II Chronicles 2

Και απεφασισεν ο Σολομων να οικοδομηση οικον εις το ονομα του Κυριου και οικον βασιλικον εις εαυτον,
Och Salomo tänkte nu på att bygga ett hus åt HERRENS namn och ett hus åt sig själv till konungaboning.
Και ηριθμησεν ο Σολομων εβδομηκοντα χιλιαδας ανδρων αχθοφορων, και ογδοηκοντα χιλιαδας λιθοτομων εν τω ορει, και τρεις χιλιαδας εξακοσιους επιστατας επ αυτων.
Därför avräknade Salomo sjuttio tusen män till att vara bärare, åttio tusen man till att hugga sten i bergen, och tre tusen sex hundra till att hava uppsikt över de andra.1 Kon. 5,15 f.
Και απεστειλεν ο Σολομων προς Χουραμ τον βασιλεα της Τυρου, λεγων, Καθως εκαμες εις τον Δαβιδ τον πατερα μου, και επεμψας προς αυτον κεδρους δια να οικοδομηση εις εαυτον οικον να κατοικηση εν αυτω, ουτω καμε και εις εμε.
Och Salomo sände till Huram, konungen i Tyrus, och lät säga: »Visa samma vänskap mot mig som mot min fader David, till vilken du sände cederträ, för att han skulle bygga sig ett hus att bo i.2 Sam. 5,11. 1 Kon. 5,2 f. 1 Krön. 14,1.
Ιδου, εγω οικοδομω οικον εις το ονομα Κυριου του Θεου μου, δια να καθιερωσω τουτον εις αυτον, δια να προσφερηται ενωπιον αυτου θυμιαμα ευωδιας και οι παντοτεινοι αρτοι της προθεσεως και τα ολοκαυτωματα τα πρωινα και εσπερινα, εν τοις σαββασι και εν ταις νεομηνιαις και εν ταις επισημοις εορταις Κυριου του Θεου ημων τουτο ειναι χρεος του Ισραηλ εις τον αιωνα.
Nu vill jag bygga ett hus åt HERRENS, min Guds, namn och helga det åt honom, för att man där må antända välluktande rökelse inför hans ansikte, och hava skådebröden beständigt upplagda, och offra brännoffer morgon och afton, på sabbaterna, vid nymånaderna och vid HERRENS, vår Guds, högtider; ty så är det för evärdlig tid stadgat för Israel.3 Mos. 24,5 f. 4 Mos. 28,3 f., 9 f., 11 f.
Και ο οικος τον οποιον οικοδομω ειναι μεγας διοτι μεγας ο Θεος ημων υπερ παντας τους θεους.
Och det hus som jag vill bygga skall vara stort, ty vår Gud är större än alla andra gudar.2 Mos. 18,11.
Αλλα τις δυναται να οικοδομηση εις αυτον οικον, ενω ο ουρανος και ο ουρανος των ουρανων δεν ειναι ικανοι να χωρεσωσιν αυτον; Τις δε ειμαι εγω, ωστε να οικοδομησω οικον εις αυτον; ειμη μονον δια να θυσιαζω ενωπιον αυτου;
Vem förmår väl att bygga honom ett hus? Himlarna och himlarnas himmel rymma honom ju icke. Vem är då jag, att jag skulle kunna bygga honom ett hus, om icke för att antända rökelse inför hans ansikte?1 Kon. 8,27. 2 Krön. 6,18. Job 11,7 f. Jes. 66,1. Jer. 23,24.Apg. 7,48 f. 17,24.
Τωρα λοιπον αποστειλον προς εμε ανδρα σοφον εις το να εργαζηται εις χρυσον και εις αργυρον και εις χαλκον και εις σιδηρον και εις πορφυραν και εις κοκκινον και εις κυανουν, και επιστημονα εις το εγγλυφειν γλυφας μετα των σοφων των μετ εμου εν τη Ιουδαια και εν τη Ιερουσαλημ, τους οποιους Δαβιδ ο πατηρ μου ητοιμασεν.
Så sänd mig nu en konstförfaren man som kan arbeta i guld, silver, koppar och järn, så ock i purpurrött, karmosinrött och mörkblått garn, och som är skicklig i att utföra snidverk, tillsammans med de konstförfarna män som jag har hos mig här i Juda och Jerusalem, och som min fader David har anställt.
Αποστειλον μοι και ξυλα κεδρινα, πευκινα και ξυλα αλγουμειμ εκ του Λιβανου διοτι εγω γνωριζω οτι οι δουλοι σου εξευρουσι να κοπτωσι ξυλα εν τω Λιβανω και ιδου, οι δουλοι μου θελουσιν εισθαι μετα των δουλων σου,
Och sänd mig cederträ, cypressträ och algumträ från Libanon, ty jag vet att dina tjänare äro skickliga i att hugga virke på Libanon; och mina tjänare äro redo att vara dina tjänare behjälpliga.
δια να ετοιμασωσιν εις εμε ξυλα εν αφθονια διοτι ο οικος τον οποιον εγω οικοδομω θελει εισθαι μεγας και θαυμαστος.
Må du skaffa mig virke i myckenhet, ty huset som jag vill bygga skall vara stort och härligt.
Και ιδου, θελω δωσει εις τους δουλους σου τους ξυλοτομους εικοσι χιλιαδας κορους σιτου κοπανισμενου, και εικοσι χιλιαδας κορους κριθης, και εικοσι χιλιαδας βαθ οινου, και εικοσι χιλιαδας βαθ ελαιου.
Och jag är villig att åt timmermännen som hugga virket giva, för dina tjänares räkning, tjugu tusen korer tröskat vete, tjugu tusen korer korn, tjugu tusen bat vin och tjugu tusen bat olja.»1 Kon. 5,11.
Και απεκριθη ο Χουραμ ο βασιλευς της Τυρου δι επιστολης, την οποιαν εστειλε προς τον Σολομωντα, Επειδη ο Κυριος ηγαπησε τον λαον αυτου, σε κατεστησε βασιλεα επ αυτους
Härpå svarade Huram, konungen i Tyrus, i ett brev som han sände till Salomo: »Därför att HERREN älskar sitt folk, har han satt dig till konung över dem.»1 Kon. 10,9.
ειπεν ετι ο Χουραμ, Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, ο ποιητης του ουρανου και της γης, οστις εδωκεν εις τον Δαβιδ τον βασιλεα υιον σοφον, εχοντα φρονησιν και συνεσιν, οστις θελει οικοδομησει οικον εις τον Κυριον και οικον βασιλικον εις εαυτον
Och Huram skrev ytterligare: »Lovad vare HERREN, Israels Gud, himmelens och jordens skapare, han som har givit konung David en vis son, så utrustad med klokhet och förstånd, att han kan bygga ett hus åt HERREN och ett hus åt sig själv till konungaboning!1 Mos. 1,1. 2 Mos. 20,11. 1 Kon. 5,7. Ps. 33,6. 96,5. 102,26.Apg. 4,24. 14,15. Upp. 10,6.
αποστελλω λοιπον τωρα ανθρωπον σοφον, εχοντα συνεσιν, του Χουραμ του πατρος μου,
Så sänder jag nu en konstförfaren och förståndig man, nämligen Huram-Abi.
υιον γυναικος εκ των θυγατερων Δαν και πατρος Τυριου, επιστημονα εις το να εργαζηται εις χρυσον και εις αργυρον, εις χαλκον, εις σιδηρον, εις λιθους και εις ξυλα, εις πορφυραν, εις κυανουν και εις βυσσον και εις κοκκινον και εις το εγγλυφειν παν ειδος γλυφης, και εφευρισκειν πασαν εφευρεσιν εις ο, τι προβληθη εις αυτον, μετα των σοφων σου και μετα των σοφων του κυριου μου Δαβιδ του πατρος σου
Han är son till en av Dans döttrar, och hans fader är en tyrisk man; han är skicklig att arbeta i guld och silver, i koppar, järn, sten och trä, så ock i purpurrött, mörkblått, vitt och karmosinrött garn, och tillika att utföra alla slags snidverk och att väva alla slags konstvävnader; honom må du låta utföra arbetet tillsammans med dina och min herres, din fader Davids, konstförfarna män.1 Kon. 7,14.
τωρα λοιπον τον σιτον και την κριθην, το ελαιον και τον οινον, τα οποια ο κυριος μου ειπεν, ας στειλη προς τους δουλους αυτου
Må alltså nu min herre sända till sina tjänare vetet och kornet, oljan och vinet som han har talat om.
και ημεις θελομεν κοψει ξυλα εκ του Λιβανου, κατα πασαν την χρειαν σου, και θελομεν φερει αυτα προς σε με σχεδιας δια θαλασσης εις Ιοππην και συ θελεις αναβιβασει αυτα εις Ιερουσαλημ.
Då vilja vi hugga virke på Libanon, så mycket du behöver, och flotta det till dig på havet till Jafo; men därifrån må du själv låta föra det upp till Jerusalem.»Esr. 3,7.
Και ηριθμησεν ο Σολομων παντας τους ανδρας τους ξενους τους εν γη Ισραηλ, μετα τον αριθμον καθ ον Δαβιδ ο πατηρ αυτου ηριθμησεν αυτους και ευρεθησαν εκατον πεντηκοντα τρεις χιλιαδες και εξακοσιοι.
Och Salomo lät räkna alla främmande män i Israels land, likasom hans fader David förut hade anställt en räkning av dem. Och de befunnos vara ett hundra femtiotre tusen sex hundra.1 Krön. 22,2.
Και εξ αυτων εκαμεν εβδομηκοντα χιλιαδας αχθοφορων, και ογδοηκοντα χιλιαδας λιθοτομων εν τω ορει, και τρεις χιλιαδας εξακοσιους εργοδιωκτας επι τον λαον.
Av dem utsåg han sjuttio tusen till att vara bärare, åttio tusen till att hugga sten i bergen, och tre tusen sex hundra till att hava uppsikt över folket och hålla det till arbete.1 Kon. 5,15 f.