II Chronicles 34

Οκτω ετων ηλικιας ητο ο Ιωσιας οτε εβασιλευσε και εβασιλευσεν εν Ιερουσαλημ ετη τριακοντα και εν.
Josia var åtta år gammal, när han blev konung, och han regerade trettioett år i Jerusalem.2 Kon. 22,1 f.
Και επραξε το ευθες ενωπιον του Κυριου, και περιεπατησεν εν ταις οδοις Δαβιδ του πατρος αυτου, και δεν εξεκλινε δεξια η αριστερα.
Han gjorde vad rätt var i HERRENS ögon och vandrade på sin fader Davids vägar och vek icke av vare sig till höger eller till vänster.
Και εν τω ογδοω ετει της βασιλειας αυτου, νεος ων ετι, ηρχισε να εκζητη τον Θεον του Δαβιδ του πατρος αυτου και εν τω δωδεκατω ετει ηρχισε να καθαριζη τον Ιουδαν και την Ιερουσαλημ απο των υψηλων τοπων και απο των αλσεων και των γλυπτων και των χωνευτων.
I sitt åttonde regeringsår, medan han ännu var en yngling, begynte han att söka sin fader Davids Gud; och i det tolfte året begynte han att rena Juda och Jerusalem från offerhöjderna och Aserorna och från de skurna och gjutna belätena.
Και κατεστρεψαν εμπροσθεν αυτου τα θυσιαστηρια των Βααλειμ και τα ειδωλα τα υπερανω αυτων κατεκρημνισε και τα αλση και τα γλυπτα και τα χωνευτα κατεσυντριψε και ελεπτυνεν εις σκονην και ερριψεν αυτην επι τα μνηματα των θυσιαζοντων εις αυτα.
Men Baalsaltarna brötos ned i hans åsyn, och solstoderna som voro uppställda på dem högg han ned, och Aserorna och de skurna och gjutna belätena slog han sönder och krossade dem till stoft och strödde ut stoftet på de mäns gravar, som hade offrat åt dem.2 Kon. 23,6.
Και τα οστα των ιερεων εκαυσεν επι των θυσιαστηριων αυτων και εκαθαρισε τον Ιουδαν και την Ιερουσαλημ.
Och prästernas ben brände han upp på deras altaren. Så renade han Juda och Jerusalem.2 Kon. 23,16.
Και εκαμε το αυτο εις τας πολεις του Μανασση και Εφραιμ και Συμεων και μεχρι του Νεφθαλι, κυκλω των ηρημωμενων τοπων αυτων.
Och i Manasses, Efraims och Simeons städer ända till Naftali genomsökte han överallt husen.
Και αφου κατεστρεψε τα θυσιαστηρια και τα αλση και κατελεπτυνεν εις σκονην τα γλυπτα και κατεκοψε παντα τα ειδωλα δια πασης της γης του Ισραηλ, επεστρεψεν εις Ιερουσαλημ.
Och sedan han hade brutit ned altarna och krossat Aserorna och belätena sönder till stoft och huggit ned alla solstoder i hela Israels land, vände han tillbaka till Jerusalem.
Εν δε τω δεκατω ογδοω ετει της βασιλειας αυτου, αφου εκαθαρισε την γην και τον ναον, εξαπεστειλε τον Σαφαν υιον του Αζαλιου, και τον Μαασιαν τον αρχοντα της πολεως, και τον Ιωαχ υιον του Ιωαχαζ τον υπομνηματογραφον, δια να επισκευασωσι τον οικον Κυριου του Θεου αυτου.
Och i sitt adertonde regeringsår, medan han höll på med att rena landet och templet, sände han Safan, Asaljas son, och Maaseja, hövitsmannen i staden, och kansleren Joa, Joahas' son, för att sätta HERRENS, sin Guds, hus i stånd.
Και ελθοντες προς Χελκιαν τον ιερεα τον μεγαν, παρεδωκαν το αργυριον το εισαχθεν εις τον οικον του Θεου, το οποιον οι Λευιται οι φυλαττοντες τας θυρας εσυναξαν εκ της χειρος του Μανασση και Εφραιμ και εκ παντος του επιλοιπου του Ισραηλ και εκ παντος του Ιουδα και Βενιαμιν και επεστρεψαν εις Ιερουσαλημ.
Och de gingo till översteprästen Hilkia och avlämnade de penningar som hade influtit till Guds hus, sedan de av de leviter som höllo vakt vid tröskeln hade blivit insamlade från Manasse, Efraim och hela det övriga Israel, så ock från hela Juda och Benjamin och från Jerusalems invånare;
Και εδωκαν αυτα εις την χειρα των ποιουντων τα εργα, των επιστατουντων εν τω οικω του Κυριου οι δε ποιουντες τα εργα, τα οποια ειργαζοντο εν τω οικω του Κυριου, παρεδωκαν αυτο δια να επισκευασωσι και να επιδιορθωσωσι τον οικον
de överlämnade dem åt de män som förrättade arbete såsom tillsyningsmän vid HERRENS hus. Sedan gåvos penningarna av dessa män, som förrättade arbete och hade befattning vid HERRENS hus med att laga huset och sätta det i stånd,
εις τους τεκτονας και οικοδομους εδωκαν αυτο, δια ν αγορασωσι λιθους πελεκητους και ξυλα δια δοκους, και δια να στεγασωσι τους οικους τους οποιους κατεστρεψαν οι βασιλεις του Ιουδα.
de gåvos åt timmermännen och byggningsmännen, till att inköpa huggen sten och trävirke till stockar, för att man därmed skulle timra upp de hus som Juda konungar hade förstört.2 Krön. 24,7.
Και ειργαζοντο οι ανδρες το εργον εν πιστει επιτηρηται δε επ αυτων ησαν Ιααθ και Οβαδιας, οι Λευιται, εκ των υιων Μεραρι και Ζαχαριας και Μεσουλλαμ, εκ των υιων των Κααθιτων, δια να κατεπειγωσι το εργον και εκ των Λευιτων παντες οι επιστημονες μουσικων οργανων.
Och männen fingo vid sitt arbete handla på heder och tro; och tillsyningsmän över dem och föreståndare för arbetet voro Jahat och Obadja, leviter av Meraris barn, och Sakarja och Mesullam, av kehatiternas barn, så ock alla de leviter som voro kunniga på musikinstrumenter.
Ησαν ετι επι των αχθοφορων και εργοδιωκται παντων των εργαζομενων, καθ οποιανδηποτε υπηρεσιαν και εκ των Λευιτων ησαν γραμματεις και επισταται και θυρωροι.
De hade ock tillsynen över bärarna, så att föreståndare funnos för alla arbetarna vid de särskilda göromålen. Av leviterna togos ock skrivare, uppsyningsmän och dörrvaktare.
Και ενω εξεφερον το αργυριον το εισαχθεν εις τον οικον του Κυριου, ευρηκε Χελκιας ο ιερευς το βιβλιον του νομου του Κυριου, του δοθεντος δια χειρος του Μωυσεως.
När de nu togo ut penningarna som hade influtit till HERRENS hus, fann prästen Hilkia HERRENS lagbok, den som hade blivit given genom Mose
Και απεκριθη ο Χελκιας και ειπε προς Σαφαν τον γραμματεα, ευρηκα βιβλιον του νομου εν τω οικω του Κυριου. Και εδωκεν ο Χελκιας το βιβλιον εις τον Σαφαν.
Då tog Hilkia till orda och sade till sekreteraren Safan: »Jag har funnit lagboken i HERRENS hus.» Och Hilkia gav boken åt Safan.
Και ο Σαφαν εφερε το βιβλιον προς τον βασιλεα και επειτα εδωκε λογον εις τον βασιλεα, λεγων, Οι δουλοι σου καμνουσι παν το διορισθεν εις αυτους
Och Safan bar boken till konungen och avgav därjämte sin berättelse inför konungen och sade: »Allt vad dina tjänare hava fått i uppdrag att göra, det göra de.
και ηριθμησαν το αργυριον το ευρεθεν εν τω οικω του Κυριου, και παρεδωκαν αυτο εις την χειρα των επιστατων και εις την χειρα των ποιουντων τα εργα.
Och de hava tömt ut de penningar som funnos i HERRENS hus, och hava överlämnat dem åt tillsyningsmännen och åt arbetarna.»
Και απηγγειλε Σαφαν ο γραμματευς προς τον βασιλεα, λεγων, Χελκιας ιερευς εδωκεν εις εμε βιβλιον. Και ανεγνωσεν αυτο ο Σαφαν ενωπιον του βασιλεως.
Vidare berättade sekreteraren Safan för konungen och sade: »Prästen Hilkia har givit mig en bok.» Och Safan föreläste därur för konungen
Και ως ηκουσεν ο βασιλευς τους λογους του νομου, διεσχισε τα ιματια αυτου.
När konungen nu hörde lagens ord, rev han sönder sina kläder.
Και προσεταξεν ο βασιλευς Χελκιαν και Αχικαμ τον υιον του Σαφαν και Αβδων τον υιον του Μιχαια και Σαφαν τον γραμματεα και Ασαιαν τον δουλον του βασιλεως, λεγων,
Och konungen bjöd Hilkia och Ahikam, Safans son, och Abdon, Mikas son, och sekreteraren Safan och Asaja, konungens tjänare, och sade:
Υπαγετε, ερωτησατε τον Κυριον περι εμου και περι των εναπολειφθεντων εν τω Ισραηλ και εν τω Ιουδα, περι των λογων του βιβλιου του ευρεθεντος διοτι μεγαλη ειναι η οργη του Κυριου ητις εξεχυθη εφ ημας, επειδη οι πατερες ημων δεν εφυλαξαν τον λογον του Κυριου, ωστε να πραξωσι κατα παντα τα γεγραμμενα εν τω βιβλιω τουτω.
»Gån och frågen HERREN för mig och för dem som äro kvar av Israel och Juda, angående det som står i den bok som nu har blivit funnen. Ty stor är HERRENS vrede, den som är utgjuten över oss, därför att våra fäder icke hava hållit HERRENS ord och icke hava gjort allt som är föreskrivet i denna bok.»
Τοτε υπηγεν ο Χελκιας και οι παρα του βασιλεως προς Ολδαν την προφητισσαν, την γυναικα του Σαλλουμ υιου του Τικβα, υιου του Ασρα, του ιματιοφυλακος, κατωκει δε αυτη εν Ιερουσαλημ, κατα το Μισνε και ελαλησαν προς αυτην κατα ταυτα.
Då gick Hilkia, tillika med andra som konungen sände åstad, till profetissan Hulda, hustru åt Sallum, klädkammarvaktaren, som var son till Tokehat, Hasras son; hon bodde i Jerusalem, i Nya staden. Och de talade med henne såsom dem bjudet var.
Η δε ειπε προς αυτους Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ Ειπατε προς τον ανθρωπον οστις σας απεστειλε προς εμε,
Då svarade hon dem: »Så säger HERREN, Israels Gud: Sägen till den man som har sänt eder till mig:
Ουτω λεγει Κυριος Ιδου, εγω επιφερω κακα επι τον τοπον τουτον και επι τους κατοικους αυτου, πασας τας καταρας τας γεγραμμενας εν τω βιβλιω, το οποιον ανεγνωσαν ενωπιον του βασιλεως του Ιουδα
Så säger HERREN: Se, över denna plats och över dess invånare skall jag låta olycka komma, alla de förbannelser som äro skrivna i den bok som man har föreläst för Juda konung --3 Mos. 26,14 f. 5 Mos. 28,15 f.
επειδη με εγκατελιπον και εθυμιασαν εις αλλους θεους, δια να με παροργισωσι δια παντα τα εργα των χειρων αυτων δια τουτο θελει εκχυθη ο θυμος μου επι τον τοπον τουτον και δεν θελει σβεσθη.
detta därför att de hava övergivit mig och tänt offereld åt andra gudar, och så hava förtörnat mig med alla sina händers verk. Min vrede skall utgjutas över denna plats och skall icke bliva utsläckt.
Προς δε τον βασιλεα του Ιουδα, οστις σας απεστειλε δια να ερωτησητε τον Κυριον, ουτω θελετε ειπει προς αυτον Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, περι των λογων τους οποιους ηκουσας
Men till Juda konung, som har sänt eder för att fråga HERREN, till honom skolen I säga så: Så säger HERREN, Israels Gud, angående de ord som du har hört:
επειδη η καρδια σου ηπαλυνθη, και εταπεινωθης ενωπιον του Θεου, οτε ηκουσας τους λογους αυτου εναντιον του τοπου τουτου και εναντιον των κατοικων αυτου, και εταπεινωθης ενωπιον μου και διεσχισας τα ιματια σου και εκλαυσας ενωπιον μου, δια τουτο και εγω επηκουσα, λεγει Κυριος
Eftersom ditt hjärta blev bevekt och du ödmjukade dig inför Gud, när du hörde hans ord mot denna plats och mot dess invånare, ja, ödmjukade dig inför mig och rev sönder dina kläder och grät inför mig, fördenskull har jag ock hört dig, säger HERREN.
ιδου, εγω θελω σε συναξει εις τους πατερας σου, και θελεις συναχθη εις τον ταφον σου εν ειρηνη, και δεν θελουσιν ιδει οι οφθαλμοι σου παντα τα κακα, τα οποια εγω επιφερω επι τον τοπον τουτον και επι τους κατοικους αυτου. Και εφεραν αποκρισιν προς τον βασιλεα.
Se, jag vill samla dig till dina fäder, så att du får samlas till dem i din grav med frid, och dina ögon skola slippa att se all den olycka som jag skall låta komma över denna plats och dess invånare.» Och de vände tillbaka till konungen med detta svar.
Και απεστειλεν ο βασιλευς και συνηγαγε παντας τους πρεσβυτερους του Ιουδα και της Ιερουσαλημ.
Då sände konungen åstad och lät församla alla de äldste i Juda och Jerusalem.2 Kon. 23,1 f.
Και ανεβη ο βασιλευς εις τον οικον του Κυριου, και παντες οι ανδρες Ιουδα και οι κατοικοι της Ιερουσαλημ και οι ιερεις και οι Λευιται και πας ο λαος, απο μεγαλου εως μικρου και ανεγνωσεν εις επηκοον αυτων παντας τους λογους του βιβλιου της διαθηκης, του ευρεθεντος εν τω οικω του Κυριου.
Och konungen gick upp i HERRENS hus med alla Juda män och Jerusalems invånare, också prästerna och leviterna, ja, allt folket, ifrån den störste till den minste. Och han läste upp för dem allt vad som stod i förbundsboken, som hade blivit funnen i HERRENS hus.
Και σταθεις ο βασιλευς επι του τοπου αυτου, εκαμε την διαθηκην ενωπιον του Κυριου, να περιπατη κατοπιν του Κυριου και να φυλαττη τας εντολας αυτου και τα μαρτυρια αυτου και τα διαταγματα αυτου εξ ολης αυτου της καρδιας και εξ ολης αυτου της ψυχης, ωστε να εκτελη τους λογους της διαθηκης τους γεγραμμενους εν τω βιβλιω τουτω.
Och konungen trädde fram på sin plats och slöt inför HERRENS ansikte det förbundet, att de skulle följa efter HERREN och hålla hans bud, hans vittnesbörd och hans stadgar, av allt sitt hjärta och av all sin själ, och göra efter förbundets ord, dem som voro skrivna i denna bok.2 Krön. 15,12.
Και εκαμε παντας τους ευρεθεντας εν Ιερουσαλημ και τον Βενιαμιν να σταθωσιν εν τουτω. Και οι κατοικοι της Ιερουσαλημ εκαμον κατα την διαθηκην του Θεου, του Θεου των πατερων αυτων.
Och han lät alla som funnos i Jerusalem och Benjamin träda in i förbundet Och Jerusalems invånare gjorde efter Guds, sina fäders Guds, förbund.
Και αφηρεσεν ο Ιωσιας παντα τα βδελυγματα εκ παντων των τοπων των υιων Ισραηλ, και εκαμε παντας τους ευρεθεντας εν τω Ισραηλ να λατρευωσι Κυριον τον Θεον αυτων κατα πασας τας ημερας αυτου δεν απεμακρυνθησαν απο οπισθεν Κυριου του Θεου των πατερων αυτων.
Och Josia skaffade bort alla styggelser ur Israels barns alla landområden, och tillhöll alla dem som funnos i Israel att tjäna HERREN, sin Gud. Så länge han levde, veko de icke av ifrån HERREN, sina fäders Gud.