Judges 17

Ητο δε ανθρωπος τις εκ του ορους Εφραιμ, και το ονομα αυτου Μιχαιας.
Na i te whenua pukepuke o Eparaima tetahi tangata, ko Mika tona ingoa.
Και ειπε προς την μητερα αυτου, Τα χιλια εκατον αργυρια, τα οποια αφηρεθησαν απο σου, δια τα οποια και συ κατηρασθης, και ακομη ελαλησας εις τα ωτα μου, ιδου, το αργυριον ειναι εις εμε εγω ελαβον αυτο. Η δε μητηρ αυτου ειπεν, Ευλογημενος να ησαι, υιε μου, παρα του Κυριου.
Na ka mea ia ki tona whaea, Ko nga hiriwa kotahi tekau ma tahi rau i tangohia ra i a koe, te mea i kanga ra koe, i korero ai hoki koe ki oku taringa, nana, kei ahau aua hiriwa; naku i tango. Na ka mea tona whaea, Ma Ihowa koe e manaaki, e taku ta ma.
Και επεστρεψε τα χιλια και εκατον αργυρια εις την μητερα αυτου, και ειπεν η μητηρ αυτου, Αφιερωμα αφιερωσα το αργυριον εις τον Κυριον εκ της χειρος μου, υπερ του υιου μου, δια να καμη γλυπτον και χωνευτον και τωρα θελω επιστρεψει αυτο εις σε.
Na ka whakahokia e ia nga hiriwa kotahi tekau ma tahi rau ki tona whaea, a ka mea tona whaea; Ka whakatapua rawatia e ahau te hiriwa ma Ihowa, he mea na toku ringa ma taku tama, hei hanga whakapakoko, he mea whaowhao, he mea whakarewa. Na, me wha kahoki atu e ahau ki a koe inaianei.
Αυτος δε επεστρεψε το αργυριον εις την μητερα αυτου η δε μητηρ αυτου λαβουσα διακοσια αργυρια, εδωκεν αυτα εις τον χωνευτην, οστις εκαμεν εξ αυτων γλυπτον και χωνευτον και ησαν εν τω οικω του Μιχαια.
Na, i tana whakahokinga i te moni ki tona whaea, ka tango tona whaea i nga pihi hiriwa e rua rau, a hoatu ana ki te kaiwhakarewa, a nana i hanga tetahi whakapakoko whaowhao me tetahi mea whakarewa; na ka takoto aua mea ki te whare o Mika.
Και ο ανθρωπος ο Μιχαιας ειχεν οικον Θεου και εκαμεν εφοδ και θεραφειμ και καθιερωσεν ενα εκ των υιων αυτου, και εγεινεν εις αυτον ιερευς.
Na he whare atua to taua tangata, to Mika, i hanga ano he epora e ia, me etahi terapimi, a i whakatohungatia hoki e ia tetahi o ana tama, a meinga ana hei tohunga mana.
Κατ εκεινας τας ημερας δεν ητο βασιλευς εν τω Ισραηλ εκαστος επραττεν ο, τι εφαινετο εις αυτον ορθον.
I aua ra kahore o Iharaira kingi; ko ta ratou i mea ai ko nga mea i tika ki te titiro a tenei, a tenei.
Και ητο νεος τις εκ Βηθλεεμ Ιουδα, εκ της φυλης Ιουδα, οστις ητο Λευιτης και παρωκει εκει.
Na tera tetahi taitama o Peterehema Hura, o te hapu o Hura, he Riwaiti, a i reira ano ia e noho ana.
Και ανεχωρησεν ο ανθρωπος εκ της πολεως Βηθλεεμ Ιουδα, δια να παροικηση οπου ευρη και ηλθεν εις το ορος Εφραιμ, εως του οικου του Μιχαια, ακολουθων την οδον αυτου.
Na ka haere atu taua tangata i te pa, i Peterehema Hura, kia noho ki tana wahi e kite ai: a, i a ia e haere ana, ka tae ia ki te whenua pukepuke o Eparaima, ki te whare o Mika.
Και ειπε προς αυτον ο Μιχαιας, Ποθεν ερχεσαι; Ο δε ειπε προς αυτον, Εγω ειμαι Λευιτης εκ Βηθλεεμ Ιουδα και υπαγω να παροικησω οπου ευρω.
Na ka mea a Mika ki a ia, I haere mai koe i hea? A ka mea ia ki a ia, He Riwaiti ahau no Peterehema Hura, a e haere ana ahau kia noho ki taku wahi e kite ai.
Και ειπε προς αυτον ο Μιχαιας, Καθου μετ εμου και γινου εις εμε πατηρ και ιερευς, και εγω θελω σοι διδει δεκα αργυρια κατ ετος και στολην και την τροφην σου. Και ο Λευιτης εισηλθε προς αυτον.
Na ka mea a Mika ki a ia, E noho ki ahau, a hei matua koe moku, hei tohunga hoki, a kia tekau nga kiriwa e hoatu e ahau ki a koe i te tau, kia kotahi ano te whakaritenga kakahu, me te kai ano mau. Na ka tomo atu te Riwaiti.
Και ευχαριστειτο ο Λευιτης να κατοικη μετα του ανθρωπου και ο νεος ητο εις αυτον ως εις εκ των υιων αυτου.
A pai tonu te Riwaiti kia noho ki taua tangata; a ka meinga taua taitamariki e ia kia rite ki tetahi o ana tama.
Και καθιερωσεν ο Μιχαιας τον Λευιτην και ο νεος εγεινεν εις αυτον ιερευς και εμενεν εν τω οικω του Μιχαια.
Na whakatohungatia ana e Mika taua Riwaiti, a ka waiho taua taitama hei tohunga mana, a noho ana i roto i te whare o Mika.
Τοτε ειπεν ο Μιχαιας, Τωρα γνωριζω οτι ο Κυριος θελει με αγαθοποιησει, διοτι εχω Λευιτην δια ιερεα.
Na ka mea a Mika, Katahi ahau ka mohio ka atawhaitia ahau e Ihowa, ina hoki ka riro mai nei te Riwaiti hei tohunga moku.