Judges 18

Κατ εκεινας τας ημερας δεν ητο βασιλευς εν τω Ισραηλ και κατ εκεινας τας ημερας η φυλη Δαν εζητει εις εαυτην κληρονομιαν δια να κατοικηση διοτι εως εκεινης της ημερας δεν ειχε πεσει κληρονομια εις αυτους μεταξυ των φυλων του Ισραηλ.
I aua ra kahore o Iharaira kingi: i aua ra hoki e rapu ana te iwi o nga Rani i tetahi kainga mo ratou hei nohoanga; kihai hoki tetahi kainga tupu i tau ki a ratou i roto i nga iwi o Iharaira a tae noa ki taua ra.
Και απεστειλαν οι υιοι Δαν εκ της συγγενειας αυτων πεντε ανδρας εκ των οριων αυτων, ανδρας ισχυρους, εκ Σαραα και εξ Εσθαολ, δια να κατασκοπευσωσι τον τοπον, και να εξιχνιασωσιν αυτον και ειπον προς αυτους, Υπαγετε, εξιχνιασατε τον τοπον. Και ηλθον εις το ορος Εφραιμ, εως του οικου του Μιχαια, και διενυκτερευσαν εκει.
Na ka tono nga tamariki a Rana i etahi tangata tokorima o to ratou hapu, he hunga maia, i roto i o ratou rohe, i Toraha, i Ehetaoro, hei tutei i te whenua, hei titiro hoki: i mea hoki ki a ratou, Tikina, tirohia te whenua. Na ka tae ratou ki te w henua pukepuke o Eparaima, ki te whare o Mika, noho ana i reira.
Διοτι καθως επλησιασαν εις τον οικον του Μιχαια, εγνωρισαν την φωνην του νεου του Λευιτου και εστραφησαν εκει και ειπον προς αυτον, Τις σε εφερεν ενταυθα; και συ τι καμνεις εν τω τοπω τουτω; και δια τι εισαι ενταυθα;
I a ratou i te whare o Mika, ka mohiotia e ratou te reo o taua taitamariki, o te Riwaiti: na peka ana ki reira, a ka mea ki a ia, Na wai koe i kawe mai ki konei? e aha ana hoki koe i konei? a he aha tau i konei?
Ο δε ειπε προς αυτους, Ουτω και ουτως εκαμεν εις εμε ο Μιχαιας, και με εμισθωσε, και ειμαι ιερευς αυτου.
Na ka mea ia ki a ratou, Ko nga mea tenei i meatia e Mika ki ahau; nana hoki ahau i utu, na hei tohunga ano ahau ki a ia.
Και ειπαν προς αυτον, Ερωτησον, παρακαλουμεν, τον Θεον, δια να γνωρισωμεν εαν εχη να ευοδωθη η οδος ημων την οποιαν υπαγομεν.
A ka mea ratou ki a ia, Tena, ui atu ki te Atua kia mohio ai matou ka tika ranei to matou ara e haere nei matou.
Ο δε ιερευς ειπε προς αυτους, Υπαγετε εν ειρηνη αρεστη εις τον Κυριον ειναι η οδος σας, την οποιαν υπαγετε.
Na ka mea te tohunga ki a ratou, Haere marie, kei te aroaro o Ihowa to koutou ara e haere na koutou.
Τοτε ανεχωρησαν οι πεντε ανδρες και ηλθον εις Λαισα, και ειδον τον λαον τον κατοικουντα εν αυτη αμεριμνον, κατα τον τροπον των Σιδωνιων, ησυχαζοντα και ζωντα εν αφοβια και δεν ητο ουδεις αρχων εν τω τοπω, οστις να περιστελλη αυτους εις ουδεν και αυτοι ησαν μακραν των Σιδωνιων, και δεν ειχον συγκοινωνιαν με ουδενα.
Na ka haere aua tangata tokorima, ka tae ki Raihi, a ka kite i nga tangata o reira, i te pai o ta ratou noho, rite tonu ki a nga Haironi, te ata noho, te mau; kahore hoki he tangata whai mana o te whenua hei mea kia whakama ratou ki tetahi mea, a e matara mai ana ratou i nga Haironi, kahore hoki a ratou aha ki tetahi tangata.
Και επανηλθον προς τους αδελφους αυτων εις Σαραα και Εσθαολ και ειπαν προς αυτους οι αδελφοι αυτων, Τι λεγετε σεις;
Na ka tae ratou ki o ratou tuakana, ki Toraha, ki Ehetaoro; a ka mea o ratou tuakana ki a ratou, He aha ta koutou korero?
Οι δε ειπον, Σηκωθητε, και ας αναβωμεν εναντιον αυτων διοτι ειδομεν τον τοπον, και ιδου, ειναι καλος σφοδρα και σεις καθησθε; μη οκνησητε να υπαγωμεν, να εισελθωμεν δια να κληρονομησωμεν τον τοπον
Katahi ratou ka mea atu, Whakatika, kia whakaekea ratou e tatou; kua kite hoki matou i te whenua, na he pai rawa; a me ata noho ano ranei koutou? kaua ra e mangere, ki te haere ki te tango i tera whenua:
αφου υπαγητε, θελετε ελθει εις λαον ζωντα εν αφοβια και εις τοπον ευρυχωρον διοτι ο Θεος εδωκεν αυτον εις την χειρα σας τοπον, εις τον οποιον δεν ειναι ελλειψις ουδενος πραγματος των εν τη γη.
Ka haere koutou, ka tae atu koutou ki tetahi iwi e noho tatu ana, a he nui hoki te whenua; kua homai nei hoki e te Atua ki o koutou ringa; he wahi, kahore nei i hapa i tetahi mea o te whenua.
Και εκινησαν εκειθεν εκ της συγγενειας του Δαν, εκ Σαραα και εξ Εσθαολ, εξακοσιοι ανδρες περιεζωσμενοι οπλα πολεμικα.
Na turia atu ana i reira e te hapu o nga Rani, i roto i Toraha, i Ehetaoro, e ono rau tangata, whitiki rawa ki nga rakau o te whawhai.
Και ανεβησαν και εστρατοπεδευσαν εν Κιριαθ−ιαρειμ, εν Ιουδα δια τουτο ωνομασαν τον τοπον εκεινον Μαχανε−δαν, εως της ημερας ταυτης κειται δε οπισθεν της Κιριαθ−ιαρειμ.
Na ka haere ratou, a ka pupahi ki Kiriata Tearimi, ki Hura; koia i huaina ai te ingoa o tera wahi, ko Mahanerana a mohoa noa nei: koia tena i tua atu o Kiriata Tearimi.
Και εκειθεν επερασαν εις το ορος Εφραιμ και ηλθον εως του οικου του Μιχαια.
Na, i haere atu ratou i reira ki te whenua pukepuke o Eparaima, a ka tae ki te whare o Mika.
Τοτε οι πεντε ανδρες, οιτινες ειχον υπαγει δια να κατασκοπευσωσι τον τοπον της Λαισα, ανηγγειλαν και ειπον προς τους αδελφους αυτων, Εξευρετε οτι ειναι εν τουτοις τοις οικοις εφοδ και θεραφειμ και γλυπτον και χωνευτον; τωρα λοιπον σκεφθητε τι εχετε να καμητε.
Na ko te ohonga o nga tangata tokorima i haere nei ki te tutei i te whenua o Raihi, ka mea ki o ratou tuakana, E mohio ana ranei koutou kei enei whare he epora, he terapimi, he whakapakoko whaowhao, me tetahi mea whakarewa? na ma koutou te whaka aro ki ta koutou e mea ai.
Και εστραφησαν εκει και υπηγαν εις τον οικον του νεου του Λευιτου, εις τον οικον του Μιχαια, και εχαιρετησαν αυτον.
Na ka peka ratou ki reira, a ka tae ki te whare o taua taitamariki, o te Riwaiti, ara ki te whare o Mika, a oha atu ana ki a ia.
Και οι εξακοσιοι ανδρες οι περιεζωσμενοι τα πολεμικα οπλα αυτων οιτινες ησαν εκ των υιων Δαν, εσταθησαν εις την θυραν του πυλωνος.
A, ko nga tangata e ono rau o nga tama a Rana me a ratou rakau whawhai, tu tonu i te tomokanga o te kuwaha.
Και ανεβησαν οι πεντε ανδρες, οιτινες ειχον υπαγει δια να κατασκοπευσωσι τον τοπον, και εισηλθον εκει και ελαβον το γλυπτον και το εφοδ και το θεραφειμ και το χωνευτον ο δε ιερευς ιστατο εις την θυραν του πυλωνος μετα των εξακοσιων ανδρων των περιεζωσμενων τα πολεμικα οπλα.
Na haere atu ana nga tangata tokorima i haere ra ki te tutei i te whenua, a ka tae ki reira; kei te tango i te whakapakoko whakairo, i te epora, i nga terapimi, i te whakapakoko hoki i whakarewaina: na ko te tohunga i te tomokanga ki te kuwaha e tu ana, ratou ko nga tangata e ono rau, me a ratou rakau whawhai, whitiki tonu.
Και καθως ουτοι εισηλθον εις τον οικον του Μιχαια, και ελαβον το γλυπτον, το εφοδ και το θεραφειμ και το χωνευτον, ο ιερευς ειπε προς αυτους, Τι καμνετε σεις;
A, no te haerenga o era ki te whare o Mika, no te tangohanga i te whakapakoko whakairo, i te epora, i nga terapimi, i te mea hoki i whakarewaina, ka mea te tohunga ki a ratou, E aha ana koutou?
Και ειπαν προς αυτον, Σιωπα, βαλε την χειρα σου εις το στομα σου, και ελθε μεθ ημων και γινου εις ημας πατηρ και ιερευς ειναι καλητερον εις σε να ησαι ιερευς εν τω οικω ενος ανθρωπου, η να ησαι ιερευς φυλης και οικογενειας εν τω Ισραηλ;
Ano ra ko ratou ki a ia, Whakarongoa, kopania atu tou ringa ki tou mangai, a haere mai tatou, hei matua hoki koe mo matou, hei tohunga. Ko tehea te mea pai? kia waiho koe hei tohunga mo te whare o te tangata kotahi, kia waiho ranei hei tohunga m o tetahi iwi, mo tetahi hapu hoki o Iharaira?
Και εχαρη η καρδια του ιερεως και ελαβε το εφοδ και το θεραφειμ και το γλυπτον και υπηγε μεταξυ του λαου.
Na ka koa te ngakau o te tohunga, a ka mau ia ki te epora, ki nga terapimi, ki te whakapakoko whakairo, a haere ana i roto i taua hunga.
Και στραφεντες ανεχωρησαν και εβαλον τα παιδια και τα κτηνη και την αποσκευην εμπροσθεν αυτων.
Katahi ratou ka tahuri, ka haere; a maka ana e ratou nga tamariki, nga kararehe, me nga taonga ki mua i a ratou.
Αφου απεμακρυνθησαν ουτοι απο του οικου του Μιχαια, οι ανθρωποι οι οντες εις τους οικους τους γειτονευοντας με την οικιαν του Μιχαια συνηχθησαν και επροφθασαν τους υιους Δαν.
Ka matara atu ratou i te whare o Mika, na ka huihuia nga tangata o nga whare i tata ki te whare o Mika, a ka mau atu i a ratou nga tama a Rana.
Και εβοησαν προς τους υιους Δαν. Και ουτοι εστρεψαν το προσωπον αυτων και ειπαν προς τον Μιχαιαν, Τι εχεις και εσυναξας τοσον πληθος;
Na ka karanga ratou ki nga tama a Rana. A ka tahuri mai nga aroaro o era, ka mea ki a Mika, He aha tau i huihui tangata mai ai koe?
Ο δε ειπεν, Ελαβετε τους θεους μου τους οποιους εκαμα, και τον ιερεα, και ανεχωρησατε και τι μενει εις εμε πλεον; και τι ειναι τουτο, το οποιον λεγετε προς εμε, τι εχεις;
Na ka mea ia, Kua tangohia atu ra e koutou aku atua i hanga ai, me te tohunga, a kua haere atu; a he aha atu ano taku? he aha hoki kia ki mai koutou ki ahau, He aha tau?
Και ειπαν προς αυτον οι υιοι Δαν, Ας μη ακουσθη η φωνη σου μεταξυ ημων, μηποτε ανδρες οξυθυμοι πεσωσι κατα σου, και χασης την ζωην σου και την ζωην της οικογενειας σου.
A ka mea nga tama a Rana ki a ia, Kei rangona tou reo e matou, kei torere atu ki a koe te hunga ngakau aritarita, a ka mate koe me tou whare katoa.
Και υπηγαιναν οι υιοι Δαν εις την οδον αυτων και οτε ειδεν ο Μιχαιας οτι εκεινοι ησαν δυνατωτεροι αυτου, εστρεψε και επανηλθεν εις τον οικον αυτου.
Na haere ana nga tama a Rana i to ratou ara, i te kitenga hoki o Mika he kaha rawa ratou i a ia, ka tahuri ia, a hoki ana ki tona whare.
Και αυτοι ελαβον τα οσα κατεσκευασεν ο Μιχαιας, και τον ιερεα τον οποιον ειχε, και ηλθον εις Λαισα, προς λαον ησυχαζοντα και ζωντα εν αφοβια και επαταξαν αυτους εν στοματι μαχαιρας και την πολιν εκαυσαν εν πυρι.
A maua atu ana e ratou nga mea i hanga e Mika, me te tohunga i noho ki a ia, a haere ana ki Raihi, ki tetahi iwi e ata noho ana, kahore ona whakaohooho; na patua iho e ratou ki te mata o te hoari, tahuna ake hoki e ratou te pa ki te ahi.
Και δεν ητο ουδεις ο σωζων αυτην, διοτι ευρισκετο μακραν απο της Σιδωνος, και δεν ειχον συγκοινωνιαν με ουδενα εκειτο δε εν τη κοιλαδι της Βαιθ−ρεωβ. Και ωκοδομησαν πολιν και κατωκησαν εν αυτη.
Kahore hoki he tangata hei whakaora; no te mea he matara a reira i Harona, kahore ano a ratou aha ki tetahi tangata: i te raorao hoki a reira, i Peterehopo. Na hanga ana e ratou te pa, a noho ana i reira.
Και εκαλεσαν το ονομα της πολεως Δαν, κατα το ονομα Δαν του πατρος αυτων, οστις εγεννηθη εις τον Ισραηλ το δε ονομα της πολεως ητο το παλαι εξ αρχης Λαισα.
A huaina ana e ratou te ingoa o te pa ko Rana, ko te ingoa o to ratou matua, o Rana, i whanau nei ma Iharaira: ko Raihi ia te ingoa o te pa i mua.
Και εστησαν εις εαυτους οι υιοι του Δαν το γλυπτον και Ιωναθαν ο υιος του Γηρσων, υιου του Μανασση, αυτος και οι υιοι αυτου ησαν ιερεις εν τη φυλη Δαν, εως της ημερας της αιχμαλωσιας της γης.
Na whakaturia ana e nga tama a Rana mo ratou te whakapakoko whaowhao, a ko Honatana hoki tama a Kerehoma, tama a Mohi, ratou ko ana tama nga tohunga o te iwi o nga Rana tae noa ki te ra i whakaraua ai te whenua.
Και εστησαν εις εαυτους το γλυπτον, το οποιον εκαμεν ο Μιχαιας, ολον τον καιρον καθ ον ο οικος του Θεου ητο εν Σηλω.
A tu tonu ta ratou whakapakoko whakairo, ta Mika i hanga ra, i nga ra katoa o te whare o te Atua i Hiro.