I Kings 15

Και εβασιλευσεν ο Αβιαμ επι τον Ιουδαν, κατα το δεκατον ογδοον ετος της βασιλειας του Ιεροβοαμ υιου του Ναβατ.
I konung Jerobeams, Nebats sons, adertonde regeringsår blev Abiam konung över Juda.2 Krön. 13,1 f.
Τρια ετη εβασιλευσεν εν Ιερουσαλημ. Και το ονομα της μητρος αυτου ητο Μααχα, θυγατηρ του Αβεσσαλωμ.
Han regerade tre år i Jerusalem. Hans moder hette Maaka, Abisaloms dotter.
Και περιεπατησεν εις πασας τας αμαρτιας του πατρος αυτου, τας οποιας επραξε προ αυτου και δεν ητο η καρδια αυτου τελεια μετα Κυριου του Θεου αυτου, καθως η καρδια Δαβιδ του πατρος αυτου.
Och han vandrade i alla de synder som hans fader hade begått före honom, och hans hjärta var icke hängivet åt HERREN, hans Gud, såsom hans fader Davids hjärta hade varit.1 Kon. 12,28 f.
Αλλ ομως, χαριν του Δαβιδ, εδωκεν εις αυτον Κυριος ο Θεος αυτου λυχνον εν Ιερουσαλημ, αναστησας τον υιον αυτου μετ αυτον, και στερεωσας την Ιερουσαλημ
Allenast för Davids skull lät HERREN, hans Gud, honom få en lampa i Jerusalem, i det att han uppsatte hans son efter honom och lät Jerusalem hava bestånd --2 Sam. 21,17. 1 Kon. 11,36. 2 Kon. 8,19. Ps. 132,17. Ords. 13,9.
διοτι ο Δαβιδ εκαμνε το ευθες ενωπιον Κυριου και δεν εξεκλινε πασας τας ημερας της ζωης αυτου απο παντων οσα προσεταξεν εις αυτον, εκτος της υποθεσεως Ουριου του Χετταιου.
detta därför att David gjorde vad rätt var i HERRENS ögon och icke vek ifrån något som han bjöd honom, så länge han levde, utom i saken med hetiten Uria.2 Sam. 11,1 f. 12,9.
Ητο δε πολεμος αναμεσον Ροβοαμ και Ιεροβοαμ πασας τας ημερας της ζωης αυτου.
Men Rehabeam och Jerobeam lågo i krig med varandra, så länge den förre levde.1 Kon. 14,30. 2 Krön. 12,15.
Αι δε λοιπαι των πραξεων του Αβιαμ και παντα οσα επραξε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα; Και ητο πολεμος αναμεσον Αβιαμ και Ιεροβοαμ.
Vad nu mer är att säga om Abiam och om allt vad han gjorde, det finnes upptecknat i Juda konungars krönika. Men Abiam och Jerobeam lågo i krig med varandra.
Και εκοιμηθη ο Αβιαμ μετα των πατερων αυτου, και εθαψαν αυτον εν τη πολει Δαβιδ εβασιλευσε δε αντ αυτου Ασα ο υιος αυτου.
Och Abiam gick till vila hos sina fäder, och man begrov honom i Davids stad. Och hans son Asa blev konung efter honom.2 Krön. 14,1 f.
Και εβασιλευσεν ο Ασα επι τον Ιουδαν, κατα το εικοστον ετος του Ιεροβοαμ βασιλεως του Ισραηλ.
I Jerobeams, Israels konungs, tjugonde regeringsår blev Asa konung över Juda.
Και εβασιλευσεν εν Ιερουσαλημ ετη τεσσαρακοντα και εν. Το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Μααχα, θυγατηρ του Αβεσσαλωμ.
Han regerade fyrtioett år i Jerusalem. Hans moder hette Maaka, Abisaloms dotter.
Και εκαμνεν ο Ασα το ευθες ενωπιον Κυριου, καθως Δαβιδ ο πατηρ αυτου.
Och Asa gjorde vad rätt var i HERRENS ögon, såsom hans fader David hade gjort
Και αφηρεσεν εκ της γης τους σοδομιτας και εσηκωσε παντα τα ειδωλα, τα οποια εκαμον οι πατερες αυτου.
Han drev ut tempelbolarna ur landet och skaffade bort alla de eländiga avgudabeläten som hans fader hade låtit göra.1 Kon. 14,24.
Ετι δε και την μητερα αυτου την Μααχα, και αυτην απεβαλε του να ηναι βασιλισσα, επειδη εκαμεν ειδωλον εις αλσος και κατεκοψεν ο Ασα το ειδωλον αυτης και εκαυσεν αυτο πλησιον του χειμαρρου Κεδρων.
Ja, sin moder Maaka avsatte han från hennes drottningsvärdighet, därför att hon hade satt upp en styggelse åt Aseran; Asa högg nu ned styggelsen och brände upp den i Kidrons dal.2 Krön. 15,16 f,
Οι υψηλοι ομως τοποι δεν αφηρεθησαν πλην η καρδια του Ασα ητο τελεια μετα του Κυριου πασας τας ημερας αυτου.
Men offerhöjderna blevo icke avskaffade; dock var Asas hjärta hängivet åt HERREN, så länge han levde.
Και εφερεν εις τον οικον του Κυριου τα αφιερωματα του πατρος αυτου και τα εαυτου αφιερωματα, αργυρον και χρυσιον και σκευη.
Och han förde in i HERRENS hus både vad hans fader och vad han själv hade helgat åt HERREN: silver, guld och kärl.
Ητο δε πολεμος αναμεσον Ασα και Βαασα βασιλεως του Ισραηλ πασας τας ημερας αυτων.
Men Asa och Baesa, Israels konung, lågo i krig med varandra, så länge de levde.
Και ανεβη Βαασα ο βασιλευς του Ισραηλ εναντιον του Ιουδα και ωκοδομησε την Ραμα, δια να μη αφινη μηδενα να εξερχηται μηδε να εισερχηται προς Ασα τον βασιλεα του Ιουδα.
Baesa, Israels konung, drog upp mot Juda och begynte befästa Rama, för att hindra att någon komme vare sig till eller ifrån Asa, Juda konung.2 Krön. 16,1 f.
Τοτε ελαβεν ο Ασα απαν το αργυριον και το χρυσιον το εναπολειφθεν εν τοις θησαυροις του οικου του Κυριου και εν τοις θησαυροις του οικου του βασιλεως, και παρεδωκεν αυτα εις τας χειρας των δουλων αυτου και απεστειλεν αυτους ο βασιλευς Ασα προς τον Βεν−αδαδ, υιον του Ταβριμων, υιου του Εσιων, βασιλεα της Συριας, τον κατοικουντα εν Δαμασκω, λεγων,
Då tog Asa allt silver och guld som fanns kvar i skattkamrarna i HERRENS hus, ävensom skatterna i konungshuset, och lämnade detta åt sina tjänare; därefter sände konung Asa dem till Ben-Hadad, son till Tabrimmon, son till Hesjon, konungen i Aram, som bodde i Damaskus, och lät säga:2 Kon. 12,18. 16,8. 18,15.
Ας γεινη συνθηκη αναμεσον εμου και σου, ως ητο αναμεσον του πατρος μου και του πατρος σου ιδου, απεστειλα προς σε δωρον αργυριου και χρυσιου υπαγε, διαλυσον την συνθηκην σου την προς τον Βαασα, βασιλεα του Ισραηλ, δια να αναχωρηση απ εμου.
»Ett förbund består ju mellan mig och dig, såsom det var mellan min fader och din fader. Se, här sänder jag dig skänker av silver och guld, så bryt då nu ditt förbund med Baesa, Israels konung, för att han må lämna mig i fred.»
Και εισηκουσεν ο Βεν−αδαδ εις τον βασιλεα Ασα, και απεστειλε τους αρχηγους των δυναμεων αυτου εναντιον των πολεων του Ισραηλ, και επαταξε την Ιιων και την Δαν και την Αβελ−βαιθ−μααχα, και πασαν την Χιννερωθ, μετα πασης της γης Νεφθαλι.
Och Ben-Hadad lyssnade till konung Asa och sände sina krigshövitsmän mot Israels städer och förhärjade Ijon, Dan, Abel-Bet-Maaka och hela Kinarot jämte hela Naftali land.2 Kon. 15,29.
Και ως ηκουσεν ο Βαασα, επαυσε να οικοδομη την Ραμα και εκαθησεν εν Θερσα.
När Baesa hörde detta, avstod han från att befästa Rama och höll sig sedan stilla i Tirsa.
Τοτε συνεκαλεσεν ο βασιλευς Ασα παντα τον Ιουδαν, χωρις τινος εξαιρεσεως και εσηκωσαν τους λιθους της Ραμα και τα ξυλα αυτης, με τα οποια ο Βαασα εκαμε την οικοδομην και ωκοδομησεν ο βασιλευς Ασα με ταυτα την Γεβα του Βενιαμιν και την Μισπα.
Men konung Asa bådade upp hela Juda, ingen fritagen; och de förde bort stenar och trävirke som Baesa använde till att befästa Rama. Därmed befäste nu konung Asa Geba i Benjamin, så ock Mispa.
Αι δε λοιπαι πασων των πραξεων του Ασα και παντα τα κατορθωματα αυτου και παντα οσα επραξε, και αι πολεις τας οποιας ωκοδομησε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα; Εν τω καιρω δε του γηρατος αυτου ηρρωστησε τους ποδας αυτου.
Allt vad mer är att säga om Asa, om alla hans bedrifter, om allt vad han gjorde och om de städer han byggde, det finnes upptecknat i Juda konungars krönika. Men på sin ålderdom fick han en sjukdom i sina fötter.2 Krön. 16,11 f.
Και εκοιμηθη ο Ασα μετα των πατερων αυτου και εταφη μετα των πατερων αυτου εν τη πολει Δαβιδ του πατρος αυτου εβασιλευσε δε αντ αυτου Ιωσαφατ ο υιος αυτου.
Och Asa gick till vila hos sina fäder och blev begraven hos sina fäder i sin fader Davids stad. Och hans son Josafat blev konung efter honom.2 Krön. 17,1.
Και εβασιλευσε Ναδαβ ο υιος του Ιεροβοαμ επι τον Ισραηλ, το δευτερον ετος του Ασα βασιλεως του Ιουδα, και εβασιλευσεν επι τον Ισραηλ δυο ετη.
Men Nadab, Jerobeams son, blev konung över Israel i Asas, Juda konungs, andra regeringsår, och han regerade över Israel i två år.
Και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου και περιεπατησεν εις την οδον του πατρος αυτου και εις την αμαρτιαν αυτου, δια της οποιας εκαμε τον Ισραηλ να αμαρτηση.
Han gjorde vad ont var i HERRENS ögon och vandrade på sin faders väg och i den synd genom vilken denne hade kommit Israel att synda.1 Kon. 12,28 f.
Συνωμοσε δε κατ αυτου Βαασα ο υιος του Αχια, εκ του οικου Ισσαχαρ και επαταξεν αυτον ο Βαασα εν Γιββεθων, ητις ητο των Φιλισταιων διοτι ο Ναδαβ και πας ο Ισραηλ επολιορκουν την Γιββεθων.
Men Baesa, Ahias son, av Isaskar hus, anstiftade en sammansvärjning mot honom, och Baesa dräpte honom vid Gibbeton, som tillhörde filistéerna; Nadab med hela Israel höll nämligen på med att belägra Gibbeton.
Ο Βαασα λοιπον εθανατωσεν αυτον κατα το τριτον ετος του Ασα βασιλεως του Ιουδα, και εβασιλευσεν αντ αυτου.
I Asas, Juda konungs, tredje regeringsår var det som Baesa dödade honom, och han blev så själv konung i hans ställe.
Και καθως εβασιλευσεν, επαταξεν ολον τον οικον του Ιεροβοαμ δεν αφηκεν εις τον Ιεροβοαμ ουδεν ζων, εωσου εξωλοθρευσεν αυτον, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησε δια του δουλου αυτου Αχια του Σηλωνιτου,
Och när han hade blivit konung förgjorde han hela Jerobeams hus; han lät intet som anda hade bliva kvar av Jerobeams hus, utan utrotade det, i enighet med det ord som HERREN hade talat genom sin tjänare Ahia från Silo --1 Kon 14,10, 14.
δια τας αμαρτιας του Ιεροβοαμ, τας οποιας ημαρτησε, και δια των οποιων εκαμε τον Ισραηλ να αμαρτηση, και δια τον παροργισμον με τον οποιον παρωργισε Κυριον τον Θεον του Ισραηλ.
detta för de synders skull som Jerobeam hade begått, och genom vilka han kom Israel att synda, så att han därmed förtörnade HERREN, Israels Gud.1 Kon. 12,28 f.
Αι δε λοιπαι των πραξεων του Ναδαβ και παντα οσα επραξε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ισραηλ;
Vad nu mer är att säga om Nadab och om allt vad han gjorde det finnes upptecknat i Israels konungars krönika.
Ητο δε πολεμος αναμεσον Ασα και Βαασα βασιλεως του Ισραηλ πασας τας ημερας αυτων.
Men Asa och Baesa, Israels konung, lågo i krig med varandra, länge de levde.
Κατα το τριτον ετος του Ασα βασιλεως του Ιουδα, εβασιλευσε Βαασα ο υιος του Αχια επι παντα τον Ισραηλ εν Θερσα και εβασιλευσεν εικοσιτεσσαρα ετη.
I Asas, Juda konungs, tredje regeringsår blev Baesa, Ahias son, konung över hela Israel i Tirsa och regerade i tjugufyra år.
Και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου, και περιεπατησεν εις την οδον του Ιεροβοαμ και εις την αμαρτιαν αυτου, δια της οποιας εκαμε τον Ισραηλ να αμαρτηση.
Han gjorde vad ont var i HERRENS ögon och vandrade på Jerobeams väg och i den synd genom vilken denne hade kommit Israel att synda.1 Kon. 12,28 f.