Ezekiel 28

Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
Og Herrens ord kom til mig, og det lød så:
Υιε ανθρωπου, ειπε προς τον ηγεμονα της Τυρου, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Επειδη υψωθη η καρδια σου και ειπας, Εγω ειμαι θεος, επι της καθεδρας του Θεου καθημαι, εν τη καρδια των θαλασσων ενω εισαι ανθρωπος αλλ ουχι Θεος και εκαμες την καρδιαν σου ως καρδιαν Θεου
Menneskesønn! Si til Tyrus' fyrste: Så sier Herren, Israels Gud: Fordi ditt hjerte ophøier sig, og du sier: Jeg er en gud, jeg sitter på et gudesete midt ute i havet, enda du er et menneske og ikke nogen gud, men allikevel i ditt hjerte tykkes dig å være en gud -
ιδου, συ εισαι σοφωτερος του Δανιηλ ουδεν μυστηριον ειναι κεκρυμμενον απο σου
ja, du er visere enn Daniel, intet lønnlig er skjult for dig;
δια της σοφιας σου και δια της συνεσεως σου εκαμες εις σεαυτον δυναμιν και απεκτησας εν τοις θησαυροις σου χρυσιον και αργυριον
ved din visdom og forstand har du vunnet dig rikdom og samlet gull og sølv i dine skattkammer;
δια της μεγαλης σοφιας σου ηυξησας τα πλουτη σου δια του εμποριου, και η καρδια σου υψωθη δια την δυναμιν σου
ved din store klokskap i handel har du øket din rikdom, og ditt hjerte ophøiet sig for din rikdoms skyld -
δια τουτο, ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Επειδη εκαμες την καρδιαν σου ως καρδιαν Θεου,
derfor sier Herren, Israels Gud, så: Fordi du i ditt hjerte tykkes dig å være en gud,
ιδου, δια τουτο θελω φερει εναντιον σου ξενους, τους τρομερωτερους των εθνων και θελουσιν εκσπασει τα ξιφη αυτων κατα του καλλους της σοφιας σου και θελουσι μολυνει την λαμπροτητα σου.
se, derfor lar jeg fremmede komme over dig, de grusomste blandt folkene, og de skal dra sine sverd mot din strålende visdom og vanhellige din glans.
Θελουσι σε καταβιβασει εις τον λακκον, και θελεις τελευτησει με τον θανατον των πεφονευμενων εν τη καρδια των θαλασσων.
I graven skal de støte dig ned, og du skal dø som de ihjelslåtte dør, midt ute i havet.
Θελεις λεγει ετι ενωπιον του φονευοντος σε, Εγω ειμαι θεος, ανθρωπος ων και ουχι θεος, εν ταις χερσι του φονευοντος σε;
Vil du vel da si til din banemann: Jeg er en gud, enda du er et menneske og ikke nogen gud, du som er i din drapsmanns vold?
Θανατον απεριτμητων θελεις θανατωθη δια χειρος των ξενων διοτι εγω ελαλησα, λεγει Κυριος ο Θεος.
Som de uomskårne dør, skal du dø ved fremmedes hånd; for jeg har talt, sier Herren, Israels Gud.
Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
Og Herrens ord kom til mig, og det lød så:
Υιε ανθρωπου, αναλαβε θρηνον επι τον βασιλεα της Τυρου και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Συ επεσφραγισας τα παντα, εισαι πληρης σοφιας και τελειος εις καλλος.
Menneskesønn! Stem i en klagesang over Tyrus' konge og si til ham: Så sier Herren, Israels Gud: Du som var seglet på den velordnede bygning, full av visdom og fullkommen i skjønnhet!
Εσταθης εν Εδεμ τω παραδεισω του Θεου ησο περιεσκεπασμενος υπο παντος λιθου τιμιου, υπο σαρδιου, τοπαζιου και αδαμαντος, βηρυλλιου, ονυχος και ιασπεως, σαπφειρου, σμαραγδου και ανθρακος και χρυσιου η υπηρεσια των τυμπανων σου και των αυλων σου ητο ητοιμασμενη δια σε την ημεραν καθ ην εκτισθης.
I Eden, Guds have, bodde du; kostbare stener dekket dig, karneol, topas og diamant, krysolitt, onyks og jaspis, safir, karfunkel og smaragd, og gull; dine trommer og fløiter var i fullt arbeid hos dig; den dag du blev skapt, stod de rede.
Ησο χερουβ κεχρισμενον, δια να επισκιαζης και εγω σε εστησα ησο εν τω ορει τω αγιω του Θεου περιεπατεις εν μεσω λιθων πυρινων.
Du var en salvet kjerub med dekkende vinger, og jeg satte dig på det hellige gudefjell; der gikk du omkring blandt skinnende stener.
Ησο τελειος εν ταις οδοις σου αφ ης ημερας εκτισθης, εωσου ευρεθη αδικια εν σοι.
Ustraffelig var du i din ferd fra den dag du blev skapt, til det blev funnet urettferdighet hos dig.
Εκ του πληθους του εμποριου σου ενεπλησαν το μεσον σου απο ανομιας και ημαρτες δια τουτο θελω σε απορριψει ως βεβηλον απο του ορους του Θεου, και θελω σε καταστρεψει εν μεσω των πυρινων λιθων, χερουβ επισκιαζον.
Ved din store handel fyltes ditt indre med urett, og du syndet; så vanhelliget jeg dig og drev dig bort fra gudefjellet, og jeg gjorde dig til intet, du salvede kjerub, så du ikke mere fikk være blandt de skinnende stener.
Η καρδια σου υψωθη δια το καλλος σου εφθειρας την σοφιαν σου δια την λαμπροτητα σου θελω σε ιψει κατα γης θελω σε εκθεσει ενωπιον των βασιλεων, δια να βλεπωσιν εις σε.
Ditt hjerte ophøiet sig for din skjønnhets skyld, du ødela din visdom på grunn av din glans; jeg kastet dig til jorden, jeg la dig ned for kongers åsyn, forat de skulde se på dig med lyst.
Εβεβηλωσας τα ιερα σου δια το πληθος των αμαρτιων σου, δια τας αδικιας του εμποριου σου δια τουτο θελω εκβαλει πυρ εκ μεσου σου, το οποιον θελει σε καταφαγει και θελω σε καταστησει σποδον επι της γης, ενωπιον παντων των βλεποντων σε.
Ved dine mange misgjerninger, ved din urettferdige handel vanhelliget du dine helligdommer. Derfor lar jeg ild gå ut fra dig, og den skal fortære dig; jeg gjør dig til aske på jorden for alle deres øine som ser dig.
Παντες οι γνωριζοντες σε μεταξυ των λαων θελουσιν εκπλαγη δια σε φρικη θελεις εισθαι και δεν θελεις υπαρξει εως αιωνος.
Alle som kjente dig blandt folkene, er forferdet over dig; en redsel er du blitt, og du er blitt borte - for evig tid.
Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
Og Herrens ord kom til mig, og det lød så:
Υιε ανθρωπου, στηριξον το προσωπον σου επι την Σιδωνα, και προφητευσον κατ αυτης
Menneskesønn! Vend ditt åsyn mot Sidon og spå mot det
και ειπε, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Ιδου, εγω ειμαι εναντιον σου, Σιδων και θελω δοξασθη εν μεσω σου και θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος, οταν εκτελεσω κρισεις εις αυτην και αγιασθω εν αυτη.
og si: Så sier Herren, Israels Gud: Se, jeg kommer over dig, Sidon, og jeg vil forherlige mig i dig. Og de skal kjenne at jeg er Herren, når jeg holder dom over det og åpenbarer min hellighet på det.
Διοτι θελω εξαποστειλει εις αυτην θανατικον και αιμα εν ταις οδοις αυτης και οι τετραυματισμενοι θελουσι πεσει εν μεσω αυτης δια μαχαιρας ελθουσης επ αυτην κυκλοθεν και θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.
Og jeg vil sende pest og blod over det på dets gater, og drepte menn skal falle der for et sverd som kommer over det fra alle kanter, og de skal kjenne at jeg er Herren.
Και δεν θελει εισθαι πλεον εν τω οικω Ισραηλ σκολοψ πικριας και ακανθα οδυνης εκ παντων των περιξ αυτων των καταφρονουντων αυτους και θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι Κυριος ο Θεος.
Og ikke skal det for Israels hus mere være nogen stikkende torn eller brennende tistel blandt alle dem som bor rundt omkring dem, og som forakter dem, og de skal kjenne at jeg er Herren, Israels Gud.
Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Οταν συναξω τον οικον Ισραηλ εκ των λαων, μεταξυ των οποιων ειναι διεσκορπισμενοι, και αγιασθω εν αυτοις ενωπιον των εθνων, τοτε θελουσι κατοικησει εν τη γη αυτων, την οποιαν εδωκα εις τον δουλον μου τον Ιακωβ.
Så sier Herren, Israels Gud: Når jeg samler Israels hus fra de folk som de er spredt iblandt, da vil jeg åpenbare min hellighet på dem for folkenes øine, og de skal bo i sitt land, det som jeg gav min tjener Jakob,
Και θελουσι κατοικησει εν αυτη εν ασφαλεια και θελουσιν οικοδομησει οικιας και φυτευσει αμπελωνας ναι, θελουσι κατοικησει εν ασφαλεια, οταν εκτελεσω κρισεις επι παντας τους καταφρονησαντας αυτους κυκλοθεν αυτων και θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι Κυριος ο Θεος αυτων.
og de skal bo trygt der og bygge hus og plante vingårder - de skal bo trygt, mens jeg holder dom over alle dem som bor rundt omkring dem, og som forakter dem, og de skal kjenne at jeg, Herren, er deres Gud.