I Samuel 9

Ητο δε ανηρ τις εκ του Βενιαμιν, ονομαζομενος Κεις, υιος του Αβιηλ, υιου του Σερωρ, υιου του Βεχωραθ, υιου του Αφια, ανδρος Βενιαμιτου, δυνατος εν ισχυι.
I Benjamin levde en man som hette Kis, son till Abiel, son till Seror, son till Bekorat, son till Afia, son till en benjaminit; och han var en rik man.1 Sam. 14,61.
Ειχε δε ουτος υιον, ονομαζομενον Σαουλ, εκλεκτον και ωραιον και δεν υπηρχε μεταξυ των υιων Ισραηλ ανθρωπος ωραιοτερος αυτου απο των ωμων αυτου και επανω εξειχεν υπερ παντος του λαου.
Han hade en son som hette Saul, en ståtlig och fager man; bland Israels barn fanns ingen man som var fagrare än han; han var huvudet högre än allt folket.
Και αι ονοι του Κεις πατρος του Σαουλ εχαθησαν και ειπεν ο Κεις προς τον Σαουλ τον υιον αυτου, Λαβε τωρα μετα σου ενα των υπηρετων, και σηκωθεις υπαγε να ζητησης τας ονους.
Nu hade Kis', Sauls faders, åsninnor kommit bort för honom; därför sade Kis till sin son Saul: »Tag med dig en av tjänarna och stå upp och gå åstad och sök efter åsninnorna.»
Και επερασε δια του ορους Εφραιμ και επερασε δια της γης Σαλισα, αλλα δεν ευρηκαν αυτας και επερασαν δια της γης Σααλειμ, πλην δεν ησαν εκει και επερασε δια της γης Ιεμινι, αλλα δεν ευρηκαν αυτας.
Då gick han genom Efraims bergsbygd och därefter genom Salisalandet; men de funno dem icke. Så gingo de genom Saalimslandet, men där voro de icke; sedan gick han genom Benjamins land, men de funno dem icke heller där.
Οτε δε ηλθον εις την γην Σουφ, ειπεν ο Σαουλ προς τον υπηρετην αυτου τον μετ αυτου, Ελθε, και ας επιστρεψωμεν, μηποτε ο πατηρ μου, αφησας την φροντιδα των ονων, συλλογιζηται περι ημων.
När de så hade kommit in i Sufs land, sade Saul till tjänaren som han hade med sig: »Kom, låt oss gå hem igen; min fader kunde eljest, stället för att tänka på åsninnorna, bliva orolig för vår skull.»
Ο δε ειπε προς αυτον, Ιδου τωρα, εν τη πολει ταυτη ειναι ανθρωπος του Θεου, και ο ανθρωπος ειναι ενδοξος παν ο, τι ειπη γινεται εξαπαντος ας υπαγωμεν λοιπον εκει ισως φανερωση εις ημας την οδον ημων, την οποιαν πρεπει να υπαγωμεν.
Men han svarade honom: »Se, i denna stad finnes en gudsman; han är en ansedd man; allt vad han säger, det sker. Låt oss nu gå dit; måhända kan han säga oss något om den färd vi hava företagit oss.»
Και ειπεν ο Σαουλ προς τον υπηρετην αυτου, Αλλ ιδου, θελομεν υπαγει, πλην τι θελομεν φερει προς τον ανθρωπον; διοτι ο αρτος εξελιπεν εκ των αγγειων ημων και δωρον δεν υπαρχει να προσφερωμεν εις τον ανθρωπον του Θεου τι εχομεν;
Då sade Saul till sin tjänare: »Men om vi gå dit, vad skola vi då taga med oss åt mannen? Brödet är ju slut i våra ränslar, och vi hava icke heller någon annan gåva att taga med oss åt gudsmannen. Eller vad hava vi väl?»1 Kon. 14,3. 2 Kon. 4,42.
Και αποκριθεις παλιν ο υπηρετης προς τον Σαουλ, ειπεν, Ιδου, ευρισκεται εν τη χειρι μου εν τεταρτον σικλου αργυριου, το οποιον θελω δωσει εις τον ανθρωπον του Θεου, και θελει φανερωσει εις ημας την οδον ημων.
Tjänaren svarade Saul ännu en gång och sade: »Se, här har jag i min ägo en fjärdedels sikel silver; den vill jag giva åt gudsmannen, för att han må säga oss vilken väg vi böra gå.»
Το παλαι εν τω Ισραηλ, οποτε τις υπηγαινε να ερωτηση τον Θεον, ελεγεν ουτως Ελθετε, και ας υπαγωμεν εως εις τον βλεποντα διοτι ο σημερον προφητης εκαλειτο το παλαι ο βλεπων.
(Fordom sade man så i Israel, när man gick för att fråga Gud: »Kom, låt oss gå till siaren.» Ty den som man nu kallar profet kallade man fordom siare.)4 Mos. 12,6.
Τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τον υπηρετην αυτου, Καλος ο λογος σου ελθε, ας υπαγωμεν. Υπηγαν λοιπον εις την πολιν, οπου ητο ο ανθρωπος του Θεου.
Saul sade till sin tjänare: »Ditt förslag är gott; kom, låt oss gå.» Så gingo de till staden där gudsmannen fanns.
Και ενω ανεβαινον το ανηφορον της πολεως, ευρηκαν κορασια εξερχομενα δια να αντλησωσιν υδωρ και ειπον προς αυτα, Ειναι ενταυθα ο βλεπων;
När de nu gingo uppför höjden där staden låg, träffade de några flickor som hade gått ut för att hämta vatten; dem frågade de: »Är siaren här?»
Και εκεινα απεκριθησαν προς αυτους και ειπον, Ειναι ιδου, εμπροσθεν σου ταχυνον λοιπον διοτι σημερον ηλθεν εις την πολιν, επειδη ειναι σημερον θυσια του λαου επι του υψηλου τοπου
De svarade dem och sade: »Ja, helt nära. Skynda dig nu, ty han har i dag kommit till staden; folket firar nämligen i dag en offerfest på offerhöjden.
ευθυς οταν εισελθητε εις την πολιν, θελετε ευρει αυτον, πριν αναβη εις τον υψηλον τοπον δια να φαγη διοτι ο λαος δεν τρωγει εωσου ελθη αυτος, επειδη ουτος ευλογει την θυσιαν μετα ταυτα τρωγουσιν οι κεκλημενοι τωρα λοιπον αναβητε διοτι περι την ωραν ταυτην θελετε ευρει αυτον.
Om I nu gån in i staden, träffen I honom, innan han går upp på höjden till måltiden, ty folket äter icke, förrän han kommer. Han skall välsigna offret; först sedan begynna de inbjudna att äta. Gån därför nu ditupp, ty just nu kunnen I träffa honom.»
Και ανεβησαν εις την πολιν και ενω εισηρχοντο εις την πολιν, ιδου, ο Σαμουηλ εξηρχετο ενωπιον αυτων, δια να αναβη εις τον υψηλον τοπον.
Så gingo de upp till staden. Och just när de kommo in i staden, mötte de Samuel, som var stadd på väg upp till offerhöjden.
Ειχε δε αποκαλυψει ο Κυριος προς τον Σαμουηλ, μιαν ημεραν πριν ελθη ο Σαουλ, λεγων;
Men dagen innan Saul kom hade HERREN uppenbarat för Samuel och sagt:
Αυριον περι την ωραν ταυτην θελω αποστειλει προς σε ανθρωπον εκ γης Βενιαμιν, και θελεις χρισει αυτον αρχοντα επι τον λαον μου Ισραηλ, και θελει σωσει τον λαον μου εκ χειρος των Φιλισταιων διοτι επεβλεψα επι τον λαον μου, επειδη η βοη αυτων ηλθεν εις εμε.
»I morgon vid denna tid skall jag sända till dig en man från Benjamins land, och honom skall du smörja till furste över mitt folk Israel; han skall frälsa mitt folk ifrån filistéernas hand. Ty jag har sett till mitt folk, eftersom deras rop har kommit till mig.»2 Mos. 3,9.
Και οτε ο Σαμουηλ ειδε τον Σαουλ, ο Κυριος ειπε προς αυτον, Ιδου, ο ανθρωπος, περι του οποιου σοι ειπα ουτος θελει αρχει επι τον λαον μου.
När nu Samuel fick se Saul, gav HERREN honom den uppenbarelsen: »Se där är den man om vilken jag sade till dig: Denne skall styra mitt folk.»
Τοτε επλησιασεν ο Σαουλ προς τον Σαμουηλ εις την πυλην και ειπε, Δειξον μοι, παρακαλω, που ειναι η οικια του βλεποντος.
Men Saul gick fram till Samuel i porten och sade: »Säg mig var siaren bor.»
Και απεκριθη ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ και ειπεν, Εγω ειμαι ο βλεπων αναβα εμπροσθεν μου εις τον υψηλον τοπον και θελετε φαγει σημερον μετ εμου, και το πρωι θελω σε εξαποστειλει και παντα οσα ειναι εν τη καρδια σου θελω αναγγειλει προς σε
Samuel svarade Saul och sade: »Jag är siaren. Gå före mig upp på offerhöjden, ty I skolen äta där med mig i dag. Men i morgon vill jag låta dig gå; och om allt vad du har på hjärtat vill jag giva dig besked.
περι δε των ονων, τας οποιας εχασας ηδη τρεις ημερας, μη φροντιζε περι αυτων, διοτι ευρεθησαν και προς τινα ειναι πασα η επιθυμια του Ισραηλ; δεν ειναι προς σε, και προς παντα τον οικον του πατρος σου;
Och vad angår åsninnorna, som nu i tre dagar hava varit borta för dig, skall du icke bekymra dig för dem, ty de äro återfunna. Vem tillhör för övrigt allt vad härligt är i Israel, om icke dig och hela din faders hus?»
Αποκριθεις δε ο Σαουλ ειπε, Δεν ειμαι εγω Βενιαμιτης, εκ της μικροτερας των φυλων Ισραηλ; και η οικογενεια μου η ελαχιστη πασων των οικογενειων της φυλης Βενιαμιν; δια τι λοιπον λαλεις ουτω προς εμε;
Saul svarade och sade: »Jag är ju en benjaminit, från en av de minsta stammarna i Israel, och min släkt är ju den ringaste bland alla släkter i Benjamins stammar. Varför talar du då till mig på det sättet?»
Και ελαβεν ο Σαμουηλ τον Σαουλ και τον υπηρετην αυτου και εφερεν αυτους εις το οικημα, και εδωκεν εις αυτους την πρωτην θεσιν μεταξυ των κεκλημενων, οιτινες ησαν περιπου τριακοντα ανδρες.
Men Samuel tog Saul och hans tjänare och förde dem upp i salen och gav dem plats överst bland de inbjudna, vilka voro vid pass trettio män.
Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον μαγειρον, Φερε το μεριδιον το οποιον σοι εδωκα, περι του οποιον σοι ειπα, Φυλαττε τουτο πλησιον σου.
Och Samuel sade till kocken: »Giv hit det stycke som jag gav dig, och som jag sade att du skulle förvara hos dig.»
Και υψωσεν ο μαγειρος την πλατην και το επ αυτην και εθεσεν εμπροσθεν του Σαουλ. Και ειπεν ο Σαμουηλ, Ιδου, το εναπολειφθεν θες αυτο εμπροσθεν σου, φαγε διοτι δια την ωραν ταυτην εφυλαχθη δια σε, οτε ειπα, Προσεκαλεσα τον λαον. Και εφαγεν ο Σαουλ μετα του Σαμουηλ εν τη ημερα εκεινη.
Då tog kocken fram lårstycket med vad därtill hörde, och satte det fram för Saul; och Samuel sade: »Se, här sättes nu fram för dig det som har blivit sparat; ät därav. Ty just för denna stund blev det undanlagt åt dig, då när jag sade att jag hade inbjudit folket.» Så åt Saul den dagen med Samuel.
Και αφου κατεβησαν εκ του υψηλου τοπου εις την πολιν, συνωμιλησεν ο Σαμουηλ μετα του Σαουλ επι του δωματος.
Därefter gingo de ned från offerhöjden och in i staden. Sedan samtalade han med Saul uppe på taket.
Και εσηκωθησαν ενωρις και περι τα χαραγματα της ημερας, εκαλεσεν ο Σαμουηλ τον Σαουλ οντα επι του δωματος, λεγων, Σηκωθητι, δια να σε εξαποστειλω. Και εσηκωθη ο Σαουλ, και εξηλθον αμφοτεροι, αυτος και ο Σαμουηλ, εως εξω.
Men bittida följande dag, när morgonrodnaden gick upp, ropade Samuel uppåt taket till Saul och sade: »Stå upp, så vill jag ledsaga dig till vägs.» Då stod Saul upp, och de gingo båda åstad, han och Samuel.5 Mos. 22,8.
Καθως δε κατεβαινον εις το τελος της πολεως, ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ, Προσταξον τον υπηρετην να περαση εμπροσθεν ημων και εκεινος επερασε συ ομως σταθητι ολιγον, και θελω σοι αναγγειλει τον λογον του Θεου.
När de så voro på väg ned mot ändan av staden, sade Samuel till Saul: »Säg till tjänaren att han skall gå före oss» -- och han fick gå -- »men du själv må nu stanna här, så vill jag låta dig höra vad Gud har talat.»