Ezekiel 16

Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
I stało się słowo Pańskie do mnie, mówiąc:
Υιε ανθρωπου, καμε την Ιερουσαλημ να γνωριση τα βδελυγματα αυτης,
Synu człowieczy! oznajmij Jeruzalemowi obrzydliwości jego, i rzecz:
και ειπε, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος προς την Ιερουσαλημ Η ιζα σου και η γεννησις σου ειναι εκ της γης των Χαναναιων ο πατηρ σου Αμορραιος και η μητηρ σου Χετταια.
Tak mówi panujący Pan do córki Jeruzalemskiej: Obcowanie twoje i ród twój jest z ziemi Chananejskiej; ojciec twój jest Amorejczyk, a matka twoja Hetejka.
Εις δε την γεννησιν σου, καθ ην ημεραν εγεννηθης, ο ομφαλος σου δεν εκοπη και εν υδατι δεν ελουσθης, δια να καθαρισθης, και με αλας δεν ηλατισθης και εν σπαργανοις δεν εσπαργανωθης.
A narodzenie twoje takie: W dzień, któregoś się urodziła, nie urzniono pępka twego, i wodą cię nie obmyto dla ochędożenia, ani cię solą posolono, ani w pieluchy uwiniono.
Οφθαλμος δεν σε εφεισθη, δια να καμη εις σε τι εκ τουτων, ωστε να σε σπλαγχνισθη αλλ ησο απερριμμενη εις το προσωπον της πεδιαδος, εν τη αποστροφη της ψυχης σου, καθ ην ημεραν εγεννηθης.
Nie zlitowało się nad tobą oko, abyć uczyniło jedno z tych, ulitowawszy się ciebie; ale cię porzucono na polu, przeto, żeś była obmierzła w dzień, któregoś się urodziła.
Και οτε διεβην απο πλησιον σου και σε ειδον κυλιομενην εν τω αιματι σου, ειπα προς σε ευρισκομενην εν τω αιματι σου, Ζηθι ναι, ειπα προς σε ευρισκομενην εν τω αιματι σου, Ζηθι.
A idąc mimo cię, i widząc cię ku podeptaniu podaną we krwi twojej, rzekłem ci: Żyj we krwi twojej; rzekłem ci, mówię: Żyj we krwi twojej.
Και σε εκαμον μυριοπλασιον, ως την χλοην του αγρου, και ηυξηνθης και εμεγαλυνθης και εφθασας εις το ακρον της ωραιοτητος οι μαστοι σου εμορφωθησαν και αι τριχες σου ανεφυησαν ησο ομως γυμνη και ασκεπαστος.
Rozmnożyłem cię na tysiące, jako urodzaj polny, i rozmnożonaś, i stałaś się wielką, a przyszłaś do bardzo wielkiej ozdoby; piersi twoje odęły się, a włosy twoje urosły, chociażeś była naga i odkryta.
Και οτε διεβην απο πλησιον σου και σε ειδον, ιδου, η ηλικια σου ητο ηλικια ερωτος και απλωσας το κρασπεδον μου επι σε, εσκεπασα την ασχημοσυνην σου και ωμοσα προς σε και εισηλθον εις συνθηκην μετα σου, λεγει Κυριος ο Θεος, και εγεινες εμου.
Prztoż idąc mimo cię, a widząc cię, że oto czas twój, czas miłości, rozciągnąłem podołek mój na cię, i nakryłem nagość twoję, i obowiązałem ci się przysięgą, a wszedłem w przymierze z tobą, mówi panujący Pan, i stałaś się moją.
Και σε ελουσα εν υδατι και απεπλυνα το αιμα σου απο σου και σε εχρισα εν ελαιω.
I omyłem cię wodą, a spłukawszy krew twoję z ciebie, pomazałem cię olejkiem;
Και σε ενεδυσα κεντητα και σε υπεδησα με σανδαλια υακινθινα και σε περιεζωσα με βυσσον και σε εφορεσα μεταξωτα.
Nadto przyodziałem cię szatą haftowaną, i obułem cię w kosztowne trzewiki, i opasałem cię bisiorem, a przyodziałem cię szatą jedwabną;
Και σε εστολισα με στολιδια και περιεθεσα εις τας χειρας σου βραχιολια και περιδεραιον επι τον τραχηλον σου.
I przybrałem cię w ochędostwo, a dałem manele na ręce twoje, i łańcuch złoty na szyję twoję;
Και εβαλον ερρινα εις τους μυκτηρας σου και ενωτια εις τα ωτα σου και στεφανον δοξης επι την κεφαλην σου.
Dałem też naczelnik na czoło twoje, a nausznice na uszy twoje,i koronę ozdobną na głowę twoję;
Και εστολισθης με χρυσιον και αργυριον, και τα ιματια σου ησαν βυσσινα και μεταξωτα και κεντητα σεμιδαλιν και μελι και ελαιον ετρωγες και εγεινες ωραια σφοδρα και ευημερησας μεχρι βασιλειας.
A tak byłaś ozdobiona złotem i srebrem, a odzienie twoje było bisior, i szata jedwabna, i haftowana; jadałaś bułkę i miód, i oliwę, a byłaś nader piękną, i szczęśliwieć się powodziło w królestwie,
Και εξηλθεν η φημη σου μεταξυ των εθνων δια το καλλος σου διοτι ητο τελειον δια του στολισμου μου, τον οποιον εθεσα επι σε, λεγει Κυριος ο Θεος.
Tak, że się rozeszła powieść o tobie między narodami dla piękności twojej; boś doskonałą była dla sławy mojej, którąm był włożył na cię, mówi panujący Pan.
Συ ομως εθαρρευθης εις το καλλος σου, και επορνευθης δια την φημην σου και εξεχεας την πορνειαν σου εις παντα διαβατην, γινομενη αυτου.
Aleś ufała w piękności twojej, i płodziłaś nierząd, będąc tak sławną; boś płodziła nierząd z każdym mimo cię idącym, każdy snadnie użył piękności twojej.
Και ελαβες εκ των ιματιων σου και εστολισας τους υψηλους σου τοπους με ποικιλα χρωματα και εξεπορνευθης απ αυτων τοιαυτα δεν εγειναν ουδε θελουσι γεινει.
A nabrwaszy szat swoich naczyniłaś sobie wyżyn rozmaitych farb, a płodziłaś nierząd przy nich, któremu podobny nigdy nie przyjdzie, ani będzie.
Και ελαβες τα σκευη της λαμπροτητος σου, τα εκ του χρυσιου μου και τα εκ του αργυριου μου, τα οποια εδωκα εις σε, και εκαμες εις σεαυτην εικονας αρσενικας και εξεπορνευθης με αυτας
Nadto nabrawszy klejnotów ozdoby swojej ze złota mego i z srebra mego, którem ci był dał, naczyniłaś sobie obrazów pogłowia męskiego, i płodziłaś z nimi nierząd.
και ελαβες τα κεντητα σου ιματια και εσκεπασας αυτας και εθεσας εμπροσθεν αυτων το ελαιον μου και το θυμιαμα μου.
Wzięłaś też szaty swe haftowane, a przyodziałaś je, olejek mój i kadzidło moje kładłaś przed nie;
Και τον αρτον μου, τον οποιον εδωκα εις σε, την σεμιδαλιν και το ελαιον και το μελι, με τα οποια σε ετρεφον, εθεσας και ταυτα εμπροσθεν αυτων εις οσμην ευωδιας ουτως εγεινε, λεγει Κυριος ο Θεος.
Nawet i chleb mój, którem ci dał, bułkę i oliwę, i miód, którymem cię karmił, kładłaś przed nie na wonność przyjemną, i było tak, mówi panujący Pan.
Και ελαβες τους υιους σου και τας θυγατερας σου, τας οποιας εγεννησας εις εμε, και ταυτα εθυσιασας εις αυτας, δια να αναλωθωσιν εν τω πυρι μικρον εργον των πορνευσεων σου ητο τουτο,
Brałaś też synów swoich, i córki swoje, którycheś mi narodziła, a oneś im ofiarowała ku pożarciu; izali to jeszcze małe wszeteczeństwa twoje?
οτι εσφαξας τα τεκνα μου και παρεδωκας αυτα δια να διαβιβασωσιν αυτα δια του πυρος εις τιμην αυτων;
Do tego i synóweś moich zabijała, a dawałaś ich, aby ich przenoszono przez ogień im kwoli.
Και εν πασι τοις βδελυγμασι σου και ταις πορνειαις σου δεν ενεθυμηθης ταις ημερας της νεοτητος σου, οτε ησο γυμνη και ασκεπαστος, κυλιομενη εν τω αιματι σου.
Nadto przy wszystkich obrzydliwościach swoich, i wszeteczeństwach swoich nie pamiętałaś na dni młodości twojej, gdyś była nagą i odkrytą, podaną na podeptanie we krwi twojej.
Και μετα πασας τας κακιας σου, Ουαι, ουαι εις σε, λεγει Κυριος ο Θεος,
Nadto mimo wszystkich onych złości twoich (Biada, biada tobie! mówi panujący Pan.)
εκτισας και εις σεαυτην οικημα πορνικον και εκαμες εις σεαυτην πορνοστασιον εν παση πλατεια.
Zbudowałaś sobie dom nierządny, i wystawiłaś sobie wyżynę w każdej ulicy.
Εις πασαν αρχην οδου ωκοδομησας το πορνοστασιον σου και εκαμες το καλλος σου βδελυκτον και ηνοιξας τους ποδας σου εις παντα διαβατην, και επληθυνας την πορνειαν σου.
Po wszystkich rozstaniach dróg pobudowałaś wyżyny swoje, a uczyniłaś obmierzłą piękność swoję, rozkładając nogi swoje każdemu mimo idącemu, i rozmnożyłaś wszeteczeństwa swoje.
Και εξεπορνευθης με τους Αιγυπτιους τους πλησιοχωρους σου, τους μεγαλοσαρκους και επολλαπλασιασας την πορνειαν σου, δια να με παροργισης.
Boś nierząd płodziła z synami Egipskimi, sąsiadami twymi wielkich ciał, a rozmnożyłaś wszeteczeństwa twe, abyś mię do gniewu pobudzała.
Ιδου λοιπον, εξηπλωσα την χειρα μου επι σε, και αφηρεσα τα νενομισμενα σου, και σε παρεδωκα εις την θελησιν εκεινων αιτινες σε εμισουν, των θυγατερων των Φιλισταιων, αιτινες εντρεπονται δια την οδον σου την αισχραν.
Przetoż otom wyciągnął rękę moję na cię, a uminiejszyłem obroku twego, i podałem cię na wolę nienawidzących cię córek Filistyńskich, które się wstydzą za złe drogi twoje.
Και εξεπορνευθης με τους Ασσυριους, διοτι ησο απληστος ναι, εξεπορνευθης με αυτους και ετι δεν εχορτασθης.
Nadto płodziłaś nierząd z synami Assyryjskimi, przeto, żeś się nie mogła nasycić, a nierząd płodząc z nimi, i takeś się nie nasyciła.
Και επολλαπλασιασας την πορνειαν σου εν γη Χανααν μεχρι των Χαλδαιων και ουδε ουτως εχορτασθης.
A tak rozmnożyłaś wszeteczeństwo swe w ziemi Chananejskiej i Chaldejskiej, a i tak nie nasyciłaś się.
Ποσον διεφθαρη η καρδια σου, λεγει Κυριος ο Θεος, επειδη πραττεις παντα ταυτα, εργα της πλεον αναισχυντου πορνης.
O jako jest zmamione serce twoje! mówi panujący Pan, ponieważ się dopuszczasz tych postępków niewiasty nierządnej i wszetecznej.
Διοτι εκτισας το πορνικον οικημα σου εν τη αρχη πασης οδου, και εκαμες το πορνοστασιον σου εν παση πλατεια και δεν εσταθης ως πορνη, καθοτι κατεφρονησας μισθωμα,
Budując sobie nierządne domy na rozstaniu każdego gościńca, a wyżynę sobie stawiając w każdej ulicy, owszem pogardzając zapłatą nie jesteś ani jako wszetecznica,
αλλ ως γυνη μοιχαλις, αντι του ανδρος αυτης δεχομενη ξενους.
Ani jako niewiasta cudzołożąca, która mimo męża swego obcych przypuszcza.
Εις πασας τας πορνας διδουσι μισθωμα αλλα συ τα μισθωματα σου διδεις εις παντας τους εραστας σου και διαφθειρεις αυτους, δια να εισερχωνται προς σε πανταχοθεν επι τη πορνεια σου.
Wszystkim wszetecznicom dawają zapłatę; aleś ty dawała zapłatę swoję wszystkim zalotnikom twoim, i dawałaś im upominki, aby chodzili do ciebie zewsząd na wszeteczeństwa z tobą.
Και γινεται εις σε το αναπαλιν των αλλων γυναικων εν ταις πορνειαις σου διοτι δεν σε ακολουθει ουδεις δια να πραξη πορνειαν καθοτι συ διδεις μισθωμα και μισθωμα δεν διδεται εις σε, κατα τουτο γινεται εις σε το αναπαλιν.
A tak znajduje się przy tobie przeciwna rzecz od innych niewiast we wszeteczeństwach twoich, ponieważ cię dla wszeteczeństwa nie szukają; ale ty dajesz zapłatę, a nie tobie zapłatę dawają, co się opak dzieje.
Δια τουτο, ακουσον, πορνη, τον λογον του Κυριου
Przetoż, o wszetecznico! słuchaj słowa Pańskiego.
ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Επειδη εξεχεας τον χαλκον σου, και η γυμνωσις σου εξεσκεπασθη εν ταις πορνειαις σου προς τους εραστας σου και προς παντα τα ειδωλα των βδελυγματων σου, και δια το αιμα των τεκνων σου, τα οποια προσεφερες εις αυτα
Tak mówi panujący Pan: Dlatego, iż się wylała sprośność twoja, i odkryła się nagość twoja we wszeteczeństwach twoich z zalotnikami twoimi i ze wszystkimi plugawemi bałwanami obrzydliwości twoich, i dla rozlania krwi synów twoich, którycheś im dał a.
δια τουτο ιδου, εγω συναγω παντας τους εραστας σου, μεθ ων κατετρυφησας, και παντας οσους ηγαπησας, μετα παντων των μισηθεντων υπο σου και θελω συναξει αυτους επι σε πανταχοθεν και θελω αποκαλυψει την αισχυνην σου εις αυτους, και θελουσιν ιδει ολην την γυμνωσιν σου.
Przetoż oto Ja zgromadzę wszystkich zalotników twoich, z którymiś obcowała, i wszystkich, którycheś miłowała, ze wszystkimi, coś ich nienawidziała, i zgromadzę ich przeciwko tobie zewsząd, i odkryję nagość twoję przed nimi, aby widzieli wszystkę na gość twoję;
Και θελω σε κρινει κατα την κρισιν των μοιχαλιδων και εκχεουσων αιμα και θελω σε παραδωσει εις αιμα μετ οργης και ζηλοτυπιας.
I osądzę cię sądem cudzołożnic i krew rozlewających, i podam cię na śmierć gniewu i zapalczywości.
Και θελω σε παραδωσει εις την χειρα αυτων και θελουσι κατασκαψει το πορνικον οικημα σου και κατεδαφισει τους υψηλους τοπους σου θελουσιν οτι σε εκδυσει τα ιματια σου και αφαιρεσει τους στολισμους της λαμπροτητος σου και θελουσι σε αφησει γυμνην και ασκεπαστον.
Bo cię podam w ręce ich, i zburzą dom twój nierządny, a rozrzucą wyżyny twoje, i zewloką cię z szaty twojej, i pobiorą klejnoty ozdoby twojej, i zostawią cię nagą i odkrytą;
Και θελουσι φερει επι σε οχλους, οιτινες θελουσι σε λιθοβολησει με λιθους και σε διαπερασει με τα ξιφη αυτων.
I przywiodą na cię gromadę, i ukamionują cię kamieniem, i przebiją cię mieczami swemi;
Και θελουσι κατακαυσει εν πυρι τας οικιας σου, και θελουσιν εκτελεσει επι σε κρισεις ενωπιον πολλων γυναικων και θελω σε καμει να παυσης απο της πορνειας, και δεν θελεις διδει του λοιπου μισθωμα.
I popalą domy twoje ogniem, a uczynią nad tobą sąd przed oczyma wielu niewiast. A tak uczynię wstręt wszeteczeństwu twemu, i nie będziesz więcej dawała zapłaty.
Και θελω αναπαυσει τον θυμον μου επι σε, και η ζηλοτυπια μου θελει σηκωθη απο σου, και θελω ησυχασει και δεν θελω οργισθη πλεον.
A tak odpocznie sobie gniew mój na tobie, i odstąpi zapalczywość moja od ciebie, i uspokoję się, a nie będę się więcej gniewał.
Επειδη δεν ενεθυμηθης τας ημερας της νεοτητος σου, αλλα με παρωξυνας εν πασι τουτοις, δια τουτο ιδου, και εγω θελω ανταποδωσει τας οδους σου επι της κεφαλης σου, λεγει Κυριος ο Θεος και δεν θελεις καμει κατα την ασεβειαν ταυτην επι πασι τοις βδελυγμασι σου.
Dlatego, żeś nie pamiętała na dni młodości twojej, aleś mię tem wszystkiem draźniła, przetoż oto i Ja obróciłem drogę twoję na głowę twoję, mówi panujący Pan, tak, że nie będziesz nierządu płodziła, ani jakich obrzydliwości swoich.
Ιδου, πας ο παροιμιαζομενος θελει παροιμιασθη κατα σου, λεγων, κατα την μητερα η θυγατηρ αυτης.
Oto ktokolwiek przez przypowieści mówi, na cię przypowieści obróci, mówiąc: Jaka matka, taka córka jej.
Συ εισαι η θυγατηρ της μητρος σου, της αποβαλουσης τον ανδρα αυτης και τα τεκνα αυτης και εισαι η αδελφη των αδελφων σου, αιτινες απεβαλον τους ανδρας αυτων και τα τεκνα αυτων η μητηρ σας ητο Χετταια και ο πατηρ σας Αμορραιος.
Córką matki twojej jesteś, która sobie zbrzydziła męża swego i dziatki swoje; a siostrą obu sióstr swoich jesteś, które sobie zbrzydziły mężów swoich i dziatki swoje. Matka wasza jest Hetejka, a ojciec wasz Amorejczyk.
Και η αδελφη σου η πρεσβυτερα ειναι η Σαμαρεια, αυτη και αι θυγατερες αυτης, αι κατοικουσαι εν τοις αριστεροις σου η δε νεωτερα αδελφη σου, η κατοικουσα εν τοις δεξιοις σου, τα Σοδομα και αι θυγατερες αυτης.
Ale siostra twoja starsza, która siedzi po lewicy twojej, jest Samaryja i córki jej; a siostra twoja młodsza niż ty, która siedzi po prawicy twojej, jest Sodoma i córki jej.
Συ ομως δεν περιεπατησας κατα τας οδους αυτων και δεν επραξας κατα τα βδελυγματα αυτων αλλ ως εαν ητο τουτο πολυ μικρον, υπερεβης αυτων την διαφθοραν εν πασαις ταις οδοις σου.
Aczkolwiekeś po drogach ich nie chodziła, aniś według obrzydliwości ich czyniła, obrzydziwszy to sobie jako rzecz małą, przecięś się bardziej niż one popsowała na wszystkich drogach twoich.
Ζω εγω, λεγει Κυριος ο Θεος, η αδελφη σου Σοδομα δεν επραξεν, αυτη και αι θυγατερες αυτης, ως επραξας συ και αι θυγατερες σου.
Jako żyję Ja, mówi panujący Pan, że Sodoma siostra twoja i córki jej nie czyniły, jakoś ty czyniła i córki twoje.
Ιδου, αυτη ητο η ανομια της αδελφης σου Σοδομων, υπερηφανια, πλησμονη αρτου και αφθονια τρυφηλοτητος, αυτης και των θυγατερων αυτης τον πτωχον δε και τον ενδεη δεν εβοηθει
Oto ta była nieprawość Sodomy, siostry twojej, pycha, sytość chleba, i obfitość pokoju; co ona mając i córki jej, ręki jednak ubogiego i nędznego nie posilała.
και υψουντο και επραττον βδελυρα ενωπιον μου οθεν, καθως ειδον ταυτα, ηφανισα αυτας.
Owszem, wyniósłszy się, czyniły obrzydliwość przed obliczem mojem; przetożem je zniósł, jako mi się zdało.
Και η Σαμαρεια δεν ημαρτησεν ουδε το ημισυ των αμαρτηματων σου αλλα συ επληθυνας τα βδελυγματα σου υπερ εκεινας και εδικαιωσας τας αδελφας σου με παντα τα βδελυγματα σου, τα οποια επραξας.
Samaryja także ani połowy grzechów twoich nie grzeszyła; boś rozmnożyła obrzydliwości twoje nad nią; a tak usprawiedliwiłaś siostry twoje obrzydliwościami twojemi, któreś czyniła.
Συ λοιπον, ητις εκρινες τας αδελφας σου, βασταζε την καταισχυνην σου ενεκα των αμαρτηματων σου, με τα οποια κατεσταθης βδελυρωτερα εκεινων, εκειναι ειναι δικαιοτεραι σου οθεν αισχυνθητι και συ και βασταζε την καταισχυνην σου, οτι εδικαιωσας τας αδελφας σου.
Ponośże i ty hańbę swoję, którąś przysądziła siostrom swoim, dla grzechów swych, któremiś obrzydliwości czyniła bardziej niż one, sprawiedliwszemić były niżeli ty; i ty, mówię, zawstydź się, a noś na sobie hańbę swoję, gdyżeś usprawiedliwiła sios try twoje.
Οταν φερω οπισω τους αιχμαλωτους αυτων, τους αιχμαλωτους Σοδομων και των θυγατερων αυτης και τους αιχμαλωτους της Σαμαρειας και των θυγατερων αυτης, τοτε θελω επιστρεψει και τους αιχμαλωτους της αιχμαλωσιας σου μεταξυ αυτων
Przywrócęli zaż więźniów ich, to jest, więźniów Sodomy i córek jej, i więźniów Samaryji i córek jej; tedyć też przywiodę pojmanych więźniów twoich w pośrodku ich;
δια να βασταζης την ατιμιαν σου και να καταισχυνησαι δια παντα οσα επραξας και να ησαι παρηγορια εις αυτας.
Abyś tak nosiła hańbę twoję, a wstydziła się za wszystko, coś czyniła, a tak abyś je ucieszyła.
Οταν η αδελφη σου Σοδομα και αι θυγατερες αυτης επιστρεψωσιν εις την προτεραν αυτων καταστασιν, και η Σαμαρεια και αι θυγατερες αυτης επιστρεψωσιν εις την προτεραν αυτων καταστασιν, τοτε θελεις επιστρεψει συ και αι θυγατερες σου εις την προτεραν σας καταστασιν.
Jeźliżeć siostry twoje, Sodoma i córki jej, wrócą się do pierwszego stanu swego, także Samaryja i córki jej wrócą się do pierwszego stanu swego; tedy się też i ty z córkami swemi nawrócisz do pierwszego stanu swego.
Διοτι η αδελφη σου Σοδομα δεν ανεφερθη εκ του στοματος σου εν ταις ημεραις της υπερηφανιας σου,
Ponieważ Sodoma siostra twoja nie była powieścią w ustach twoich w dzień pychy twojej.
πριν ανακαλυφθη η κακια σου, καθως ανεκαλυφθη εν καιρω του γενομενου εις σε ονειδους υπο των θυγατερων της Συριας και πασων των περιξ αυτης, των θυγατερων των Φιλισταιων, αιτινες σε ελεηλατησαν πανταχοθεν.
Pierwej niż była objawiona złość twoja, jako za czasu oblężenia od córek Syryjskich, i wszystkich, którzy są około nich, córek Filistyńskich, które cię niszczyły ze wszystkich stron.
Συ εβαστασας την ασεβειαν σου και τα βδελυγματα σου, λεγει Κυριος.
Niecnotę twoję i obrzydliwość twoje ponosisz, mówi Pan.
Διοτι ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Εγω θελω καμει εις σε καθως εκαμες συ, ητις κατεφρονησας τον ορκον, παραβαινουσα την διαθηκην.
Bo tak mówi panujący Pan: Tak uczynię z tobą, jakoś uczyniła, gdyś wzgardziła przysięgą, i złamała przymierze.
Αλλ ομως θελω ενθυμηθη την διαθηκην μου την γενομενην προς σε εν ταις ημεραις της νεοτητος σου, και θελω στησει εις σε διαθηκην αιωνιον.
Wszakże wspomnę na przymierze moje z tobą, uczynione za dni młodości twojej, i stwierdzę z tobą przymierze wieczne.
Τοτε θελεις ενθυμηθη τας οδους σου και αισχυνθη, οταν δεχθης τας αδελφας σου, τας πρεσβυτερας σου και τας νεωτερας σου και θελω δωσει αυτας εις σε δια θυγατερας, ουχι ομως κατα την διαθηκην σου.
I wspomnisz na drogi twoje, i zawstydzisz się, gdy przyjmiesz siostry twoje starsze nad cię, i młodsze niż ty, i dam ci je za córki, ale nie według przymierza twego.
Και εγω θελω στησει την διαθηκην μου προς σε, και θελεις γνωρισει ετι εγω ειμαι ο Κυριος
A tak utwierdzę przymierze moje z tobą, a dowiesz się, żem Ja Pan.
δια να ενθυμηθης, και να αισχυνθης και να μη ανοιξης πλεον το στομα σου υπο της εντροπης σου, οταν εξιλεωθω προς σε δια παντα οσα επραξας, λεγει Κυριος ο Θεος.
Abyś wspomniała, i zawstydziła się, i nie mogła więcej otworzyć ust dla wstydu swego, gdy cię oczyszczę od wszystkiego, coś czyniła, mówi panujący Pan.