Judges 9

Και υπηγεν Αβιμελεχ ο υιος του Ιεροβααλ εις Συχεμ προς τους αδελφους της μητρος αυτου και ειπε προς αυτους και προς πασαν την συγγενειαν του οικου του πατρος της μητρος αυτου, λεγων,
Abimelec, fiul lui Ierubaal, s'a dus la Sihem la fraţii mamei lui, şi iată cum le -a vorbit atît lor cît şi la toată familia casei tatălui mamei sale:
Λαλησατε, παρακαλω, εις επηκοον παντων των ανδρων της Συχεμ, Τι ειναι καλητερον εις εσας, να αρχωσιν επανω σας παντες οι υιοι του Ιεροβααλ, εβδομηκοντα ανδρες, η να αρχη εις μονος επανω σας; και ενθυμηθητε οτι οστουν υμων και σαρξ υμων ειμαι.
,,Spuneţi, vă rog, în auzul tuturor locuitorilor din Sihem: ,Este mai bine pentru voi ca şaptezeci de oameni, toţi fii ai lui Ierubaal, să stăpînească peste voi, sau un singur om să stăpînească peste voi?` Şi aduceţi-vă aminte că eu sînt os din oasele voastre şi carne din carnea voastră.``
Και ελαλησαν περι αυτου οι αδελφοι της μητρος αυτου εις επηκοον παντων των ανδρων της Συχεμ παντας τους λογους τουτους και εκλινεν η καρδια αυτων κατοπιν του Αβιμελεχ διοτι ειπον, Αδελφος ημων ειναι.
Fraţii mamei lui au spus toate cuvintele acestea pentru el în auzul tuturor locuitorilor din Sihem, şi inima lor s'a plecat spre Abimelec; căci îşi ziceau: ,,El este frate cu noi.``
Και εδωκαν εις αυτον εβδομηκοντα αργυρια εκ του οικου του Βααλ−βεριθ, και δι αυτων εμισθωσεν ο Αβιμελεχ ανδρας ποταπους και θρασεις, και ηκολουθησαν αυτον.
I-au dat şaptezeci de sicli de argint, pe cari i-au ridicat din casa lui Baal-Berit. Abimelec a cumpărat cu ei pe nişte oameni fără căpătîi şi neastîmpăraţi, cari au mers după el.
Και εισηλθεν εις τον οικον του πατρος αυτου εις Οφρα και εθανατωσε τους αδελφους αυτου τους υιους του Ιεροβααλ, εβδομηκοντα ανδρας, επι λιθον ενα εναπελειφθη ομως ο Ιωθαμ ο νεωτερος υιος του Ιεροβααλ, διοτι εκρυφθη.
A venit în casa tatălui său la Ofra, şi a ucis pe fraţii săi, fiii lui Ierubaal, şaptezeci de oameni, pe aceeaş peatră. N'a scăpat decît Iotam, cel mai tînăr fiu al lui Ierubaal, căci se ascunsese.
Και συνηχθησαν παντες οι ανδρες της Συχεμ και πας ο οικος του Μιλλω και ελθοντες εκαμον τον Αβιμελεχ βασιλεα, πλησιον της δρυος της ισταμενης εν Συχεμ.
Toţi locuitorii din Sihem şi toată casa lui Milo s'au strîns la olaltă, şi au venit de au făcut împărat pe Abimelec, lîngă stejarul sădit în Sihem.
Και οτε ανηγγελθη τουτο εις τον Ιωθαμ, υπηγε και εσταθη επι την κορυφην του ορους Γαριζιν, και υψωσε την φωνην αυτου και εβοησε και ειπε προς αυτους, Ακουσατε μου, ανδρες της Συχεμ, και θελει σας ακουσει ο Θεος.
Iotam a aflat despre lucrul acesta. S'a dus şi s'a aşezat pe vîrful muntelui Garizim, şi iată ce le -a strigat el cu glas tare: ,,Ascultaţi-mă, locuitorii Sihemului, şi Dumnezeu să vă asculte!
Υπηγον ποτε τα δενδρα να χρισωσι βασιλεα εφ εαυτων και ειπον προς την ελαιαν, Βασιλευσον εφ ημων.
Copacii au plecat să ungă un împărat şi să -l pună în fruntea lor. Ei au zis măslinului: ,Împărăţeşte peste noi!`
Αλλ η ελαια ειπε προς αυτα, Να αφησω εγω το παχος μου, δια της οποιας τιμωνται Θεος και ανθρωποι, και να υπαγω να αρχω επι των δενδρων;
Dar măslinul le -a răspuns: ,Să-mi părăsesc eu untdelemnul meu, care îmi aduce laude din partea lui Dumnezeu şi a oamenilor, ca să mă duc să domnesc peste copaci?`
Και ειπον τα δενδρα προς την συκην, Ελθε συ, βασιλευσον εφ ημων.
Şi copacii au zis smochinului: ,Vino, tu, de împărăţeşte peste noi!`
Αλλ η συκη ειπε προς αυτα, Να αφησω την γλυκυτητα μου και τον καρπον μου τον καλον, και να υπαγω να αρχω επι των δενδρων;
Dar smochinul le -a răspuns: ,Să-mi părăsesc eu dulceaţa mea şi rodul meu cel minunat, ca să mă duc să domnesc peste copaci?`
Και ειπον τα δενδρα προς την αμπελον, Ελθε συ, βασιλευσον εφ ημων.
Şi copacii au zis viţei: ,Vino, tu, şi domneşte peste noi.`
Και ειπεν η αμπελος προς αυτα, Να αφησω τον οινον μου, οστις ευφραινει Θεον και ανθρωπους, και να υπαγω να αρχω επι των δενδρων;
Dar viţa le -a răspuns: ,Să-mi părăsesc eu vinul, care înveseleşte pe Dumnezeu şi pe oameni, ca să mă duc să domnesc peste copaci?`
Τοτε ειπον παντα τα δενδρα προς την ακανθαν, Ελθε συ, βασιλευσον εφ ημων.
Atunci toţi copacii au zis spinului: ,Vino, tu, şi împărăţeşte peste noi.`
Και ειπεν η ακανθα προς τα δενδρα, Εαν αληθως σεις με χριητε βασιλεα υμων, ελθετε, καταφυγετε υπο την σκιαν μου ει δε μη, πυρ να εξελθη εκ της ακανθης και να καταφαγη τας κεδρους του Λιβανου.
Şi spinul a răspuns copacilor: ,Dacă în adevăr vreţi să mă ungeţi ca împărat al vostru, veniţi şi adăpostiţi-vă subt umbra mea; altfel, să iasă un foc din spin, şi să mistuie cedrii Libanului.`
Τωρα λοιπον, εαν επραξατε εν αληθεια και ακεραιοτητι καμνοντες τον Αβιμελεχ βασιλεα, και εαν εφερθητε καλως προς τον Ιεροβααλ και προς τον οικον αυτου, και εαν εκαμετε προς αυτον κατα την αξιαν των χειρων αυτου
Acum, oare cu adevărat şi cu toată curăţia aţi lucrat voi, făcînd împărat pe Abimelec? Aţi arătat voi bunăvoinţă faţă de Ierubaal şi de casa lui? V'aţi purtat voi oare cu el potrivit cu slujba pe care v'a făcut -o? -
διοτι ο πατηρ μου επολεμησε δια σας και ερριψοκινδυνευσε την ζωην αυτου και σας εσωσεν εκ της χειρος του Μαδιαμ
Căci tatăl meu s'a luptat pentru voi; şi -a pus viaţa în primejdie, şi v'a izbăvit din mîna lui Madian;
και σεις εσηκωθητε σημερον εναντιον του οικου του πατρος μου και εθανατωσατε τους υιους αυτου, εβδομηκοντα ανδρας, επι λιθον ενα, και εκαμετε τον Αβιμελεχ, τον υιον της δουλης αυτου, βασιλεα επι παντων των ανδρων της Συχεμ, διοτι ειναι αδελφος σας
şi voi v'aţi ridicat împotriva casei tatălui meu, i-aţi ucis fiii, şaptezeci de oameni, pe aceeaş piatră, şi aţi făcut împărat peste locuitorii din Sihem pe Abimelec, fiul roabei lui, pentrucă este fratele vostru. -
εαν λοιπον επραξατε σημερον εν αληθεια και ακεραιοτητι προς τον Ιεροβααλ και προς τον οικον αυτου, χαιρετε εις τον Αβιμελεχ και ας χαιρη και αυτος εις εσας.
Dacă în adevăr şi cu toată curăţia v'aţi purtat voi astăzi faţă de Ierubaal şi casa lui, bine! Abimelec să fie bucuria voastră, şi voi să fiţi bucuria lui!
ει δε μη, πυρ να εξελθη εκ του Αβιμελεχ και να καταφαγη τους ανδρας της Συχεμ και τον οικον του Μιλλω και πυρ να εξελθη εκ των ανδρων της Συχεμ και εκ του οικου του Μιλλω, και να καταφαγη τον Αβιμελεχ.
Dacă nu, să iasă un foc din Abimelec, şi să mistuie pe locuitorii din Sihem şi casa lui Milo; şi un foc să iasă din locuitorii Sihemului şi din casa lui Milo, şi să mistuie pe Abimelec!``
Τοτε εφυγεν ο Ιωθαμ μετα σπουδης και υπηγεν εις Βηρ και κατωκησεν εκει, δια τον φοβον Αβιμελεχ του αδελφου αυτου.
Iotam s'a dat înlături, şi a luat -o la fugă; s'a dus la Beer unde a locuit departe de fratele său Abimelec.
Και εβασιλευσεν ο Αβιμελεχ επι του Ισραηλ τρια ετη.
Abimelec stăpînise trei ani peste Israel.
Και εξαπεστειλεν ο Θεος πνευμα πονηρον μεταξυ του Αβιμελεχ και των ανδρων της Συχεμ και εστασιασαν οι ανδρες της Συχεμ κατα του Αβιμελεχ
Atunci Dumnezeu a trimes un duh rău între Abimelec şi locuitorii Sihemului şi locuitorii Sihemului au fost necredincioşi lui Abimelec,
δια να ελθη η αδικια των εβδομηκοντα υιων του Ιεροβααλ, και να επελθη το αιμα αυτων επι τον Αβιμελεχ τον αδελφον αυτων τον θανατωσαντα αυτους, και επι τους ανδρας της Συχεμ, τους ενισχυσαντας τας χειρας αυτου, δια να θανατωση τους αδελφους αυτου.
pentru ca şi cruzimea săvîrşită cu cei şaptezeci de fii ai lui Ierubaal să-şi ia pedeapsa, şi sîngele lor să cadă asupra fratelui lor Abimelec, care -i ucisese, şi asupra locuitorilor Sihemului, cari -l ajutaseră să ucidă pe fraţii săi.
Και εθεσαν κατ αυτου οι ανδρες της Συχεμ ενεδρας επι τας κορυφας των ορεων, και εγυμνονον παντας τους διαβαινοντας πλησιον αυτων δια της οδου και ανηγγελθη προς τον Αβιμελεχ.
Locuitorii Sihemului au pus la pîndă împotriva lui, pe vîrfurile munţilor, nişte oameni, cari jăfuiau pe toţi cei ce treceau pe lîngă ei, pe drum. Şi lucrul acesta a fost adus la cunoştinţa lui Abimelec.
Και ηλθε Γααλ ο υιος του Εβεδ και οι αδελφοι αυτου, και διεβησαν εις Συχεμ, και ενεπιστευθησαν εις αυτον οι ανδρες της Συχεμ.
Gaal, fiul lui Ebed, a venit cu fraţii săi, şi au trecut la Sihem. Locuitorii Sihemului au avut încredere în el!
Και εξηλθον εις τους αγρους και ετρυγησαν τας αμπελους αυτων και επατησαν και ευθυμησαν, και υπηγαν εις τον οικον του Θεου αυτων και εφαγον και επιον, και κατηρασθησαν τον Αβιμελεχ.
Au ieşit la cîmp, le-au cules viile, le-au călcat strugurii, şi au început să se veselească; au intrat în casa dumnezeului lor, au mîncat şi au băut, şi au blestemat pe Abimelec.
Και ειπε Γααλ ο υιος του Εβεδ, Τις ειναι ο Αβιμελεχ, και τις η Συχεμ, ωστε να δουλευωμεν εις αυτον; δεν ειναι ουτος ο υιος του Ιεροβααλ; και Ζεβουλ ο επιστατης αυτου; δουλευσατε εις τους ανδρας του Εμμωρ πατρος του Συχεμ και δια τι ημεις να δουλευωμεν εις εκεινον;
Şi Gaal, fiul lui Ebed, zicea: ,,Cine este Abimelec, şi cine este Sihem, ca să slujim lui Abimelec? Nu este el fiul lui Ierubaal, şi nu este Zebul, îngrijitorul lui? Slujiţi bărbaţilor lui Hamor, tatăl lui Sihem; de ce să slujim lui Abimelec?
ειθε να εδιδετο ο λαος ουτος υπο την χειρα μου. Τοτε ηθελον εκδιωξει τον Αβιμελεχ. Και ειπε προς τον Αβιμελεχ, Πληθυνον το στρατευμα σου και εξελθε.
Oh! dacă aş fi eu stăpînul acestui popor, aş răsturna pe Abimelec``. Şi despre Abimelec zicea: ,,Strînge-ţi oştirea şi ieşi``!
Και ηκουσε Ζεβουλ ο αρχων της πολεως τους λογους Γααλ του υιου του Εβεδ, και εξηφθη ο θυμος αυτου
Zebul, cîrmuitorul cetăţii, a auzit ce zicea Gaal, fiul lui Ebed, şi s'a aprins de mînie.
και απεστειλε κρυφιως μηνυτας προς τον Αβιμελεχ, λεγων, Ιδου, Γααλ ο υιος του Εβεδ και οι αδελφοι αυτου ηλθον εις Συχεμ και ιδου, αυτοι διεγειρουσι την πολιν εναντιον σου
A trimes pe ascuns nişte soli la Abimelec, ca să -i spună: ,,Iată, Gaal, fiul lui Ebed, şi fraţii lui, au venit la Sihem, şi au răsculat cetatea împotriva ta.
δια τουτο λοιπον σηκωθητι την νυκτα, συ και ο λαος ο μετα σου, και βαλε ενεδρας εν τοις αγροις
Acum, pleacă noaptea, tu şi poporul care este cu tine, şi stai la pîndă în cîmp.
και το πρωι, αμα ανατειλη ο ηλιος, θελεις σηκωθη ενωρις και θελεις εφορμησει επι την πολιν και ιδου, αυτος και ο λαος ο μετ αυτου θελουσιν εξελθει εναντιον σου, και συ θελεις καμει εις αυτον οπως δυνηθης.
Dimineaţa, la răsăritul soarelui, să te arunci cu năvală asupra cetăţii. Şi cînd Gaal şi poporul care este cu el vor ieşi împotriva ta, să -i faci ce-ţi vor îngădui puterile.
Και εσηκωθη ο Αβιμελεχ και πας ο λαος ο μετ αυτου την νυκτα και εβαλον εις ενεδραν κατα της Συχεμ τεσσαρα σωματα.
Abimelec şi tot poporul care era cu el au plecat noaptea, şi s'au pus la pîndă lîngă Sihem, împărţiţi în patru cete.
Και εξηλθε Γααλ ο υιος του Εβεδ και εσταθη εν τη εισοδω της πυλης της πολεως και εσηκωθη ο Αβιμελεχ και ο λαος ο μετ αυτου εκ της ενεδρας.
Gaal, fiul lui Ebed, a ieşit, şi a stătut la intrarea porţii cetăţii. Abimelec şi tot poporul care era cu el s'au sculat atunci dela pîndă.
Και οτε ειδεν ο Γααλ τον λαον, ειπε προς τον Ζεβουλ, Ιδου, λαος καταβαινει απο των κορυφων των ορεων ειπε δε προς αυτον ο Ζεβουλ, την σκιαν των ορεων βλεπεις συ ως ανδρας.
Gaal a zărit poporul, şi a zis lui Zebul: ,,Iată un popor care se pogoară din vîrful munţilor.`` Zebul i -a răspuns: ,,Este umbra munţilor pe cari -i iei drept oameni.``
Και ελαλησε παλιν ο Γααλ και ειπεν, Ιδου, λαος καταβαινει απο των υψηλων του τοπου, και εν σωμα ερχεται δια της οδου της δρυος Μεωνενιμ.
Gaal, luînd iarăş cuvîntul, a zis: ,,Este chiar un popor care se pogoară de pe înălţimile ţării, şi o ceată vine pe drumul Stejarului Ghicitorilor.``
Τοτε ειπε προς αυτον ο Ζεβουλ, Που ειναι τωρα το στομα σου, με το οποιον ειπας, Τις ειναι ο Αβιμελεχ, ωστε να δουλευωμεν εις αυτον; Δεν ειναι ουτος ο λαος, τον οποιον εξουθενησας; εξελθε λοιπον τωρα και πολεμησον αυτους.
Zebul i -a răspuns: ,,Unde îţi este acum gura, cu care ziceai: ,Cine este Abimelec, ca să -i slujim? Nu este oare acesta poporul pe care -l dispreţuiai tu? Mergi acum, şi luptă-te cu el!``
Και εξηλθεν ο Γααλ εμπροσθεν των ανδρων της Συχεμ και επολεμησε με τον Αβιμελεχ
Gaal a înaintat în fruntea locuitorilor Sihemului, şi s'a luptat cu Abimelec.
ο δε Αβιμελεχ κατεδιωξεν αυτον, και εφυγεν απ εμπροσθεν αυτου, και επεσον τετραυματισμενοι πολλοι εως της εισοδου της πυλης.
Urmărit de Abimelec, a luat -o la fugă dinaintea lui, şi mulţi oameni au căzut morţi pînă la intrarea porţii.
Και εκαθισεν Αβιμελεχ εν Αρουμα και εξεβαλεν ο Ζεβουλ τον Γααλ και τους αδελφους αυτου, δια να μη κατοικωσιν εν Συχεμ.
Abimelec s'a oprit la Aruma. Şi Zebul a izgonit pe Gaal şi pe fraţii lui, cari n'au putut să rămînă la Sihem.
Και την επαυριον εξηλθεν ο λαος εις την πεδιαδα και ανηγγελθη προς τον Αβιμελεχ.
A douazi, poporul, a ieşit la cîmp. Abimelec, căruia i s'a dat de ştire,
Τοτε ελαβε τον λαον και διηρεσεν αυτον εις τρια σωματα και εθεσεν ενεδρας εις την πεδιαδα και ειδε, και ιδου, ο λαος εξηρχετο εκ της πολεως και εσηκωθη εναντιον αυτων και επαταξεν αυτους.
şi -a luat ceata, a împărţit -o în trei părţi, şi s'a pus la pîndă în cîmp. Văzînd că poporul ieşea din cetate, s'a sculat împotriva lor, şi i -a bătut.
Και ο Αβιμελεχ και το σωμα το μετ αυτον εφωρμησαν και εσταθησαν εν τη εισοδω της πυλης της πολεως τα δε αλλα δυο σωματα εφωρμησαν επι παντας τους εν τοις αγροις και επαταξαν αυτους.
Abimelec şi cetele cari erau cu el au pornit înainte şi s'au aşezat la intrarea porţii cetăţii: două din aceste cete s'au aruncat asupra tuturor celorce erau în cîmp, şi i-au bătut.
Και επολεμει ο Αβιμελεχ εναντιον της πολεως ολην εκεινην την ημεραν και εκυριευσε την πολιν και εφονευσε τον λαον τον εν αυτη και κατεσκαψε την πολιν και εσπειρεν αυτην αλας.
Abimelec a bătut cetatea toată ziua; a luat -o, şi a ucis poporul care se afla în ea. Apoi a dărîmat cetatea pînă în temelie, şi a presărat sare peste ea.
Και οτε ηκουσαν παντες οι ανδρες του πυργου της Συχεμ, εισηλθον εις το οχυρωμα του οικου του Θεου Βεριθ.
La auzul acestui lucru, toţi locuitorii turnului Sihemului s'au dus în cetăţuia casei dumnezeului Berit.
Και ανηγγελθη προς τον Αβιμελεχ, οτι συνηθροισθησαν παντες οι ανδρες του πυργου της Συχεμ.
S'a dat de ştire lui Abimelec că toţi locuitorii turnului Sihemnului s'au strîns acolo.
Και ανεβη ο Αβιμελεχ εις το ορος Σαλμων, αυτος και πας ο λαος ο μετ αυτου και ελαβεν ο Αβιμελεχ την αξινην εις την χειρα αυτου και εκοψε κλαδον δενδρου, και εσηκωσεν αυτον και επεθεσεν επι των ωμων αυτου και ειπε προς τον λαον τον μετ αυτου, Ο, τι βλεπετε εμε πραττοντα, σπευσατε και σεις να πραξητε ως εγω.
Atunci Abimelec s'a suit pe muntele Ţalmon, el şi tot poporul care era cu el. A luat o secure în mînă, a tăiat o ramură de copac, a luat -o şi a pus -o pe umăr. Apoi a zis poporului care era cu el: ,,Aţi văzut ce am făcut? Grăbiţi-vă şi faceţi şi voi ca mine.``
Εκοψε λοιπον και πας ο λαος εκαστος τον κλαδον αυτου, και ακολουθησαντες τον Αβιμελεχ επεθεσαν αυτους εις το οχυρωμα και κατεκαυσαν εν πυρι το οχυρωμα επ αυτους και απεθανον ομου παντες οι ανδρες του πυργου της Συχεμ, εως χιλιοι ανδρες και γυναικες.
Şi au tăiat fiecare cîte o ramură, şi au mers după Abimelec; au aşezat ramurile lîngă cetăţuie, şi i-au dat foc ei şi celor ce se aflau în ea. Aşa au perit toţi oamenii din turnul Sihemului, în număr de aproape o mie, bărbaţi şi femei.
Τοτε υπηγεν ο Αβιμελεχ εις Θαβαις και εστρατοπεδευσεν εναντιον της Θαβαις και εκυριευσεν αυτην.
Abimelec a pornit împotriva Tebeţului. A împresurat Tebeţul, şi l -a luat.
Αλλ ητο πυργος ισχυρος εν τω μεσω της πολεως, και κατεφυγον εκει παντες οι ανδρες και αι γυναικες και παντες οι κατοικοι της πολεως, και εκλεισαν οπισθεν αυτων και ανεβησαν εις το δωμα του πυργου.
În mijlocul cetăţii era un turn tare, unde au fugit toţi locuitorii cetăţii, bărbaţi şi femei; au încuiat uşile după ei, şi s'au suit pe acoperişul turnului.
Και υπηγεν ο Αβιμελεχ μεχρι του πυργου και επολεμει αυτον, και επλησιασε μεχρι της θυρας του πυργου δια να καυση αυτον εν πυρι.
Abimelec a ajuns pînă la turn; l -a bătut, şi s'a apropiat de uşa turnului ca să -i pună foc.
Και γυνη τις ερριψε τμημα μυλοπετρας επι την κεφαλην του Αβιμελεχ και συνεθλασε το κρανιον αυτου.
Atunci o femeie a aruncat o piatră de rîşniţă pe capul lui Abimelec, şi i -a sfărîmat ţeasta capului.
Και εφωναξε ταχεως προς τον νεον τον οπλοφορον αυτου και ειπε προς αυτον, Συρε την μαχαιραν σου και θανατωσον με, δια να μη ειπωσι περι εμου, Γυνη εφονευσεν αυτον. Και ο νεος αυτου διεπερασεν αυτον, και απεθανε.
Îndată el a chemat pe tînărul care -i purta armele, şi i -a zis: ,,Scoate-ţi sabia, şi omoară-mă, ca să nu se zică de mine: ,L -a omorît o femeie.`` Tînărul l -a străpuns cu sabia, şi a murit.
Και οτε ειδον οι ανδρες Ισραηλ οτι απεθανεν ο Αβιμελεχ, ανεχωρησαν εκαστος εις τον τοπον αυτου.
Cînd au văzut bărbaţii lui Israel că Abimelec a murit, au plecat fiecare acasă.
Ουτως ανταπεδωκεν ο Θεος την κακιαν του Αβιμελεχ, την οποιαν εκαμε προς τον πατερα αυτου, φονευσας τους εβδομηκοντα αδελφους αυτου.
Astfel a făcut Dumnezeu să cadă asupra lui Abimelec răul pe care -l făcuse tatălui său, ucizînd pe cei şaptezeci de fraţi ai lui;
Και πασαν την κακιαν των ανδρων της Συχεμ ο Θεος ανταπεδωκεν επι τας κεφαλας αυτων και ηλθεν επ αυτους η καταρα του Ιωθαμ υιου του Ιεροβααλ.
şi Dumnezeu a făcut să cadă asupra capului oamenilor din Sihem tot răul pe care -l făcuseră. Astfel s'a împlinit faţă de ei blestemul lui Iotam, fiul lui Ierubaal.