησα.
Och alla flyktingar ur alla hans härskaror skola falla för svärd, och om några bliva räddade, så skola de varda förströdda åt alla väderstreck. Och I skolen förnimma att jag, HERREN, har talat.
Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Και θελω λαβει εγω εκ του υψηλοτερου κλαδου της υψηλης κεδρου και φυτευσει θελω κοψει εγω εκ της κορυφης των νεων αυτου κλωνων ενα τρυφερον και φυτευσει επι ορους υψηλου και εξοχου
Så säger Herren, HERREN: Jag vill ock själv taga en kvist av toppen på den höga cedern och sätta den; av dess översta skott skall jag avbryta en späd kvist och själv plantera den på ett högt och brant berg.Jes. 11,1. Jer. 23,6. 33,15 f.
επι του υψηλου ορους του Ισραηλ θελω φυτευσει αυτον, και θελει εκφερει κλαδους και καρποφορησει και θελει γεινει κεδρος μεγαλη και υποκατω αυτης θελουσι κατασκηνωσει παν ορνεον και παν πτηνον υπο την σκιαν των κλαδων αυτης θελουσι κατασκηνωσει.
På Israels stolta berg skall jag plantera den, och den skall bära grenar och få frukt och bliva en härlig ceder. Och allt vad fåglar heter av alla slag skall bo under den; de skola bo i skuggan av dess grenar.Jes. 2,2. Matt. 13,31 f.
Και παντα τα δενδρα του αγρου θελουσι γνωρισει, οτι εγω ο Κυριος εταπεινωσα το δενδρον το υψηλον, υψωσα το δενδρον το ταπεινον, κατεξηρανα το δενδρον το χλωρον, και εκαμον το δενδρον το ξηρον να αναθαλλη. Εγω ο Κυριος ελαλησα και εξετελεσα.
Och alla träd på marken skola förnimma att det är jag, HERREN, som förödmjukar höga träd och upphöjer låga träd, som låter friska träd förtorka och gör torra träd grönskande. Jag, HERREN, har talat det, och jag fullbordar det också.