II Samuel 8

Μετα δε ταυτα επαταξεν ο Δαβιδ τους Φιλισταιους και κατετροπωσεν αυτους και ελαβεν ο Δαβιδ την Μεθεγ−αμμα εκ χειρος των Φιλισταιων.
En tid härefter slog David filistéerna och kuvade dem. Därvid bemäktigade sig David huvudstaden och tog den ur filistéernas hand.1 Krön. 18,1 f.
Και επαταξε τους Μωαβιτας και διεμετρησεν αυτους δια σχοινιων, απλωσας αυτους κατα γης και διεμετρησε δια δυο σχοινιων δια να θανατωση, και δι ενος πληρους σχοινιου δια να αφηση ζωντας. Ουτως οι Μωαβιται εγειναν δουλοι του Δαβιδ υποτελεις.
Han slog ock moabiterna och mätte dem med snöre, i det att han lät dem lägga sig ned på jorden: med två snörlängder mätte han ut den del av dem, som skulle dödas, och med en full snörlängd den del som han låt leva. Så blevo moabiterna David underdåniga och förde till honom skänker.4 Mos. 24,17.
Επαταξεν ετι ο Δαβιδ τον Αδαδεζερ, υιον του Ρεωβ, βασιλεα της Σωβα, ενω υπηγαινε να στηση την εξουσιαν αυτου επι τον ποταμον Ευφρατην.
Likaledes slog David Hadadeser, Rehobs son, konungen i Soba, när denne hade dragit åstad för att utsträcka sitt välde till floden.1 Sam. 14,47.
Και ελαβεν ο Δαβιδ εξ αυτου χιλιους επτακοσιους ιππεις και εικοσι χιλιαδας πεζων και ενευροκοπησεν ο Δαβιδ παντας τους ιππους των αμαξων, και εφυλαξεν εξ αυτων εκατον αμαξας.
Och David tog till fånga av han folk ett tusen sju hundra ryttare och tjugu tusen man fotfolk; och David lät avskära fotsenorna på alla vagnshästarna, utom på ett hundra hästar, som han skonade.Jos. 11,6.
Και οτε ηλθον οι Συριοι της Δαμασκου δια να βοηθησωσι τον Αδαδεζερ, βασιλεα της Σωβα, ο Δαβιδ επαταξεν εκ των Συριων εικοσιδυο χιλιαδας ανδρων.
När sedan araméerna från Damaskus kommo för att hjälpa Hadadeser, konungen i Soba, nedgjorde David tjugutvå tusen man av dem.
Και εβαλεν ο Δαβιδ φρουρας εν τη Συρια της Δαμασκου και οι Συριοι εγειναν δουλοι υποτελεις του Δαβιδ. Και εσωζεν ο Κυριος τον Δαβιδ πανταχου, οπου επορευετο.
Och David insatte fogdar bland araméerna i Damaskus, och araméerna blevo David underdåniga och förde till honom skänker. Så gav HERREN seger åt David, varhelst han drog fram.
Και ελαβεν ο Δαβιδ τας ασπιδας τας χρυσας, αιτινες ησαν επι τους δουλους του Αδαδεζερ, και εφερεν αυτας εις Ιερουσαλημ.
Och David tog de gyllene sköldar som Hadadesers tjänare hade burit och förde dem till Jerusalem.
Και εκ της Βεταχ και εκ Βηρωθαι, πολεων του Αδαδεζερ, ο βασιλευς Δαβιδ ελαβε χαλκον πολυν σφοδρα.
Och från Hadadesers städer Beta och Berotai tog konung David koppar i stor myckenhet.
Ακουσας δε ο Θοει, βασιλευς της Αιμαθ, οτι ο Δαβιδ επαταξε πασαν την δυναμιν του Αδαδεζερ,
Då nu Toi, konungen i Hamat, hörde att David hade slagit Hadadesers hela här,
απεστειλεν ο Θοει Ιωραμ, τον υιον αυτου, προς τον βασιλεα Δαβιδ, δια να χαιρετηση αυτον και να ευλογηση αυτον, οτι κατεπολεμησε τον Αδαδεζερ και επαταξεν αυτον διοτι ο Αδαδεζερ ητο πολεμιος του Θοει. Και εφερεν ο Ιωραμ μεθ εαυτου σκευη αργυρα και σκευη χρυσα και σκευη χαλκινα
sände han sin son Joram till konung David för att hälsa honom och lyckönska honom, därför att han hade givit sig i strid med Hadadeser och slagit honom; ty Hadadeser hade varit Tois fiende. Och han hade med sig kärl av silver, av guld och av koppar.
και ταυτα αφιερωσεν ο βασιλευς Δαβιδ εις τον Κυριον μετα του αργυριου και του χρυσιου, τα οποια ειχεν αφιερωσει εκ παντων των εθνων, οσα υπεταξεν
Också dessa helgade konung David åt HERREN, likasom han hade gjort med det silver och guld han hade tagit från alla de folk som han hade underlagt sig:
εκ της Συριας και εκ του Μωαβ και εκ των υιων Αμμων και εκ των Φιλισταιων και εκ του Αμαληκ και εκ των λαφυρων του Αδαδεζερ, υιου του Ρεωβ, βασιλεως της Σωβα.
från araméerna, moabiterna, Ammons barn, filistéerna och amalekiterna, så ock med det byte han hade tagit från Hadadeser, Rehobs son, konungen i Soba.
Και απεκτησεν ο Δαβιδ ονομα, οτε επεστρεφε, κατατροπωσας τους Συριους εν τη κοιλαδι του αλατος, δεκαοκτω χιλιαδας.
Och när David kom tillbaka från sin seger över araméerna, gjorde han sig ytterligare ett namn i Saltdalen, där han slog aderton tusen man.Ps. 60,2.
Και εβαλε φρουρας εν τη Ιδουμαια καθ ολην την Ιδουμαιαν εβαλε φρουρας και παντες οι Ιδουμαιοι εγειναν δουλοι του Δαβιδ. Και εσωζεν ο Κυριος τον Δαβιδ πανταχου οπου επορευετο.
Och han insatte fogdar i Edom, i hela Edom insatte han fogdar; och alla edoméer blevo David underdåniga. Så gav HERREN seger åt David, varhelst han drog fram.4 Mos. 24,18. 2 Kon. 8,20 f.
Και εβασιλευσεν ο Δαβιδ επι παντα τον Ισραηλ και εκαμεν ο Δαβιδ κρισιν και δικαιοσυνην εις παντα τον λαον αυτου.
David regerade nu över hela Israel; och David skipade lag och rätt åt allt sitt folk.
Και Ιωαβ, ο υιος της Σερουιας, ητο επι του στρατευματος Ιωσαφατ δε, ο υιος του Αχιλουδ, υπομνηματογραφος
Joab, Serujas son, hade befälet över krigshären, och Josafat Ahiluds son, var kansler.2 Sam. 20,23 f.
και Σαδωκ, ο υιος του Αχιτωβ, και Αχιμελεχ, ο υιος του Αβιαθαρ, ιερεις ο δε Σεραιας, γραμματευς.
Sadok, Ahitubs son, och Ahimelek, Ebjatars son, voro präster, och Seraja var sekreterare.
Και Βεναιας, ο υιος του Ιωδαε, ητο επι των Χερεθαιων και επι των Φελεθαιων οι δε υιοι του Δαβιδ ησαν αυλαρχαι.
Benaja, Jojadas son, hade befälet över keretéerna och peletéerna; dessutom voro Davids söner präster.1 Kon. 1,38.