Psalms 108

Ωιδη Ψαλμου του Δαβιδ. Ετοιμη ειναι η καρδια μου, Θεε θελω ψαλλει και θελω ψαλμωδει εν τη δοξη μου.
Pieśń psalmu samego Dawida.
Εξεγερθητι, ψαλτηριον, και κιθαρα θελω εξεγερθη το πρωι.
Gotowe jest serce moje, Boże! śpiewać i wysławiać cię będę, także i chwała moja.
Θελω σε επαινεσει, Κυριε, μεταξυ λαων, και θελω ψαλμωδει εις σε μεταξυ εθνων
Ocućże się lutnio i harfo! gdy na świtaniu powstaję.
διοτι εμεγαλυνθη εως των ουρανων το ελεος σου και εως των νεφελων η αληθεια σου.
Wysławiać cię będę między ludźmi, Panie! a będęć śpiewał między narodami.
Υψωθητι, Θεε, επι τους ουρανους και η δοξα σου ας ηναι εφ ολην την γην
Albowiem większe jest nad niebiosa miłosierdzie twoje, i aż pod obłoki prawda twoja.
δια να ελευθερονωνται οι αγαπητοι σου σωσον δια της δεξιας σου και επακουσον μου.
Wywyszże się nad niebiosa, o Boże! a nad wszystkę ziemię chwała twoja.
Ο Θεος ελαλησεν εν τω αγιαστηριω αυτου θελω χαιρει, θελω μοιρασει την Συχεμ και την κοιλαδα Σοκχωθ θελω διαμετρησει
Niech będą wybawieni umiłowami twoi; zachowajże ich prawicą swoją, a wysłuchaj mię.
Εμου ειναι ο Γαλααδ, εμου ο Μανασσης ο μεν Εφραιμ ειναι η δυναμις της κεφαλης μου ο δε Ιουδας ο νομοθετης μου
Bóg mówił przez świętobliwość swoję; dlatego się weselić będę, że rozdzielę Sychem, a dolinę Sukkot rozmierzę.
Ο Μωαβ ειναι η λεκανη του πλυσιματος μου επι τον Εδωμ θελω ριψει το υποδημα μου θελω αλαλαξει επι την Παλαιστινην.
Mojeć jest Galaad, mój i Manases, a Efraim mocą głowy mojej, Juda zakonodawca mój.
Τις θελει με φερει εις την περιτετειχισμενην πολιν; τις θελει με οδηγησει εως Εδωμ;
Moab jest miednicą do umywania mego, na Edoma porzucę obuwie moje: przeciwko Filistynom trąbić będę.
ουχι συ, Θεε, ο απορριψας ημας; και δεν θελεις εξελθει, Θεε, μετα των στρατευματων ημων;
Któż mię zaprowadzi do miasta obronnego? Któż mię przywiedzie aż do ziemi edomskiej?
Βοηθησον ημας απο της θλιψεως, διοτι ματαια ειναι η παρα των ανθρωπων σωτηρια.
Izali nie ty, o Boże! któryś nas był odrzucił, a nie wychodziłeś, o Boże! z wojskami naszemi?
Δια του Θεου θελομεν καμει ανδραγαθιας και αυτος θελει καταπατησει τους εχθρους ημων.
Dajże nam pomoc z ucisku; albowiem omylna jest pomoc ludzka. W Bogu sobie mężnie poczynać będziemy, a on podepcze nieprzyjaciół naszych.