II Samuel 1

Μετα δε τον θανατον του Σαουλ, αφου επεστρεψεν ο Δαβιδ απο της σφαγης των Αμαληκιτων, εκαθησεν ο Δαβιδ εν Σικλαγ δυο ημερας
Efter Sauls död, när David hade kommit tillbaka från segern över Amalek, och när David sedan i två dagar hade uppehållit sig i Siklag,1 Sam. 30,17 f., 26.
την δε τριτην ημεραν, ιδου, ηλθεν ανθρωπος εκ του στρατοπεδου απο πλησιον του Σαουλ, εχων διεσχισμενα τα ιματια αυτου και χωμα επι της κεφαλης αυτου και καθως εισηλθε προς τον Δαβιδ, επεσεν εις την γην και προσεκυνησε.
då hände sig på tredje dagen att en man kom från Sauls läger, med sönderrivna kläder och med jord på sitt huvud. Och när han kom in till David, föll han ned till jorden och bugade sig.Jos.7,6. 1 Sam. 4,12.
Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Ποθεν ερχεσαι; Ο δε ειπε προς αυτον, Εγω εκ του στρατοπεδου του Ισραηλ διεσωθην.
David frågade honom: »Varifrån kommer du?» Han svarade honom: »Jag kommer såsom flykting ifrån Israels läger.»
Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Τι συνεβη; ειπε μοι, παρακαλω. Και απεκριθη, Οτι εφυγεν ο λαος εκ της μαχης, και πολλοι μαλιστα εκ του λαου επεσον και απεθανον απεθανον δε και Σαουλ και Ιωναθαν ο υιος αυτου.
Då sade David till honom: »Huru har det gått? Säg mig det.» Han svarade: »Folket har flytt ur striden, många av folket hava också fallit och dött; Saul och hans son Jonatan äro ock döda.»
Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον νεον τον απαγγελλοντα προς αυτον, Πως εξευρεις οτι απεθανεν ο Σαουλ, και Ιωναθαν ο υιος αυτου;
David frågade den unge mannen som berättade detta för honom: »Huru vet du att Saul och hans son Jonatan äro döda?»
Και ειπεν ο νεος ο απαγγελλων προς αυτον, Ευρεθην κατα τυχην εν τω ορει Γελβουε, και ιδου, ο Σαουλ ητο κεκλιμενος επι του δορατος αυτου, και ιδου, αι αμαξαι και οι ιππεις κατεφθανον αυτον.
Den unge mannen som hade framfört underrättelsen till honom svarade: »Jag kom av en händelse upp på berget Gilboa, och där fick jag se Saul stödja sig mot sitt spjut, under det att vagnar och ryttare ansatte honom.1 Sam. 31,1 f.
και οτε εβλεψεν εις τα οπισω αυτου, με ειδε και με εκαλεσε και απεκριθην, Ιδου, εγω.
När han då vände sig om och fick se mig, ropade han på mig, och jag svarade: 'Här är jag.'
Και ειπε προς εμε, Ποιος εισαι; Και απεκριθην προς αυτον, Ειμαι Αμαληκιτης.
Då frågade han mig vem jag var, och jag svarade honom att jag var en amalekit.
Παλιν ειπε προς εμε, Στηθι επανω μου, παρακαλω, και θανατωσον με διοτι σκοτοδινιασις με κατελαβεν, επειδη η ζωη μου ειναι ετι ολη εν εμοι.
Sedan sade han till mig: 'Träd fram hit till mig och giv mig dödsstöten, ty jag är gripen av dödens vanmakt, om ock livet ännu alltjämt är kvar i mig.'
Εσταθην λοιπον επ αυτον και εθανατωσα αυτον επειδη ημην βεβαιος οτι δεν ηδυνατο να ζηση αφου επεσε και ελαβον το διαδημα το επι της κεφαλης αυτου και το βραχιολιον το εν τω βραχιονι αυτου, και εφερα αυτα ενταυθα προς τον κυριον μου.
Då trädde jag fram till honom och dödade honom, ty jag visste ju att han icke skulle kunna överleva sitt fall. Och jag tog diademet som satt på hans huvud, och ett armband som satt på hans arm, och jag bar nu detta hit till min herre.»
Τοτε πιασας ο Δαβιδ τα ιματια αυτου, διεσχισεν αυτα και παντες ομοιως οι ανδρες οι μετ αυτου.
Då fattade David i sina kläder och rev sönder dem; så gjorde ock alla de män som voro där med honom.
Και επενθησαν και εκλαυσαν και ενηστευσαν εως εσπερας δια τον Σαουλ και δια Ιωναθαν τον υιον αυτου και δια τον λαον του Κυριου και δια τον οικον του Ισραηλ, διοτι επεσον δια ομφαιας.
Och de höllo dödsklagan och gräto och fastade ända till aftonen för Sauls och hans son Jonatans skull, och för HERRENS folks och för Israels hus' skull, därför att de hade fallit för svärd.
Ειπε δε ο Δαβιδ προς τον νεον, τον απαγγελλοντα προς αυτον, Ποθεν εισαι; Και απεκριθη, Ειμαι υιος παροικου τινος Αμαληκιτου.
Och David frågade den unge mannen som hade framfört underrättelsen till honom: »Varifrån är du?» Han svarade: »Jag är son till en amalekit som lever här såsom främling.»
Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Πως δεν εφοβηθης να επιβαλης την χειρα σου δια να θανατωσης τον κεχρισμενον του Κυριου;
David sade till honom: »Kände du då ingen fruktan för att uträcka din hand till att förgöra HERRENS smorde?»1 Sam. 24,7. 26,11. Ps. 105,15.
Και εκαλεσεν ο Δαβιδ ενα εκ των νεων και ειπε, Πλησιασον, πεσον επ αυτον. Και επαταξεν αυτον, και απεθανε.
Och David kallade på en av sina män och sade: »Kom hit och stöt ned honom.» Och han slog honom till döds.
Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Το αιμα σου επι της κεφαλης σου διοτι το στομα σου εμαρτυρησεν εναντιον σου, λεγων, Εγω εθανατωσα τον κεχρισμενον του Κυριου.
Och David sade till honom: »Ditt blod komme över ditt huvud, ty din egen mun har vittnat mot dig, i det att du sade: 'Jag har dödat HERRENS smorde.'»
Και εθρηνησεν ο Δαβιδ τον θρηνον τουτον επι τον Σαουλ και επι Ιωναθαν τον υιον αυτου
Och David sjöng följande klagosång över Saul och hans son Jonatan,
και παρηγγειλε να διδαξωσι τους υιους Ιουδα τουτο το ασμα του τοξου ιδου, ειναι γεγραμμενον εν τω βιβλιω του Ιασηρ.
och han befallde att man skulle lära Juda barn »Bågsången»; den är upptecknad i »Den redliges bok»:Jos. 10,13.
Ω δοξα του Ισραηλ, επι τους υψηλους τοπους σου κατηκοντισμενη. Πως επεσον οι δυνατοι.
 »Din härlighet, Israel,      ligger slagen på dina höjder.  Huru hava icke hjältarna fallit!1 Mack. 9 21.
Μη αναγγειλητε εις την Γαθ, μη διακηρυξητε εις τας πλατειας της Ασκαλωνος, μηποτε χαρωσιν αι θυγατερες των Φιλισταιων, μηποτε αγαλλιασωνται αι θυγατερες των απεριτμητων
 Förkunnen det icke i Gat,  bebåden det ej på Askelons gator,  för att filistéernas döttrar icke må glädja sig,  de oomskurnas döttrar ej fröjda sig.Mik. 1,10.
Ορη τα εν Γελβουε, Ας μη ηναι δροσος μηδε βροχη εφ υμας, μηδε αγροι διδοντες απαρχας διοτι εκει απερριφθη η ασπις των ισχυρων, Η ασπις του Σαουλ, ως να μη εχρισθη δι ελαιου.
 I Gilboa berg,      på eder må ej falla      dagg eller regn,  ej ses offergärdsskördar.  Ty hjältarnas sköld      blev där till smälek,  Sauls sköld,      ej sedan smord med olja.
Απο του αιματος των πεφονευμενων, απο του στεατος των ισχυρων, το τοξον του Ιωναθαν δεν εστρεφετο οπισω, και η ομφαια του Σαουλ δεν επεστρεφε κενη.
 Från slagnas blod,      från hjältars hull  vek Jonatans båge      icke tillbaka,  vände Sauls svärd      ej omättat åter.1 Sam. 14,6 f., 47 f.
Σαουλ και Ιωναθαν ησαν οι ηγαπημενοι και ερασμιοι εν τη ζωη αυτων, και εν τω θανατω αυτων δεν εχωρισθησαν ησαν ελαφροτεροι αετων, δυνατωτεροι λεοντων.
 Saul och Jonatan,      så kära och ljuvliga      för varandra i livet,  de blevo ej heller      skilda i döden,  de två, som voro snabbare än örnar,      starka mer än lejon.
Θυγατερες Ισραηλ, κλαυσατε επι τον Σαουλ τον ενδυοντα υμας κοκκινα μετα καλλωπισμων, τον επιβαλλοντα στολισμους χρυσους επι τα ενδυματα υμων.
 Israels döttrar,      gråten över Saul,  över honom som klädde eder      i scharlakan och praktskrud  och prydde edra kläder      med gyllene smycken.
Πως επεσον οι δυνατοι εν μεσω της μαχης Ιωναθαν, επι τους υψηλους τοπους σου τετραυματισμενε.
 Huru hava icke hjältarna      fallit i striden!  Jonatan ligger slagen      på dina höjder.
Περιλυπος ειμαι δια σε, αδελφε μου Ιωναθαν προσφιλεστατος εσταθης εις εμε η προς εμε αγαπη σου ητο εξαισιος. Υπερεβαινε την αγαπην των γυναικων.
 Jag sörjer över dig,      du min broder Jonatan;      mycket ljuvlig var du mig.  Dyrbar var mig din kärlek,      mer än kvinnokärlek.1 Sam. 18,3. 19,1.
Πως επεσον οι δυνατοι, και απωλεσθησαν τα οπλα του πολεμου.
 Huru hava icke hjältarna fallit,  de båda stridssvärden förgåtts!»