II Kings 8

Και ελαλησεν ο Ελισσαιε προς την γυναικα, της οποιας ανεζωοποιησε τον υιον, λεγων, Σηκωθητι και υπαγε, συ και ο οικος σου, και παροικησον οπου αν δυνηθης να παροικησης διοτι ο Κυριος εκαλεσε την πειναν, και θελει μαλιστα επελθει επι την γην επτα ετη.
Och Elisa talade till den kvinna vilkens son han hade gjort levande, han sade: »Stå upp och drag bort med ditt husfolk och vistas var du kan, ty HERREN har bjudit hungersnöden komma, och den har redan kommit in i landet och skall räcka i sju år.»Rut 1,1. 2 Kon 4,33 f.
Και σηκωθεισα η γυνη, εκαμε κατα τον λογον του ανθρωπου του Θεου και υπηγεν αυτη και ο οικος αυτης, και παρωκησεν εν τη γη των Φιλισταιων επτα ετη.
Då stod kvinnan upp och gjorde såsom gudsmannen sade; hon drog bort med sitt husfolk och vistades i filistéernas land i sju år.
Μετα δε το τελος των επτα ετων, επεστρεψεν η γυνη εκ της γης των Φιλισταιων και εξηλθε να βοηση προς τον βασιλεα περι της οικιας αυτης και περι των αγρων αυτης.
Men när de sju åren voro förlidna, kom kvinnan tillbaka ifrån filistéernas land; och hon gick åstad för att anropa konungen om att återfå sitt hus och sin åker.
Και ελαλησεν ο βασιλευς προς τον Γιεζει, τον υπηρετην του ανθρωπου του Θεου, λεγων, Διηγηθητι μοι, παρακαλω, παντα τα μεγαλεια τα οποια εκαμεν ο Ελισσαιε.
Och konungen höll då på att tala med Gehasi, gudsmannens tjänare, och sade: »Förtälj för mig alla de stora ting som Elisa har gjort.»
Και ενω διηγειτο προς τον βασιλεα πως ανεζωοποιησε τον νεκρον, ιδου, η γυνη, της οποιας τον υιον ειχεν αναζωοποιησει, εβοησε προς τον βασιλεα περι της οικιας αυτης και περι των αγρων αυτης. Και ειπεν ο Γιεζει, Κυριε μου βασιλευ, αυτη ειναι η γυνη και ουτος ο υιος αυτης, τον οποιον ανεζωοποιησεν ο Ελισσαιε.
Och just som han förtäljde för konungen huru han hade gjort en död levande, då kom den kvinna vilkens son han hade gjort levande och anropade konungen om att återfå sitt hus och sin åker. Då sade Gehasi: »Min herre konung, detta är kvinnan, och detta är hennes son, den som Elisa har gjort levande.»
Και ηρωτησεν ο βασιλευς την γυναικα, και αυτη διηγηθη το πραγμα προς αυτον. Τοτε εδωκεν εις αυτην ο βασιλευς ευνουχον, λεγων, Επιστρεψον παντα τα πραγματα αυτης και παντα τα προιοντα των αγρων αυτης, αφ ης ημερας αφηκε την γην μεχρι του νυν.
Då frågade konungen kvinnan, och hon förtäljde allt för honom. Sedan lät konungen henne få en hovman med sig och sade: »Skaffa tillbaka allt vad som tillhör henne, och därtill all avkastning av åkern, från den dag då hon lämnade landet ända till nu.»
Ο δε Ελισσαιε ηλθεν εις Δαμασκον. Και Βεν−αδαδ ο βασιλευς της Συριας ητο αρρωστος και απηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ο ανθρωπος του Θεου ηλθεν εως εδω.
Och Elisa kom till Damaskus, under det att Ben-Hadad, konungen i Aram, låg sjuk. När man nu berättade för denne att gudsmannen hade kommit dit,
Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Αζαηλ, Λαβε εις την χειρα σου δωρον και υπαγε εις συναντησιν του ανθρωπου του Θεου και ερωτησον δι αυτου τον Κυριον, λεγων, Θελω αναλαβει εκ της αρρωστιας ταυτης;
sade konungen till Hasael: »Tag skänker med dig och gå gudsmannen till mötes, och fråga HERREN genom honom om jag skall tillfriskna från denna sjukdom.1 Kon. 14,2 f. 2 Kon. 1,2.
Και υπηγεν ο Αζαηλ εις συναντησιν αυτου, λαβων δωρον εις την χειρα αυτου και απο παντος αγαθου της Δαμασκου, τεσσαρακοντα καμηλων φορτιον και ελθων εσταθη εμπροσθεν αυτου και ειπεν, Ο υιος σου Βεν−αδαδ, ο βασιλευς της Συριας, με απεστειλε προς σε, λεγων, Θελω αναλαβει εκ της αρρωστιας ταυτης;
Så gick då Hasael honom till mötes och tog med sig skänker, allt det bästa som fanns i Damaskus, så mycket som fyrtio kameler kunde bära. Och han kom och trädde fram för honom och sade: »Din son Ben-Hadad, konungen i Aram, har sänt mig till dig och låter fråga: 'Skall jag tillfriskna från denna sjukdom?'»
Και ειπε προς αυτον ο Ελισσαιε, Υπαγε, ειπε προς αυτον, Ναι, θελεις αναλαβει πλην ο Κυριος εδειξεν εις εμε οτι εξαπαντος θελει αποθανει.
Elisa svarade honom: »Gå och säg till honom: 'Du skall tillfriskna.' Men HERREN har uppenbarat för mig att han likväl skall dö.»
Και εστησε το προσωπον αυτου ακινητον, εωσου ερυθριασε και εκλαυσεν ο ανθρωπος του Θεου.
Och gudsmannen stirrade framför sig och betraktade honom länge och väl; därefter begynte han gråta.
Και ειπεν ο Αζαηλ, Δια τι κλαιεις, κυριε μου; Ο δε απεκριθη, Διοτι εξευρω οσα κακα θελεις καμει εις τους υιους Ισραηλ τα οχυρωματα αυτων θελεις παραδωσει εις πυρ, και τους νεους αυτων θελεις αποκτεινει εν ομφαια, και τα νηπια αυτων θελεις συντριψει, και τας εγκυμονουσας αυτων θελεις διασχισει.
Då sade Hasael: »Varför gråter min herre?» Han svarade: »Därför att jag vet huru mycket ont du skall göra Israels barn: du skall sätta eld på deras fästen, deras unga män skall du dräpa med svärd, deras späda barn skall du krossa, och deras havande kvinnor skall du upprista.»2 Kon. 10,32 f. 12,17 f. 13,7.
Και ειπεν ο Αζαηλ, Αλλα τι ειναι ο δουλος σου, ο κυων, ωστε να καμη το μεγα τουτο πραγμα; Και ειπεν ο Ελισσαιε, Ο Κυριος εδειξεν εις εμε, οτι συ θελεις βασιλευσει επι της Συριας.
Hasael sade: »Vad är väl din tjänare, den hunden, eftersom han skulle kunna göra så stora ting?» Elisa svarade: »HERREN har uppenbarat för mig att du skall bliva konung över Aram.»1 Sam. 24,15. 2 Sam. 9,8. 1 Kon. 19,15 f.
Τοτε ανεχωρησεν απο του Ελισσαιε και ηλθε προς τον κυριον αυτου ο δε ειπε προς αυτον, Τι σοι ειπεν ο Ελισσαιε; Και απεκριθη, Μοι ειπε, Ναι, θελεις αναλαβει.
Och han gick ifrån Elisa och kom till sin herre. Då frågade denne honom: »Vad sade Elisa till dig?» Han svarade: »Han sade till mig att du skall tillfriskna.»
Την δε ακολουθον ημεραν ελαβε το σκεπασμα και εμβαψας εις υδωρ, εξηπλωσεν επι του προσωπου αυτου και απεθανε και αντ αυτου εβασιλευσεν ο Αζαηλ.
Men dagen därefter tog han täcket och doppade det i vatten och bredde ut det över hans ansikte; detta blev hans död. Och Hasael blev konung efter honom.
Εν δε τω πεμπτω ετει του Ιωραμ, υιου του Αχααβ βασιλεως του Ισραηλ, βασιλευοντος Ιωσαφατ επι του Ιουδα, εβασιλευσεν Ιωραμ, ο υιος του Ιωσαφατ βασιλεως του Ιουδα.
I Jorams, Ahabs sons, Israels konungs, femte regeringsår, medan Josafat var konung i Juda, blev Joram, Josafats son, konung i Juda.2 Krön. 21,1 f.
Τριακοντα δυο ετων ηλικιας ητο οτε εβασιλευσεν εβασιλευσε δε οκτω ετη εν Ιερουσαλημ.
Han var trettiotvå år gammal, när han blev konung, och han regerade åtta år i Jerusalem.
Και περιεπατησεν εν τη οδω των βασιλεων του Ισραηλ, καθως επραξεν ο οικος του Αχααβ διοτι η θυγατηρ του Αχααβ ητο γυνη αυτου και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου.
Men han vandrade på Israels konungars väg, såsom Ahabs hus hade gjort, ty en dotter till Ahab var hans hustru; han gjorde vad ont var i HERRENS ögon.
Αλλ ο Κυριος δεν ηθελησε να εξολοθρευση τον Ιουδαν, χαριν Δαβιδ του δουλου αυτου, καθως ειπε προς αυτον οτι θελει δωσει εις αυτον λυχνον και εις τους υιους αυτου εις τον αιωνα.
Dock ville HERREN icke fördärva Juda, för sin tjänare Davids skull, enligt sitt löfte till honom, att han skulle låta honom och hans söner hava en lampa för alltid.2 Sam. 7,13, 16. 1 Kon. 11,36. 15,4. Ps 132,17. Ord.s 13,9.
Εν ταις ημεραις αυτου απεστατησεν ο Εδωμ απο της υποταγης του Ιουδα, και κατεστησαν βασιλεα εφ εαυτων.
I hans tid avföll Edom från Juda välde och satte en egen konung över sig.2 Sam. 8,14. 1 Kon. 22,48. 2 Kon. 3,9. 1 Krön. 18,12 f.
Οθεν διεβη ο Ιωραμ εις Σαειρ, και πασαι αι αμαξαι μετ αυτου και σηκωθεις δια νυκτος, επαταξε τους Ιδουμαιους τους κυκλω αυτου και τους αμαξαρχας ο δε λαος εφυγον εις τας σκηνας αυτων.
Då drog Joram över till Sair med alla sina stridsvagnar. Och om natten gjorde han ett anfall på edoméerna, som hade omringat honom, och slog dem och hövitsmannen över deras vagnar, men folket flydde till sina hyddor.
Πλην ο Εδωμ απεστατησεν απο της υποταγης του Ιουδα, εως της ημερας ταυτης. Τοτε κατα τον αυτον καιρον απεστατησεν η Λιβνα.
Så avföll Edom från Juda välde, och det har varit skilt därifrån ända till denna dag. Vid just samma tid avföll ock Libna.1 Mos. 27,40. Jos. 21,13.
Αι δε λοιπαι πραξεις του Ιωραμ και παντα οσα επραξε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;
Vad nu mer är att säga om Joram och om allt vad han gjorde, det finnes upptecknat i Juda konungars krönika.
Και εκοιμηθη ο Ιωραμ μετα των πατερων αυτου και εταφη μετα των πατερων αυτου εν τη πολει Δαβιδ εβασιλευσε δε αντ αυτου Οχοζιας ο υιος αυτου.
Och Joram gick till vila hos sina fäder och blev begraven hos sina fäder i Davids stad. Och hans son Ahasja blev konung efter honom.2 Krön. 22,1 f.
Εν τω δωδεκατω ετει του Ιωραμ, υιου του Αχααβ βασιλεως του Ισραηλ, εβασιλευσεν Οχοζιας, ο υιος του Ιωραμ βασιλεως του Ιουδα.
I Jorams, Ahabs sons, Israels konungs, tolfte regeringsår blev Ahasja, Jorams son, konung i Juda.2 Kon 9,29.
Εικοσιδυο ετων ηλικιας ητο ο Οχοζιας οτε εβασιλευσεν εβασιλευσε δε εν ετος εν Ιερουσαλημ. Και το ονομα της μητρος αυτου ητο Γοθολια, θυγατηρ του Αμρι, βασιλεως του Ισραηλ.
Tjugutvå år gammal var Ahasja, när han blev konung, och han regerade ett år i Jerusalem. Hans moder hette Atalja, dotter till Omri, Israels konung.1 Kon. 16,29. 2 Krön. 21,8.
Και περιεπατησεν εν τη οδω του οικου του Αχααβ, και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου, καθως ο οικος του Αχααβ διοτι ητο γαμβρος του οικου του Αχααβ.
Han vandrade på Ahabs hus' väg och gjorde vad ont var i HERRENS ögon likasom Ahabs hus; han var ju nära besläktad med Ahabs hus.
Και υπηγε μετα του Ιωραμ υιου του Αχααβ εις πολεμον εναντιον του Αζαηλ βασιλεως της Συριας εις Ραμωθ−γαλααδ και ετραυματισαν οι Συριοι τον Ιωραμ.
Och han drog åstad med Joram, Ahabs son, och stridde mot Hasael, konungen i Aram, vid Ramot Gilead. Men Joram blev sårad av araméerna.
Και επεστρεψεν ο βασιλευς Ιωραμ δια να ιατρευθη εν Ιεζραελ απο των τραυματων, τα οποια οι Συριοι εκαμον εις αυτον εν Ραμα, οτε επολεμει εναντιον του Αζαηλ βασιλεως της Συριας. Οχοζιας δε ο υιος του Ιωραμ, βασιλευς του Ιουδα, κατεβη δια να ιδη τον Ιωραμ υιον του Αχααβ εν Ιεζραελ, διοτι ητο αρρωστος.
Då vände konung Joram tillbaka, för att i Jisreel låta hela sig från de sår som araméerna hade tillfogat honom vid Rama, i striden mot Hasael, konungen i Aram. Och Ahasja, Jorams son, Juda konung, for ned för att besöka Joram, Ahabs son, i Jisreel, eftersom denne låg sjuk.2 Kon. 9,15 f.