II Kings 12

Εν τω εβδομω ετει του Ιηου εβασιλευσεν ο Ιωας και εβασιλευσε τεσσαρακοντα ετη εν Ιερουσαλημ το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Σιβια εκ Βηρ−σαβεε.
I Jehus sjunde regeringsår blev Joas konung, och han regerade fyrtio år i Jerusalem. Hans moder hette Sibja, från Beer-Seba.2 Krön. 24,1 f.
Και επραττεν ο Ιωας το ευθες ενωπιον του Κυριου, κατα πασας τας ημερας αυτου καθ ας ωδηγει αυτον Ιωδαε ο ιερευς.
Och Joas gjorde vad rätt var HERRENS ögon, så länge han levde, prästen Jojada hade varit hans lärare.
Οι υψηλοι ομως τοποι δεν αφηρεθησαν ο λαος εθυσιαζεν ετι και εθυμιαζεν εν τοις υψηλοις τοποις.
Dock blevo offerhöjderna icke avskaffade, utan folket fortfor att frambära offer och tända offereld på höjderna.1 Kon. 15,14.
Και ειπεν ο Ιωας προς τους ιερεις, Παν το αργυριον των αφιερωματων το εισφερομενον εις τον οικον του Κυριου, το αργυριον εκαστου διερχομενου εις τους απαριθμουμενους, το αργυριον εκαστου κατα την εκτιμησιν αυτου, παν το αργυριον το οποιον ηθελεν ελθει εις την καρδιαν τινος να προσφερη εις τον οικον του Κυριου,
Och Joas sade till prästerna: »Alla penningar vilka såsom heliga gåvor inflyta till HERRENS hus, gångbara penningar, sådana som utgöra lösen för personer, efter det värde som för var och en bestämmes, och alla penningar som någon av sitt hjärta manas att bära till HERRENS hus,3 Mos. 27,2 f. 2 Kon. 22,4.
οι ιερεις ας λαμβανωσιν αυτο εις εαυτους, εκαστος παρα του γνωστου αυτου και ας επισκευαζωσι τα χαλασματα του οικου, πανταχου οπου ευρεθη χαλασμα.
dem skola prästerna taga emot, var och en av sina bekanta, och de skola därmed sätta i stånd vad som är förfallet på HERRENS hus, överallt där något förfallet finnes.»
Πλην εν τω εικοστω τριτω ετει του βασιλεως Ιωας οι ιερεις δεν ειχον επισκευασει τα χαλασματα του οικου.
Men i konung Joas' tjugutredje regeringsår hade prästerna ännu icke satt i stånd vad som var förfallet på huset.
Οθεν εκαλεσεν ο βασιλευς Ιωας τον Ιωδαε τον ιερεα και τους ιερεις και ειπε προς αυτους, Δια τι δεν επεσκευασατε τα χαλασματα του οικου; τωρα λοιπον μη λαμβανετε πλεον αργυριον παρα των γνωστων σας, αλλα διδετε αυτο δια τα χαλασματα του οικου.
Då kallade konung Joas till sig prästen Jojada och de övriga prästerna och sade till dem: »Varför sätten I icke i stånd vad som är förfallet på huset? Nu fån I icke längre taga emot penningar av edra bekanta, utan I skolen lämna dem ifrån eder till det som är förfallet på huset.»
Και εστερξαν οι ιερεις να μη λαμβανωσι πλεον αργυριον παρα του λαου και να μη επισκευαζωσι τα χαλασματα του οικου.
Och prästerna samtyckte till att icke taga emot penningar av folket, och ej heller befatta sig med att sätta i stånd vad som var förfallet på huset.
Και ελαβεν Ιωδαε ο ιερευς εν κιβωτιον και ηνοιξε τρυπαν επι του σκεπασματος αυτου, και εθεσεν αυτο πλησιον του θυσιαστηριου, εις τα δεξια της εισοδου του οικου του Κυριου και οι ιερεις, οι φυλαττοντες την θυραν, εβαλλον εις αυτο παν το αργυριον, το εισφερομενον εις τον οικον του Κυριου.
Då tog prästen Jojada en kista och borrade ett hål på locket och ställde den bredvid altaret, på högra sidan, när man går in i HERRENS hus. Och prästerna som höllo vakt vid tröskeln lade dit alla penningar som inflöto till HERRENS hus.2 Krön. 24,8 f.
Και οτε εβλεπον οτι ητο πολυ το αργυριον το εν τω κιβωτιω, ο γραμματευς του βασιλεως και ο ιερευς ο μεγας ανεβαινον και εδενον εις σακκια και εμετρουν το αργυριον το ευρεθεν εν τω οικω του Κυριου.
Men så snart de då märkte att mycket penningar fanns i kistan, gick konungens sekreterare ditupp jämte översteprästen, och de knöto in och räknade sedan de penningar som funnos i HERRENS hus.
Και εδιδον το αργυριον το μετρηθεν εις τας χειρας εκεινων οιτινες εκαμνον το εργον, οιτινες ειχον την επιστασιαν του οικου του Κυριου οι δε εξωδευον αυτο εις τους ξυλουργους και οικοδομους, τους δουλευοντας εν τω οικω του Κυριου,
Därefter överlämnades de uppvägda penningarna åt de män som förrättade arbete såsom tillsyningsmän vid HERRENS hus, och dessa betalade ut dem åt de timmermän och byggningsmän som arbetade på HERRENS hus,
και εις τους κτιστας και εις τους λιθοτομους, δια να αγοραζωσι ξυλα και λιθους λατομητους, ωστε να επισκευαζωσι τα χαλασματα του οικου του Κυριου, και δια παντα οσα εχρειαζοντο δια την επισκευην του οικου.
och åt murarna och stenhuggarna, så ock till inköp av trävirke och huggen sten för att sätta i stånd vad som var förfallet på HERRENS hus, korteligen, till alla utgifter för att sätta huset i stånd.
Πλην εκ του αργυριου του εισφερομενου εις τον οικον του Κυριου δεν κατεσκευασθησαν δια τον οικον του Κυριου φιαλαι αργυραι, λυχνοψαλιδα, λεκαναι, σαλπιγγες, ουδεν σκευος χρυσουν η σκευος αργυρουν
Men man gjorde inga silverfat för HERRENS hus, ej heller knivar, skålar, trumpeter eller andra föremål av guld eller av silver, för de penningar som inflöto till HERRENS hus,1 Kon. 7,50.
αλλ εδιδον αυτο εις τους εργατας, και επεσκευαζον με αυτο τον οικον του Κυριου.
utan man gav dem åt arbetarna, och dessa satte därför HERRENS hus i stånd.
Και δεν εζητουν λογαριασμον παρα των ανθρωπων, εις τους οποιους εδιδον το αργυριον δια να μοιρασθη εις τους εργατας διοτι ειργαζοντο εν πιστει.
Och man höll icke någon räkenskap med de män åt vilka penningarna överlämnades, för att de skulle giva dem åt arbetarna, utan de fingo handla på heder och tro.
Το αργυριον το περι ανομιας και το αργυριον το περι αμαρτιας δεν εφεροντο εις τον οικον του Κυριου ταυτα ησαν των ιερεων.
Men skuldoffers- och syndofferspenningarna gingo icke till HERRENS hus utan tillföllo prästerna.3 Mos. 5,15 f. 7,7. 4 Mos. 5,9 f.
Τοτε ανεβη Αζαηλ ο βασιλευς της Συριας και επολεμησεν εναντιον της Γαθ, και εκυριευσεν αυτην επειτα εστησεν ο Αζαηλ το προσωπον αυτου δια να αναβη εναντιον της Ιερουσαλημ.
På den tiden drog Hasael, konungen i Aram, upp och belägrade Gat och intog det, därefter ställde Hasael sitt tåg upp mot Jerusalem.2 Kon. 8,12. 2 Krön. 24,23 f.
Και ελαβεν ο Ιωας βασιλευς του Ιουδα παντα τα αφιερωματα οσα Ιωσαφατ και Ιωραμ και Οχοζιας, οι πατερες αυτου, βασιλεις του Ιουδα, ειχον αφιερωσει, και τα ιδια αυτου αφιερωματα και παν το χρυσιον το ευρεθεν εν τοις θησαυροις του οικου του Κυριου και του οικου του βασιλεως, και εστειλεν αυτα προς τον Αζαηλ βασιλεα της Συριας και ανεχωρησεν απο της Ιερουσαλημ.
Då tog Joas, Juda konung, allt vad hans fäder Josafat, Joram och Ahasja, Juda konungar, hade helgat åt HERREN, och vad han själv hade helgat åt HERREN, och allt guld som fanns i skattkamrarna i HERRENS hus och i konungshuset, och sände det till Hasael, konungen i Aram, och då lämnade denne Jerusalem i fred.1 Kon. 15,18 f. 2 Kon. 16,8. 18,15.
Αι δε λοιπαι πραξεις του Ιωας και παντα οσα επραξε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;
Vad nu mer är att säga om Joas och om allt vad han gjorde, det finnes upptecknat i Juda konungars krönika.
Και σηκωθεντες οι δουλοι αυτου, εκαμον συνωμοσιαν και επαταξαν τον Ιωας εν τω οικω Μιλλω, εν τη καταβασει Σιλλα.
Och hans tjänare uppreste sig och sammansvuro sig och dräpte Joas i Millobyggnaden, som sträcker sig ned mot Silla.2 Kon. 14,5.
Διοτι Ιωζαχαρ ο υιος του Σιμεαθ και Ιωζαβαδ ο υιος του Σωμηρ, οι δουλοι αυτου, επαταξαν αυτον, και απεθανε και εθαψαν αυτον μετα των πατερων αυτου εν τη πολει Δαβιδ εβασιλευσε δε αντ αυτου Αμασιας ο υιος αυτου.
Det var hans tjänare Josakar, Simeats son, och Josabad, Somers son, som slogo honom till döds. Och man begrov honom hos hans fäder i Davids stad. Och hans son Amasja blev konung efter honom