Deuteronomy 15

Εν τω τελει του εβδομου ετους θελεις καμνει αφεσιν.
Vart sjunde år skall du låta vara ett friår.
Και ουτος ειναι ο νομος της αφεσεως πας δανειστης, οστις εδανεισε τι εις τον πλησιον αυτου, θελει αφησει αυτο δεν θελει απαιτει αυτο απο τον πλησιον αυτου η απο τον αδελφον αυτου διοτι τουτο ονομαζεται αφεσις του Κυριου.
Och så skall förhålla sig med det friåret: Var långivare som har lånat något åt sin nästa skall då efterskänka sin fordran. Han får då icke kräva sin nästa och broder, ty ett HERRENS friår har då blivit utlyst.
Απο του ξενου δυνασαι να απαιτησης αυτο ο, τι ομως ο αδελφος σου εχει εκ των ιδικων σου, η χειρ σου θελει αφινει αυτο
En utlänning må du kräva, men om du har något att fordra av din broder, skall du efterskänka det.
δια να μη υπαρχη πτωχος μεταξυ σας διοτι ο Κυριος θελει σε ευλογησει μεγαλως εν τη γη, την οποιαν Κυριος ο Θεος σου διδει εις σε κληρονομιαν, δια να εξουσιασης αυτην
Dock borde rätteligen ingen fattig finnas hos dig, ty Herren skall rikligen välsigna dig i det land som HERREN, din Gud, vill giva dig till besittning, såsom din arvedel,
αν μονον επιμελως ακουης την φωνην Κυριου του Θεου σου, δια να προσεχης να καμνης πασας τας εντολας ταυτας, τας οποιας εγω σε προσταζω σημερον.
allenast du hör HERRENS, din Guds, röst, så att du håller alla dessa bud som jag i dag giver dig och gör efter dem.
διοτι Κυριος ο Θεος σου θελει σε ευλογησει, καθως υπεσχεθη εις σε και θελεις δανειζει εις πολλα εθνη, συ ομως δεν θελεις δανειζεσθαι και θελεις βασιλευει επι πολλα εθνη, επι σε ομως δεν θελουσι βασιλευσει.
Ty Herren, din Gud, skall välsigna dig, såsom han har lovat dig; och du skall giva lån åt många folk, men själv skall du icke behöva låna av någon, och du skall råda över många folk, men de skola icke råda över dig.
Εαν ηναι εν μεσω σου πτωχος εκ των αδελφων σου εντος τινος των πυλων σου, εν τη γη σου την οποιαν Κυριος ο Θεος σου διδει εις σε, δεν θελεις σκληρυνει την καρδιαν σου ουδε θελεις κλεισει την χειρα σου απο του πτωχου αδελφου σου
Om någon fattig finnes hos dig, en av dina bröder inom någon av dina städer, i det land som Herren, din Gud, vill giva dig, så skall du icke förstocka ditt hjärta och tillsluta din hand för denne din fattige broder,
αλλ εξαπαντος θελεις ανοιξει την χειρα σου προς αυτον, και εξαπαντος θελεις δανεισει εις αυτον ικανα δια την χρειαν αυτου, εις ο, τι χρειαζεται.
utan du skall gärna öppna din hand för honom och gärna låna honom vad han behöver i sin brist.
προσεχε εις σεαυτον, μηποτε επελθη κακος στοχασμος επι την καρδιαν σου και ειπης, Πλησιαζει το εβδομον ετος, το ετος της αφεσεως και πονηρευθη ο οφθαλμος σου κατα του πτωχου αδελφου σου και δεν δωσης εις αυτον, και βοηση προς τον Κυριον κατα σου, και γεινη εις σε αμαρτια.
Tag dig till vara, så att icke den onda tanken uppstår i ditt hjärta: »Det sjunde året, friåret, är nära», och att du så ser med ont öga på din fattige broder och icke giver honom något; han kan då ropa över dig till Herren, och så kommer synd att vila på dig.
Θελεις δωσει εξαπαντος εις αυτον, και η καρδια σου δεν θελει πονηρευθη οταν διδης εις αυτον επειδη δια τουτο θελει σε ευλογει Κυριος ο Θεος σου εις παντα τα εργα σου και εις πασας τας επιχειρησεις σου.
Gärna skall du giva åt honom, och ditt hjärta skall icke vara motvilligt, när du giver åt honom, ty för en sådan gåvas skull skall Herren, din Gud, välsigna dig i alla dina verk, i allt vad du företager dig.
Διοτι δεν θελει λειψει πτωχος εκ μεσου της γης σου δια τουτο εγω προσταζω εις σε, λεγων, Θελεις εξαπαντος ανοιγει την χειρα σου προς τον αδελφον σου, προς τον πτωχον σου και προς τον ενδεη σου επι της γης σου.
Fattiga skola ju aldrig saknas i landet, därför bjuder jag dig och säger: Du skall gärna öppna din hand för din broder, för de arma och fattiga som du har i ditt land.
Εαν ο αδελφος σου, Εβραιος η Εβραια, πωληθη εις σε, θελει σε δουλευσει εξ ετη, και εις το εβδομον ετος θελεις εξαποστειλει αυτον ελευθερον απο σου.
Om någon av ditt folk, en hebreisk man eller en hebreisk kvinna, har sålt sig till dig och tjänat dig i sex år, så skall du på det sjunde året släppa honom fri ur din tjänst;
Και οταν εξαποστειλης αυτον ελευθερον απο σου, δεν θελεις εξαποστειλει αυτον κενον
och när du släpper honom fri ur din tjänst, skall du icke låta honom gå med tomma händer.
θελεις εξαπαντος εφοδιασει αυτον απο των προβατων σου και απο του αλωνιου σου και απο του ληνου σου απο ο, τι Κυριος ο Θεος σου σε ηυλογησε, θελεις δωσει εις αυτον.
Du skall fastmer förse honom med gåvor från din hjord, från din loge och från din vinpress; av det varmed Herren, din Gud, har välsignat dig skall du giva honom.
Και θελεις ενθυμηθη οτι δουλος εσταθης εν γη Αιγυπτου, και Κυριος ο Θεος σου σε ελυτρωσεν οθεν εγω προσταζω εις σε το πραγμα τουτο σημερον.
Du skall komma ihåg att du själv har varit en träl i Egyptens land, och att Herren, din Gud, har förlossat dig; därför bjuder jag dig detta i dag.
Αλλ εαν σοι ειπη, Δεν εξερχομαι απο σου επειδη ηγαπησε σε και τον οικον σου, διοτι ευτυχει μετα σου
Men om så skulle hända, att han säger till dig att han icke vill lämna dig, därför att han älskar dig och ditt hus, eftersom han har haft det gott hos dig,
τοτε θελεις λαβει τρυπητηριον και θελεις τρυπησει το ωτιον αυτου προς την θυραν, και θελει εισθαι δουλος σου παντοτεινος και εις την δουλην σου θελεις καμει ομοιως.
så skall du taga en syl och sticka den genom hans öra in i dörren; därefter skall han vara din träl evärdligen. Med din tjänarinna skall du göra på samma sätt.
Δεν θελει φανη εις σε σκληρον οταν εξαποστειλης αυτον ελευθερον απο σου διοτι σε εδουλευσε το διπλουν μισθωτου δουλου, εξ ετη και Κυριος ο Θεος σου θελει σε ευλογει εις παν ο, τι καμνεις.
Du skall icke tycka det vara hårt att du måste släppa din tjänare fri ur din tjänst; i sex år har han ju berett dig dubbelt så stor förmån som någon avlönad legodräng. Så skall Herren, din Gud, välsigna dig i allt vad du gör.
Παντα τα πρωτοτοκα, οσα γεννωνται μεταξυ των βοων σου και των προβατων σου τα αρσενικα, θελεις αφιερονει εις Κυριον τον Θεον σου δεν θελεις μεταχειρισθη εις εργασιαν τον πρωτοτοκον μοσχον σου, ουδε κουρευσει το πρωτοτοκον των προβατων σου.
Allt förstfött av hankön, som födes bland dina fäkreatur och din småboskap, skall du helga åt Herren, din Gud; du skall icke vid ditt arbete begagna det som är förstfött bland dina fäkreatur, icke heller skall du klippa ullen på det som är förstfött bland din småboskap.
Ενωπιον Κυριου του Θεου σου θελεις τρωγει αυτο κατ ετος, εν τω τοπω οντινα εκλεξη ο Κυριος, συ και ο οικος σου.
Inför Herrens, din Guds, ansikte skall du med ditt husfolk för vart år äta det på den plats som Herren utväljer.
Και εαν εχη τινα μωμον, εαν ηναι χωλον η τυφλον η εχη τινα μωμον κακον, δεν θελεις θυσιασει αυτο εις Κυριον τον Θεον σου.
Men om djuret har något lyte, om det är halt eller blint eller har något annat ont lyte, så skall du icke offra det åt Herren, din Gud.
Εντος των πυλων σου θελεις τρωγει αυτο ο ακαθαρτος και ο καθαρος εξισου, ως την δορκαδα και ως την ελαφον.
Inom dina städer må du då äta det; både den som är oren och den som är ren må äta därav, såsom vore det gasell- eller hjortkött.
Πλην το αιμα αυτου δεν θελεις φαγει επι την γην θελεις χυσει αυτο ως υδωρ.
Men blodet skall du icke förtära; du skall gjuta ut det på jorden såsom vatten.