Jeremiah 12

Δικαιος εισαι Κυριε, οταν δικολογωμαι μετα σου πλην ας διαλεχθω μετα σου περι των κρισεων σου διατι η οδος των ασεβων ευοδουται; δια τι ευημερουσι παντες οι φερομενοι απιστως;
Herre, når jeg fører trette med dig, har du alltid rett. Allikevel må jeg gå i rette med dig: Hvorfor går det de ugudelige vel, hvorfor har de ingen sorger alle de troløse?
Εφυτευσας αυτους, μαλιστα ερριζωθησαν αυξανουσι, μαλιστα καρποφορουσι συ εισαι πλησιον του στοματος αυτων και μακραν απο των νεφρων αυτων.
Du har plantet dem, og de har slått rot; de vokser op og bærer frukt; nær er du i deres munn, men langt borte fra deres nyrer.
Αλλα συ, Κυριε, με γνωριζεις με ειδες και εδοκιμασας την καρδιαν μου ενωπιον σου συρε αυτους ως προβατα δια σφαγην και ετοιμασον αυτους δια την ημεραν της σφαγης.
Men du, Herre, du kjenner mig, du ser mig og prøver mitt hjertelag mot dig; ta dem bort som får til å slaktes og innvi dem til en drapsdag!
Εως ποτε θελει πενθει η γη, και ο χορτος παντος αγρου θελει ξηραινεσθαι δια την κακιαν των κατοιουντων εν αυτη; Ηφανισθησαν τα κτηνη και τα πτηνα, διοτι ειπον, δεν θελει ιδει τα εσχατα ημων.
Hvor lenge skal landet visne og all markens urter tørke bort? For dets innbyggeres ondskap er dyr og fugler revet bort; for de sier: Han ser ikke hvorledes det vil gå oss til sist.
Εαν τρεξης μετα των πεζων και σε καμωσι να ατονησης, τοτε πως θελεις αντιπαραταχθη προς τους ιππους; και εαν απεκαμες εν τη γη της ειρηνης, εφ ην ηλπιζες, τοτε πως θελεις καμει εις το φρυαγμα του Ιορδανου;
Når du løper med fotgjengere, og de gjør dig trett, hvorledes vil du løpe om kapp med hester? I et fredelig land er du trygg, men hvad vil du gjøre i Jordans prakt?
Διοτι και οι αδελφοι σου και ο οικος του πατρος σου και αυτοι εφερθησαν απιστως προς σε ναι, αυτοι εβοησαν οπισθεν σου μεγαλοφωνως μη πιστευσης αυτους, και αν λαλησωσι καλα προς σε.
For selv dine brødre og din fars hus, selv de er troløse mot dig, selv de skriker efter dig av full hals; tro dem ikke når de taler fagre ord til dig!
Εγκατελιπον τον οικον μου, αφηκα την κληρονομιαν μου, εδωκα την ηγαπημενην της ψυχης μου εις τας χειρας των εχθρων αυτης.
Jeg har forlatt mitt hus, forkastet min arv; jeg har gitt min sjels elskede i hennes fienders hånd.
Η κληρονομια μου εγεινεν εις εμε ως λεων εν δρυμω εξεπεμψε την φωνην αυτης εναντιον μου δια τουτο εμισησα αυτην.
Min arv er blitt mot mig som en løve i skogen, den har opløftet sin røst mot mig; derfor hater jeg den.
Η κληρονομια μου ειναι εις εμε ορνεον αρπακτικον, τα ορνεα κυκλω ειναι εναντιον αυτης ελθετε, συναχθητε, παντα τα θηρια του αγρου, ελθετε να καταφαγητε αυτην.
Er min arv en spraglet rovfugl? Det er jo rovfugler rundt omkring den! Gå avsted og samle alle markens dyr, la dem komme hit og ete!
Ποιμενες πολλοι διεφθειραν τον αμπελωνα μου, κατεπατησαν την μεριδα μου, κατεστησαν την μεριδα την επιθυμητην μου ερημον αβατον.
Hyrder i mengde ødelegger min vingård, trår ned min arvelodd; de gjør min herlige arvelodd til en øde ørken.
Παρεδωκαν αυτην εις ερημωσιν ερημωθεισα πενθει ενωπιον μου πασα η γη ηρημωθη, διοτι δεν υπαρχει ο φροντιζων.
De gjør den til en ødemark; sørgende og øde ligger den omkring mig; ødelagt er hele landet; for det er ikke nogen som legger det på hjerte.
Επι πασας τας υψηλας θεσεις της ερημου ηλθον οι λεηλαται διοτι η μαχαιρα του Κυριου θελει καταφαγει απ ακρου της γης εως ακρου της γης εις ουδεμιαν σαρκα δεν θελει εισθαι ειρηνη.
Ødeleggere kommer over alle bare hauger i ørkenen, for Herren har et sverd som fortærer fra den ene ende av landet til den andre; det er ikke redning for noget kjød.
Εσπειραν σιτον αλλα θελουσι θερισει ακανθας εκοπιασαν αλλα δεν θελουσιν ωφεληθη και θελετε αισχυνθη δια τα προιοντα σας απο του φλογερου θυμου του Κυριου.
De sår hvete, men høster torner; de tretter sig ut, men har intet gagn av det. Så ha da skam av eders grøde for Herrens brennende vredes skyld!
Ουτω λεγει ο Κυριος κατα παντων των κακων γειτονων μου, οιτινες εγγιζουσι την κληρονομιαν την οποιαν κληροδοτησα εις τον λαον μου τον Ισραηλ Ιδου, θελω αποσπασει αυτους απο της γης αυτων, και θελω αποσπασει τον οικον Ιουδα εκ μεσου αυτων.
Så sier Herren om alle sine onde naboer, som forgriper sig på den arv han har gitt sitt folk Israel til eie: Se, jeg rykker dem op av deres land, og Judas hus vil jeg rykke op av deres midte.
Και αφου αποσπασω αυτους, θελω επιστρεψει και ελεησει αυτους, και θελω επαναφερει εκαστον εις την κληρονομιαν αυτου και εκαστον εις την γην αυτου.
Men når jeg har rykket dem op, da vil jeg atter forbarme mig over dem og la dem vende tilbake, hver til sin arv og hver til sitt land.
Και εαν μαθωσι καλως τας οδους του λαου μου, να ομνυωσιν εις το ονομα μου, Ζη Κυριος, καθως εδιδαξαν τον λαον μου να ομνυη εις τον Βααλ, τοτε θελουσιν οικοδομηθη εν τω μεσω του λαου μου.
Og såfremt de lærer mitt folks veier, lærer å sverge ved mitt navn: Så sant Herren lever - likesom de har lært mitt folk å sverge ved Ba'al, da skal de bli opbygget midt iblandt mitt folk.
Αλλ εαν δεν υπακουσωσι, θελω αποσπασει ολοτελως και εξολοθρευσει το εθνος εκεινο, λεγει Κυριος.
Men vil de ikke høre, da vil jeg rykke det folk op og tilintetgjøre det, sier Herren.