II Thessalonians 3

Το λοιπον προσευχεσθε, αδελφοι, περι ημων, δια να τρεχη ο λογος του Κυριου και να δοξαζηται, καθως και εις εσας,
För övrigt, käre bröder, bedjen för oss, att Herrens ord må hava framgång och komma till ära hos andra likasom hos eder,
και δια να ελευθερωθωμεν απο των παραλογων και πονηρων ανθρωπων διοτι η πιστις δεν υπαρχει εις παντας.
så ock att vi må bliva frälsta ifrån vanartiga och onda människor. Ty tron är icke var mans.
Πιστος ομως ειναι ο Κυριος, οστις θελει σας στηριξει και φυλαξει απο του πονηρου.
Men Herren är trofast, och han skall styrka eder och bevara eder från det onda.
Εχομεν δε πεποιθησιν δια του Κυριου εφ υμας οτι εκεινα, τα οποια σας παραγγελλομεν, και πραττετε και θελετε πραττει.
Och vi hava den tillförsikten till eder i Herren, att I både nu gören och framgent skolen göra vad vi bjuda eder.
Ο δε Κυριος ειθε να κατευθυνη τας καρδιας σας εις την αγαπην του Θεου και εις την προσδοκιαν του Χριστου.
Ja, Herren styre edra hjärtan till Guds kärlek och Kristi ståndaktighet.
Σας παραγγελλομεν δε, αδελφοι, εν ονοματι του Κυριου ημων Ιησου Χριστου, να απομακρυνησθε απο παντος αδελφου ατακτως περιπατουντος και ουχι κατα την παραδοσιν, την οποιαν παρελαβε παρ ημων.
Men vi bjuda eder, käre bröder, i vår Herres, Jesu Kristi, namn, att I dragen eder ifrån var broder som för en oordentlig vandel och icke lever efter de lärdomar han har mottagit av oss.
Επειδη σεις εξευρετε πως πρεπει να μιμησθε ημας, διοτι δεν εφερθημεν ατακτως μεταξυ σας,
I veten ju själva huru man bör efterfölja oss. Ty vi förhöllo oss icke oordentligt bland eder,
ουδε εφαγομεν δωρεαν αρτον παρα τινος, αλλα μετα κοπου και μοχθου, νυκτα και ημεραν εργαζομενοι, δια να μη επιβαρυνωμεν μηδενα υμων
ej heller åto vi någons bröd för intet; tvärtom åto vi vårt bröd under arbete och möda, och vi strävade natt och dag, för att icke bliva någon av eder till tunga.
ουχι διοτι δεν εχομεν εξουσιαν, αλλα δια να σας δωσωμεν εαυτους τυπον εις το να μιμησθε ημας.
Icke som om vi ej hade haft rätt därtill, men vi ville låta eder i oss få ett föredöme, för att I skullen efterfölja oss.
Διοτι και οτε ημεθα παρ υμιν, τουτο σας παρηγγελλομεν, οτι εαν τις δεν θελη να εργαζηται, μηδε ας τρωγη.
Redan när vi voro hos eder, gåvo vi ju eder det budet: om någon icke vill arbeta, så skall han icke heller äta.
Επειδη ακουομεν τινας οτι περιπατουσι μεταξυ σας ατακτως, μη εργαζομενοι μηδεν, αλλα περιεργαζομενοι
Vi höra nämligen att somliga bland eder föra en oordentlig vandel och icke arbeta, utan allenast syssla med sådant som icke kommer dem vid.
παραγγελλομεν δε εις τους τοιουτους και προτρεπομεν δια του Κυριου ημων Ιησου Χριστου, να τρωγωσι τον αρτον αυτων εργαζομενοι μετα ησυχιας.
Sådana människor bjuda och förmana vi i Herren Jesus Kristus, att de arbeta i stillhet, så att de kunna äta sitt eget bröd.
Σεις δε, αδελφοι, μη αποκαμητε πραττοντες το καλον.
Och I, käre bröder, mån icke förtröttas att göra vad gott är.
Και εαν τις δεν υπακουη εις τον λογον ημων τον δια της επιστολης, τουτον σημειονετε και μη συναναστρεφεσθε μετ αυτου, δια να εντραπη
Men om någon icke lyder vad vi hava sagt i detta brev, så märken ut för eder den mannen, och haven intet umgänge med honom, på det att han må blygas.
πλην μη θεωρειτε αυτον ως εχθρον, αλλα νουθετειτε ως αδελφον.
Hållen honom dock icke för en ovän, utan förmanen honom såsom en broder.
Αυτος δε ο Κυριος της ειρηνης ειθε να σας δωση την ειρηνην διαπαντος εν παντι τροπω. Ο Κυριος ειη μετα παντων υμων.
Men fridens Herre själv give eder sin frid alltid och på allt sätt. Herren vare med eder alla.
Ο ασπασμος εγραφη με την χειρα εμου του Παυλου, το οποιον ειναι σημειον εν παση επιστολη ουτω γραφω.
Här skriver jag, Paulus, min hälsning med egen hand. Detta är ett kännetecken i alla mina brev; så skriver jag.
Η χαρις του Κυριου ημων Ιησου Χριστου ειη μετα παντων υμων αμην.
Vår Herres, Jesu Kristi, nåd vare med eder alla.