II Chronicles 1

Και εκραταιωθη ο Σολομων ο υιος του Δαβιδ εις την βασιλειαν αυτου και Κυριος ο Θεος αυτου ητο μετ αυτου, και εμεγαλυνεν αυτον εις ακρον.
Salomo, Davids son, befäste sig nu i sin konungamakt, i det att HERREN, hans Gud, var med honom och gjorde honom övermåttan stor.1 Kon. 2,12, 46. 10,23 f. 1 Krön. 29,25.
Και ελαλησεν ο Σολομων προς παντα τον Ισραηλ, προς τους χιλιαρχους και εκατονταρχους και προς τους κριτας και προς παντας τους αρχοντας παντος του Ισραηλ, τους αρχηγους των πατριων
Och sedan Salomo hade låtit kallelse utgå till hela Israel, till över- och underhövitsmännen, till domarna och till alla hövdingar i hela Israel, huvudmännen för familjerna,
και υπηγαν ο Σολομων και πασα η συναξις μετ αυτου εις τον υψηλον τοπον τον εν Γαβαων διοτι εκει ητο η σκηνη του μαρτυριου του Θεου, την οποιαν Μωυσης, ο δουλος του Κυριου, εκαμεν εν τη ερημω.
begav han sig med hela denna församling till offerhöjden i Gibeon, ty där stod Guds uppenbarelsetält, som HERRENS tjänare Mose hade gjort i öknen.2 Mos. 27,21. 36,8 f. 1 Kon. 3,4. 1 Krön. 16,39 f. 21,29.
Ο δε Δαβιδ ειχεν αναβιβασει την κιβωτον του Θεου απο Κιριαθ−ιαρειμ εις τον τοπον τον οποιον προητοιμασεν ο Δαβιδ δι αυτην διοτι ειχε στησει σκηνην δι αυτην εν Ιερουσαλημ.
Guds ark däremot hade David hämtat från Kirjat-Jearim upp till den plats som David hade berett åt den, ty han hade åt den slagit upp ett tält i Jerusalem.2 Sam. 6,17. 1 Krön. 13,6. 15,1.
Και το χαλκουν θυσιαστηριον, το οποιον εκαμε Βεσελεηλ ο υιος του Ουρι, υιου του Ωρ, ητο εκει εμπροσθεν της σκηνης του Κυριου και εξεζητησαν αυτο ο Σολομων και η συναξις.
Men kopparaltaret, som Besalel, son till Uri, son till Hur, hade gjort, det hade man ställt upp framför HERRENS tabernakel; och Salomo och församlingen gingo dit för att fråga honom.2 Mos. 38,1 f.
Και ανεβη ο Σολομων εκει επι το χαλκουν θυσιαστηριον ενωπιον του Κυριου, το εν τη σκηνη του μαρτυριου, και προσεφερεν επ αυτο χιλια ολοκαυτωματα.
Där offrade nu Salomo inför HERRENS ansikte på kopparaltaret, som stod vid uppenbarelsetältet; han offrade på det tusen brännoffer.
Κατ εκεινην την νυκτα εφανη ο Θεος εις τον Σολομωντα και ειπε προς αυτον, Ζητησον τι να σοι δωσω.
Och om natten uppenbarade sig Gud för Salomo; han sade till honom: »Bed mig om vad du vill att jag skall giva dig.»1 Kon. 3,5 f.
Ο δε Σολομων ειπε προς τον Θεον, Συ εκαμες μεγα ελεος προς Δαβιδ τον πατερα μου, και με κατεστησας βασιλεα αντ αυτου
Salomo svarade Gud: »Du har gjort stor nåd med min fader David och har låtit mig bliva konung efter honom.1 Krön. 28,5.
τωρα, Κυριε Θεε, ας βεβαιωθη ο λογος σου ο προς τον Δαβιδ τον πατερα μου διοτι συ με εκαμες βασιλεα επι λαον πολυν ως το χωμα της γης
Så låt nu, HERRE Gud, ditt ord till min fader David visa sig vara sant; ty du har själv gjort mig till konung över ett folk som är så talrikt som stoftet på jorden.1 Mos. 13,16.
δος τωρα εις εμε σοφιαν και συνεσιν, δια να εξερχωμαι και να εισερχωμαι εμπροσθεν του λαου τουτου διοτι τις δυναται να κρινη τον λαον σου τουτον τον μεγαν;
Giv mig nu vishet och förstånd till att vara detta folks ledare och anförare; ty vem skulle eljest kunna vara domare för detta ditt stora folk?»
Και ειπεν ο Θεος προς τον Σολομωντα, Επειδη συνελαβες τουτο εν τη καρδια σου, και δεν εζητησας πλουτη, αγαθα και δοξαν ουδε την ζωην των μισουντων σε, ουδε πολυζωιαν εζητησας, αλλ εζητησας εις σεαυτον σοφιαν και συνεσιν, δια να κρινης τον λαον μου, επι τον οποιον σε εκαμα βασιλεα
Då sade Gud till Salomo: »Eftersom du är så till sinnes, och icke har bett om rikedom, skatter och ära eller om dina ovänners liv, och ej heller bett om långt liv, utan har bett om vishet och förstånd, så att du kan vara domare för mitt folk, över vilket jag har gjort dig till konung,
η σοφια και η συνεσις διδεται εις σε και πλουτον και αγαθα και δοξαν θελω δωσει εις σε, ως δεν εγεινεν εις τους βασιλεις τους προ σου, ουδε εις τους μετα σε θελουσι γεινει τοιαυτα.
därför vare vishet och förstånd dig givna; därtill vill jag ock giva dig rikedom och skatter och ära, så att ingen konung före dig har haft och ej heller någon efter dig skall hava så mycket därav.»1 Kon. 4,31 f. 2 Krön. 9,22 f. Vish. 7,11. Matt. 6,33.
Τοτε επεστρεψεν ο Σολομων εις Ιερουσαλημ, απο του υψηλου τοπου του εν Γαβαων, απ εμπροσθεν της σκηνης του μαρτυριου, και εβασιλευεν επι τον Ισραηλ.
Sedan nu Salomo hade varit vid offerhöjden i Gibeon, begav han sig från uppenbarelsetältet till Jerusalem och regerade där över Israel.
Και συνηθροισεν ο Σολομων αμαξας και ιππεις και ειχε χιλιας τετρακοσιας αμαξας και δωδεκα χιλιαδας ιππεων, τους οποιους εθεσεν εις τας πολεις των αμαξων και πλησιον του βασιλεως εν Ιερουσαλημ.
Och Salomo samlade vagnar och ridhästar, så att han hade ett tusen fyra hundra vagnar och tolv tusen ridhästar; dem förlade han dels i vagnsstäderna, dels i Jerusalem, hos konungen själv.1 Kon. 4,26. 10,26 f. 2 Krön. 9,25 f.
Και κατεστησεν εν Ιερουσαλημ ο βασιλευς τον αργυρον και τον χρυσον ως λιθους, και τας κεδρους κατεστησεν ως τας εν τη πεδιαδι συκαμινους, δια την αφθονιαν.
Och konungen styrde så, att silver och guld blev lika vanligt i Jerusalem som stenar, och cederträ lika vanligt som mullbärsfikonträ i Låglandet.
Εγινετο δε εις τον Σολομωντα εξαγωγη ιππων και λινου νηματος εξ Αιγυπτου το μεν λινουν νημα ελαμβανον οι εμποροι του βασιλεως εις ωρισμενην τιμην.
Och hästarna som Salomo lät anskaffa infördes från Egypten; ett antal kungliga uppköpare hämtade ett visst antal av dem till bestämt pris.
Ανεβιβαζον δε και εφερον εξ Αιγυπτου μιαν αμαξαν δια εξακοσιους σικλους αργυρους, και εκαστον ιππον δια εκατον πεντηκοντα και ουτω δια παντας τους βασιλεις των Χετταιων και δια τους βασιλεις της Συριας η εξαγωγη εγινετο δια χειρος αυτων.
Var vagn som de hämtade upp från Egypten och införde kostade sex hundra siklar silver, och var häst ett hundra femtio. Sammalunda infördes ock genom deras försorg sådana till hetiternas alla konungar och till konungarna i Aram.