Jeremiah 33

Και εγεινε λογος Κυριου προς τον Ιερεμιαν εκ δευτερου, ενω αυτος ητο ετι κεκλεισμενος εν τη αυλη της φυλακης, λεγων,
I stało się słowo Pańskie do Jeremijasza po wtóre, gdy jeszcze był zamknięty w sieni ciemnicy, mówiąc:
Ουτω λεγει Κυριος ο κτισας αυτην, Κυριος ο πλασας αυτην δια να στερεωση αυτην Κυριος το ονομα αυτου
Tak mówi Pan, który to uczyni: Pan, który to utworzy, potwierdzi to, Pan jest imię jego.
Κραξον προς εμε και θελω σοι αποκριθη και σοι δειξει μεγαλα και αποκρυφα, τα οποια δεν γνωριζεις.
Wołaj do mnie, a ozwęć się i oznajmięć rzeczy wielkie i skryte, o których nie wiesz.
Διοτι ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ περι των οικιων της πολεως ταυτης και περι των οικιων των βασιλεων του Ιουδα, αιτινες θελουσι καταστραφη απο χαρακωματων και απο μαχαιρας,
Albowiem tak mówi Pan, Bóg Izraelski, o domach miasta tego, i o domach królów Judzkich, które pokażone być mają taranami wojennemi i mieczem:
των ερχομενων δια να πολεμησωσι προς τους Χαλδαιους και δια να εμπλησωσιν αυτας με τα πτωματα των ανθρωπων, τους οποιους εγω θελω παταξει εν τη οργη μου και εν τω θυμω μου και δια πασας τας κακιας των οποιων εκρυψα το προσωπον μου απο της πολεως ταυτης
Pociągną, żeby walczyli z Chaldejczykami, a żeby napełnili te domy trupami ludzi, które pobiję w zapalczywości mojej i w gniewie moim, zakrywając twarz moję od tego miasta dla wszelakich złości ich.
ιδου, εγω θελω φερει εις αυτην υγιειαν και ιασιν και θελω ιατρευσει αυτους, και θελω καμει αυτους να ιδωσιν αφθονιαν ειρηνης και αληθειας.
Wszakże Ja przywiodę ich do zdrowia, i uleczę a uzdrowię ich, i objawię im obfitość pokoju, a pokoju pewnego.
Και θελω επιστρεψει την αιχμαλωσιαν του Ιουδα και την αιχμαλωσιαν του Ισραηλ, και θελω οικοδομησει αυτους ως το προτερον
Bo przywrócę pojmanych z Judy, i pojmanych z Izraela, a pobuduję ich jako przedtem;
και θελω καθαρισει αυτους απο πασης της ανομιας αυτων, με την οποιαν ημαρτησαν εις εμε και θελω συγχωρησει πασας τας ανομιας αυτων, με τας οποιας ημαρτησαν εις εμε και με τας οποιας απεστατησαν απ εμου.
I oczyszczę ich od wszelkiej nieprawości ich, którą zgrzeszyli przeciwko mnie, i przepuszczę wszystkim złościom ich, któremi zgrzeszyli przeciwko mnie, i któremi wystąpili przeciwko mnie.
Και η πολις αυτη θελει εισθαι εις εμε ονομα ευφροσυνης, αινεσις και δοξα εμπροσθεν παντων των εθνων της γης, τα οποια θελουσιν ακουσει παντα τα αγαθα, τα οποια εγω καμνω εις αυτους και θελουσιν εκπλαγη και τρομαξει δια παντα τα αγαθα και δια πασαν την ειρηνην, την οποιαν θελω καμει εις αυτην.
A będzie mi to sławą, weselem, chwałą, i ozdobą przed wszystkiemi narodami ziemi, które usłyszą o wszystkiem dobrem, które Ja im czynię, i ulękną się, a zatrwożą się nad wszystkiem dobrem i nad wszystkim pokojem, który Ja im sposobię.
Ουτω λεγει Κυριος Παλιν θελει ακουσθη εν τω τοπω τουτω, περι του οποιου σεις λεγετε, Ειναι ερημος, χωρις ανθρωπου και χωρις κτηνους εν ταις πολεσι του Ιουδα και εν ταις πλατειαις της Ιερουσαλημ, αιτινες ειναι ερημοι, χωρις ανθρωπου και χωρις κατοικου και χωρις κτηνους,
Tak mówi Pan: Jeszcze słyszany będzie na tem miejscu, (o którem wy powiadacie: Jest spustoszone, tak, że niemasz ani człowieka, ani bydlęcia, w miastach Judzkich i na ulicach Jeruzalemskich spustoszonych, tak, że niemasz ani człowieka, ani obywa tela, ani bydlęcia.)
η φωνη της χαρας και η φωνη της ευφροσυνης, η φωνη του νυμφιου και η φωνη της νυμφης, φωνη των λεγοντων, Αινειτε τον Κυριον των δυναμεων, διοτι αγαθος ο Κυριος, διοτι το ελεος αυτου μενει εις τον αιωνα και των προσφεροντων ευχαριστηριους προσφορας εις τον οικον του Κυριου διοτι θελω επιστρεψει την αιχμαλωσιαν της γης, ως το προτερον, λεγει Κυριος.
Słyszany, mówię, będzie głos radości, i głos wesela, głos oblubieńca, i głos oblubienicy, głos mówiących: Wysławiajcie Pana zastępów; albowiem dobry jest Pan, albowiem na wieki miłosierdzie jego; i głos przynoszący ofiarę chwały do domu Pańskiego , gdyż przywrócę pojmanych z tej ziemi, jako na początku, mówi Pan.
Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων Παλιν εν τω τοπω τουτω οστις ειναι ερημος, χωρις ανθρωπου και χωρις κτηνους, και εν πασαις ταις πολεσιν αυτου, θελουσιν εισθαι μανδραι ποιμενων δια να αναπαυωσι τα ποιμνια.
Tak mówi Pan zastępów: Jeszcze będzie na tem miejscu pustem, na którem niemasz ani człowieka, ani bydlęcia, i we wszystkich miastach jego mieszkanie pasterzy, gdzieby chowali trzody;
Εν ταις πολεσι της ορεινης, εν ταις πολεσι της πεδινης και εν ταις πολεσι του νοτου και εν τη γη Βενιαμιν και εν τοις περιξ της Ιερουσαλημ και εν ταις πολεσι του Ιουδα θελουσι περασει παλιν τα ποιμνια υπο την χειρα του αριθμουντος, λεγει Κυριος.
W miastach na górach, w miastach na równinach, i w miastach na południe, i w ziemi Benjaminowej, i około Jeruzalemu, i w miastach Judzkich jeszcze przychodzić będą trzody pod ręką liczącego, mówi Pan.
Ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω εκτελεσει τον αγαθον εκεινον λογον, τον οποιον ελαλησα περι του οικου Ισραηλ και περι του οικου Ιουδα.
Oto dni idą, mówi Pan, w których utwierdzę to słowo dobre, którem był wyrzekł o domu Izraelskim i o domu Judzkim.
Εν ταις ημεραις εκειναις και εν τω καιρω εκεινω θελω αναβλαστησει εις τον Δαβιδ βλαστον δικαιοσυνης, και θελει εκτελεσει κρισιν και δικαιοσυνην εν τη γη.
W one dni w onym czasie uczynię to, iż wyrośnie Dawidowi latorośl sprawiedliwa, która czynić będzie sąd i sprawiedliwość na ziemi.
Εν εκειναις ταις ημεραις ο Ιουδας θελει σωθη και η Ιερουσαλημ θελει κατοικησει εν ασφαλεια και τουτο ειναι το ονομα, με το οποιον θελει ονομασθη, Ο Κυριος η δικαιοσυνη ημων.
Onych dni będzie zbawiony Juda, a Jeruzalem bezpiecznie mieszkać będzie. A toć jest imię, którem ją nazowią: Pan sprawiedliwość nasza.
Διοτι ουτω λεγει Κυριος Δεν θελει λειψει απο του Δαβιδ ανθρωπος καθημενος επι τον θρονον του οικου Ισραηλ
Bo tak mówi Pan: Nie będzie wykorzeniony mąż z rodu Dawidowego, aby nie miał siedzieć na stolicy domu Izraelskiego.
ουτε απο των ιερεων των Λευιτων θελει λειψει ανθρωπος ενωπιον μου, δια να προσφερη ολοκαυτωματα και να καιη προσφορας εξ αλφιτων και να καμνη θυσιας πασας τας ημερας.
Z kapłanów też i z Lewitów nie będzie wykorzeniony mąż od oblicza mego, aby nie miał ofiarować całopalenia, i zapalać śniednej ofiary, i sprawować ofiar po wszystkie dni.
Και εγεινε λογος Κυριου προς τον Ιερεμιαν λεγων,
Potem stało się słowo Pańskie do Jeremijasza, mówiąc:
Ουτω λεγει Κυριος Εαν ηναι δυνατον να καταλυσητε την διαθηκην μου της ημερας και την διαθηκην μου της νυκτος, ωστε να μη ηναι πλεον ημερα και νυξ εν τω καιρω αυτων,
Tak mówi Pan: Jeźli będziecie mogli złamać przymierze moje ze dniem, i przymierze moje z nocą, aby nie bywało dnia ani nocy czasu swego,
τοτε θελει δυνηθη να καταλυθη και η διαθηκη μου η προς τον Δαβιδ τον δουλον μου, ωστε να μη εχη υιον δια να βασιλευη επι του θρονου αυτου, και η προς τους Λευιτας τους ιερεις, τους λειτουργους μου.
Tedy też przymierze moje złamane będzie z Dawidem, sługą moim, aby nie miał syna, któryby królował na stolicy jego, i z Lewitami kapłanami, aby nie byli sługami moimi.
Καθως η στρατια του ουρανου δεν δυναται να αριθμηθη ουδε η αμμος της θαλασσης να μετρηθη, ουτω θελω πληθυνει το σπερμα Δαβιδ του δουλου μου και τους Λευιτας τους λειτουργουντας εις εμε.
A jako nie może policzone być wojsko niebieskie, ani zmierzony piasek morski, tak rozmnożę nasienie Dawida, sługi mojego, i Lewitów, którzy mi służą.
Και εγεινε λογος Κυριου προς τον Ιερεμιαν, λεγων,
Znowu się stało słowo Pańskie do Jeremijasza, mówiąc:
Δεν ειδες τι ελαλησεν ο λαος ουτος, λεγων, Τας δυο οικογενειας, τας οποιας ο Κυριος εξελεξεν, απερριψεν αυτας; ουτως αυτοι κατεφρονησαν τον λαον μου, ωστε δεν λογιζεται πλεον εθνος εις αυτους.
Aza nie widzisz, co ten lud powiada, mówiąc: Że dwa domy, które był Pan obrał, te już odrzucił, a że ludem moim pogardzają, jakoby nie był więcej narodem przed obliczem ich?
Ουτω λεγει Κυριος Εαν δεν εκαμον την διαθηκην μου της ημερας και της νυκτος, και εαν δεν διεταξα τους νομους του ουρανου και της γης,
Tak mówi Pan: Nie będzieli przymierze moje ze dniem i z nocą stałe, a jeźlim początku niebios i ziemi nie postanowił:
τοτε θελω απορριψει το σπερμα του Ιακωβ και του Δαβιδ του δουλου μου, ωστε να μη λαβω εκ του σπερματος αυτου κυβερνητας επι το σπερμα του Αβρααμ, του Ισαακ και του Ιακωβ διοτι θελω επιστρεψει την αιχμαλωσιαν αυτων και θελω οικτειρει αυτους.
Tedyć i nasienie Jakóbowe i Dawida sługi mego odrzucę, abym nie brał z nasienia jego tych, którzyby panować mieli nad nasieniem Abrahamowem, Izaakowem, i Jakóbowem, gdyż przywrócę więźniów ich, a zlituję się nad nimi.