II Samuel 24

Και εξηφθη παλιν η οργη του Κυριου εναντιον του Ισραηλ, και διηγειρε τον Δαβιδ εναντιον αυτων να ειπη, Υπαγε, αριθμησον τον Ισραηλ και τον Ιουδαν.
Men HERRENS vrede upptändes åter mot Israel, så att han uppeggade David mot dem och sade: »Gå åstad och räkna Israel och Juda.»1 Krön. 21,1 f.
Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Ιωαβ, τον αρχηγον του στρατευματος, οστις ητο μετ αυτου Διελθε τωρα πασας τας φυλας του Ισραηλ, απο Δαν εως Βηρ−σαβεε, και απαριθμησον τον λαον, δια να μαθω τον αριθμον του λαου.
Då sade konungen till Joab, hövitsmannen för hans här: »Far igenom alla Israels stammar, från Dan ända till Beer-Seba, och anställen en folkräkning, så att jag får veta huru stor folkmängden är.»2 Mos. 30,12 f. Dom. 20,1.
Και ειπεν ο Ιωαβ προς τον βασιλεα, Ειθε Κυριος ο Θεος σου να προσθεση εις τον λαον εκατονταπλασιον αφ ο, τι ειναι, και να ιδωσιν οι οφθαλμοι του κυριου μου του βασιλεως πλην δια τι ο κυριος μου ο βασιλευς επιθυμει το πραγμα τουτο;
Joab svarade konungen: »Må HERREN, din Gud, föröka detta folk hundrafalt, huru talrikt det än är, och må min herre konungen få se detta med egna ögon. Men varför har min herre konungen fått lust till sådant?»
Ο λογος ομως του βασιλεως υπερισχυσεν επι τον Ιωαβ και επι τους αρχηγους του στρατευματος και ηλθεν ο Ιωαβ και οι αρχηγοι του στρατευματος απ εμπροσθεν του βασιλεως, δια να απαριθμησωσι τον λαον τον Ισραηλ.
Likväl blev konungens befallning gällande, trots Joab och härens andra hövitsmän; alltså drog Joab jämte härens andra hövitsmän ut i konungens tjänst för att anställa folkräkning i Israel.
Και διεβησαν τον Ιορδανην και εστρατοπεδευσαν εν Αροηρ, εκ των δεξιων της πολεως, της εν μεσω της φαραγγος Γαδ, και προς Ιαζηρ.
Och de gingo över Jordan och lägrade sig vid Aroer, på högra sidan om staden i Gads dal, och åt Jaeser till.5 Mos. 2,36. Jos. 13,16.
Επειτα ηλθον εις Γαλααδ και εις την γην Ταχτιμ−οδσει και ηλθον εις Δαν−ιααν και περιξ, εως της Σιδωνος
Därifrån kommo de till Gilead och Tatim-Hodsis land; sedan kommo de till Dan-Jaan och så runt omkring till Sidon.
και ηλθον εις το φρουριον της Τυρου και εις πασας τας πολεις των Ευαιων και των Χαναναιων και εξηλθον κατα το νοτιον του Ιουδα εις Βηρ−σαβεε.
Därefter kommo de till Tyrus' befästningar och till hivéernas och kananéernas alla städer; slutligen drogo de till Beer-Seba i Juda sydland.
Αφου δε περιωδευσαν πασαν την γην, ηλθον εις Ιερουσαλημ, εις το τελος εννεα μηνων και εικοσι ημερων.
Och sedan de så hade farit igenom hela landet, kommo de efter nio månader och tjugu dagar hem till Jerusalem.
Και εδωκεν ο Ιωαβ εις τον βασιλεα το κεφαλαιον της απαριθμησεως του λαου και ησαν ο Ισραηλ οκτακοσιαι χιλιαδες ανδρες δυναμεως συροντες ομφαιαν και οι ανδρες του Ιουδα πεντακοσιαι χιλιαδες.
Och Joab uppgav för konungen vilken slutsumma folkräkningen utvisade: i Israel funnos åtta hundra tusen stridbara, svärdbeväpnade män, och Juda män voro fem hundra tusen.1 Krön. 27,24.
Και η καρδια του Δαβιδ εκτυπησεν αυτον, αφου απηριθμησε τον λαον. Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Κυριον, Ημαρτησα σφοδρα, πραξας τουτο και τωρα, δεομαι σου, Κυριε, αφαιρεσον την ανομιαν του δουλου σου, οτι εμωρανθην σφοδρα.
Men Davids samvete slog honom, sedan han hade låtit räkna folket, och David sade till HERREN: »Jag har syndat storligen i vad jag har gjort; men tillgiv nu, HERRE, din tjänares missgärning, ty jag har handlat mycket dåraktigt.»2 Sam. 12,13.
Και οτε εσηκωθη ο Δαβιδ το πρωι, ο λογος του Κυριου ηλθε προς τον Γαδ τον προφητην, τον βλεποντα του Δαβιδ, λεγων,
Då nu David stod upp om morgonen, hade HERRENS ord kommit till profeten Gad, Davids siare; han hade sagt:1 Sam. 9,9. 22,5.
Υπαγε και ειπε προς τον Δαβιδ, ουτω λεγει Κυριος Τρια πραγματα εγω προβαλλω εις σε εκλεξον εις σεαυτον εν εκ τουτων, και θελω σοι καμει αυτο.
»Gå och tala till David: Så säger HERREN: Tre ting förelägger jag dig; välj bland dem ut åt dig ett som du vill att jag skall göra dig.»
Ηλθε λοιπον ο Γαδ προς τον Δαβιδ και ανηγγειλε προς αυτον και ειπε προς αυτον, Θελεις να επελθωσιν εις σε επτα ετη πεινης επι την γην σου; η τρεις μηνας να φευγης απ εμπροσθεν των εχθρων σου και να σε διωκωσιν; η τρεις ημερας να ηναι θανατικον εν τη γη σου; τωρα συλλογισθητι, και ιδε ποιαν αποκρισιν θελω φερει προς τον αποστειλαντα με.
Då gick Gad in till David och förkunnade detta för honom. Han sade till honom: »Vill du att hungersnöd under sju år skall komma i ditt land? Eller att du i tre månader skall nödgas fly för dina ovänner, medan de förfölja dig? Eller att pest i tre dagar skall hemsöka ditt land? Betänk nu och eftersinna vilket svar jag skall giva honom som har sänt mig.»Jer. 29,17. Hes 6,11 f.
Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Γαδ, Στενα μοι πανταχοθεν σφοδρα ας πεσω λοιπον εις την χειρα του Κυριου, διοτι ειναι πολλοι οι οικτιρμοι αυτου εις χειρα δε ανθρωπου ας μη πεσω.
David svarade Gad: »Jag är i stor vånda. Men låt oss då falla i HERRENS hand, ty hans barmhärtighet är stor; i människohand vill jag icke falla.»Syr. 2,18.
Απεστειλε λοιπον ο Κυριος θανατικον επι τον Ισραηλ, απο πρωιας μεχρι του διωρισμενου καιρου και απεθανον εκ του λαου, απο Δαν εως Βηρ−σαβεε, εβδομηκοντα χιλιαδες ανδρων.
Så lät då HERREN pest komma i Israel, från morgonen intill den bestämda tiden; därunder dogo av folket, ifrån Dan ända till Beer-Seba, sjuttio tusen män.
Και οτε ο αγγελος εξετεινε την χειρα αυτου κατα της Ιερουσαλημ, δια να απολεση αυτην, μετεμεληθη ο Κυριος περι του κακου, και ειπε προς τον αγγελον, οστις εκαμεν εν τω λαω την φθοραν, Αρκει ηδη συρε την χειρα σου. Ητο δε ο αγγελος του Κυριου πλησιον του αλωνιου του Ορνα του Ιεβουσαιου.
Men när ängeln räckte ut sin hand över Jerusalem för att fördärva det, ångrade HERREN det onda, och han sade till ängeln, folkets fördärvare: »Det är nog; drag nu din hand tillbaka.» Och HERRENS ängel var då vid jebuséen Araunas tröskplats.2 Mos. 12,23.
Και ελαλησεν ο Δαβιδ προς τον Κυριον, οτε ειδε τον αγγελον τον θανατονοντα τον λαον, και ειπεν, Ιδου, εγω ημαρτον και εγω ηνομησα ταυτα δε τα προβατα τι επραξαν; κατ εμου λοιπον εστω η χειρ σου και κατα του οικου του πατρος μου.
Men när David fick se ängeln som slog folket, sade han till HERREN så: »Det är ju jag som har syndat, det är jag som har gjort illa; men dessa, min hjord, vad hava de gjort? Må din hand vända sig mot mig och min faders hus.»4 Mos 16,22.
Και ηλθεν ο Γαδ την ημεραν εκεινην προς τον Δαβιδ και ειπε προς αυτον, Αναβα, στησον θυσιαστηριον εις τον Κυριον εν τω αλωνιω Ορνα του Ιεβουσαιου.
Och Gad kom till David samma dag och sade till honom: »Gå åstad och res ett altare åt HERREN på jebuséen Araunas tröskplats.»
Και ανεβη ο Δαβιδ κατα τον λογον του Γαδ, ως προσεταξεν ο Κυριος.
Och David gick åstad efter Gads ord, såsom HERREN hade bjudit.
Και ανεβλεψεν ο Ορνα και ειδε τον βασιλεα και τους δουλους αυτου ερχομενους προς αυτον και εξηλθεν ο Ορνα και προσεκυνησε τον βασιλεα κατα προσωπον αυτου εως εδαφους.
När Arauna nu blickade ut och fick se att konungen och hans tjänare kommo till honom, gick han ut och föll ned till jorden på sitt ansikte för konungen.
Και ειπεν ο Ορνα, Δια τι ηλθεν ο κυριος μου ο βασιλευς προς τον δουλον αυτου; Και ειπεν ο Δαβιδ, Δια να αγορασω το αλωνιον παρα σου, δια να οικοδομησω θυσιαστηριον εις τον Κυριον, και να σταθη η πληγη απο του λαου.
Och Arauna sade: »Varför kommer min herre konungen till sin tjänare?» David svarade: »För att köpa tröskplatsen av dig och där bygga ett altare åt HERREN; och må så hemsökelsen upphöra bland folket.»
Και ειπεν ο Ορνα προς τον Δαβιδ, Ας λαβη ο κυριος μου ο βασιλευς και ας προσφερη εις θυσιαν ο, τι φαινεται αρεστον εις τους οφθαλμους αυτου ιδου, οι βοες εις ολοκαυτωμα και τα αλωνικα εργαλεια και τα εργαλεια των βοων δια ξυλα.
Då sade Arauna till David: »Min herre konungen tage till sitt offer vad honom täckes. Se här äro fäkreaturen till brännoffer, och här äro tröskvagnarna, jämte fäkreaturens ok, till ved.
Τα παντα εδωκεν ο Ορνα, ως βασιλευς, εις τον βασιλεα. Και ειπεν ο Ορνα προς τον βασιλεα, Κυριος ο Θεος σου να ευαρεστηθη εις σε.
Alltsammans, o konung, giver Arauna åt konungen.» Och Arauna sade ytterligare till konungen: »Må HERREN, din Gud, vara dig nådig.»
Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Ορνα, Ουχι, αλλα θελω εξαπαντος αγορασει αυτο παρα σου δια αντιπληρωμης διοτι δεν θελω προσφερει ολοκαυτωματα εις Κυριον τον Θεον μου δωρεαν. Και ηγορασεν ο Δαβιδ το αλωνιον και τους βοας δια πεντηκοντα σικλων αργυριου.
Men konungen svarade Arauna: »Nej, jag vill köpa det av dig för ett bestämt pris; ty jag vill icke offra åt HERREN, min Gud, brännoffer som jag har fått för intet.» Och David köpte tröskplatsen och fäkreaturen för femtio siklar silver.
Και ωκοδομησεν ο Δαβιδ εκει θυσιαστηριον εις τον Κυριον, και προσεφερεν ολοκαυτωματα και ειρηνικας προσφορας. Και εξιλεωθη ο Κυριος προς την γην, και εσταθη η πληγη απο του Ισραηλ.
Och David byggde där ett altare åt HERREN och offrade brännoffer och tackoffer. Och HERREN lyssnade till landets bön, och hemsökelsen upphörde bland Israel.1 Krön. 22,1. 2 Krön. 3,1.