Genesis 24

Ητο δε ο Αβρααμ γερων προβεβηκως την ηλικιαν και ο Κυριος ευλογησε τον Αβρααμ κατα παντα.
Na kua koroheketia a Aperahama, A kua maha rawa ona ra: a i manaaki a Ihowa i a Aperahama i nga mea katoa.
Και ειπεν ο Αβρααμ προς τον δουλον αυτου τον πρεσβυτερον της οικιας αυτου, τον επιστατην παντων των υπαρχοντων αυτου, Βαλε, παρακαλω, την χειρα σου υπο τον μηρον μου
Na ka mea a Aperahama ki te kaumatua o ana pononga i roto i tona whare, ki te kaiwhakahaere o ana mea katoa, Tena, whakapakia mai tou ringa ki raro ki toku huhu:
και θελω σε ορκισει εις Κυριον τον Θεον του ουρανου και τον Θεον της γης, οτι δεν θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου εκ των θυγατερων των Χαναναιων, μεταξυ των οποιων εγω κατοικω
A me whakaoati koe e ahau ki a Ihowa, ki te Atua o te rangi, ki te Atua hoki o te whenua, kia kaua e tangohia e koe he wahine ma taku tama i roto i nga tamahine a nga Kanaani, a te iwi e noho nei ahau i roto i a ratou:
αλλ εις τον τοπον μου, και εις την συγγενειαν μου θελεις υπαγει, και θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου τον Ισαακ.
Engari me haere koe ki toku whenua, ki oku whanaunga, ka tango mai ai i tetahi wahine ma taku tama, ma Ihaka.
Ειπε δε προς αυτον ο δουλος, Ισως δεν θεληση η γυνη να μοι ακολουθηση εις την γην ταυτην πρεπει να φερω τον υιον σου εις την γην εκ της οποιας εξηλθες;
Na ka mea te pononga ki a ia, Akuanei pea ka kore e pai te wahine ki te whai mai i ahau ki tenei whenua: me whakahoki ranei e ahau tau tama ki te whenua i haere mai nei koe i reira?
Και ειπε προς αυτον ο Αβρααμ, Προσεχε, μη φερης τον υιον μου εκει
Ka mea a Aperahama ki a ia, Kia tino mohio koe, kaua rawa taku tama e whakahokia ki reira.
Κυριος ο Θεος του ουρανου, οστις με ελαβεν εκ του οικου του πατρος μου και εκ της γης της γεννησεως μου, και οστις ελαλησε προς εμε και οστις ωμοσεν εις εμε λεγων, εις το σπερμα σου θελω δωσει την γην ταυτην, αυτος θελει αποστειλει τον αγγελον αυτου εμπροσθεν σου και θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου εκειθεν
Ko Ihowa, ko te Atua o te rangi, nana nei ahau i tango mai i te whare o toku papa, i te whenua hoki i whanau ai ahau, i korero ki ahau, i oati hoki ki ahau, Ka hoatu e ahau tenei whenua ki ou uri; mana e tono mai tana anahera ki mua i a koe, a ka riro mai i a koe tetahi wahine ma taku tama i reira.
εαν δε η γυνη δεν θελη να σε ακολουθηση, τοτε θελεις εισθαι ελευθερος απο του ορκου μου τουτου μονον τον υιον μου να μη φερης εκει.
A, ki te kahore te wahine e pai ki te whai mai i a koe, katahi koe ka watea i tenei oati aku: otiia kaua e whakahokia e koe taku tama ki reira.
Και εβαλεν ο δουλος την χειρα αυτου υπο τον μηρον του Αβρααμ του κυριου αυτου, και ωρκισθη εις αυτον περι του πραγματος τουτου.
Na ka whakapakia e te pononga tona ringa ki raro i te huha o Aperahama, o tona ariki, a ka oati ki a ia mo taua mea.
Και ελαβεν ο δουλος δεκα καμηλους εκ των καμηλων του κυριου αυτου και ανεχωρησε, φερων μεθ εαυτου απο παντων των αγαθων του κυριου αυτου και σηκωθεις, υπηγεν εις την Μεσοποταμιαν, εις την πολιν του Ναχωρ.
Na ka tangohia e te pononga etahi kamera kotahi tekau i roto i nga kamera a tona ariki, a haere ana: i tona ringa hoki nga mea papai katoa a tona ariki: a whakatika ana ia, haere ana ki Mehopotamia, ki te pa o Nahora.
Και εγονατισε τας καμηλους εξω της πολεως παρα το φρεαρ του υδατος, προς το εσπερας, οτε εξερχονται αι γυναικες δια να αντλησωσιν υδωρ.
Na ka mea ia i nga kamera kia tuturi ki te taha o te puna wai i waho o te pa i te ahiahi, i te wa e puta mai ai nga wahine ki te utu wai.
Και ειπε, Κυριε Θεε του κυριου μου Αβρααμ, δος μοι, δεομαι, καλον συναντημα σημερον, και καμε ελεος εις τον κυριον μου Αβρααμ
A ka mea ia, E Ihowa, e te Atua o toku ariki, o Aperahama, kia whai wahi ahau akuanei, whakaputaina hoki he aroha ki toku ariki, ki a Aperahama.
ιδου, εγω ισταμαι πλησιον της πηγης του υδατος αι δε θυγατερες των κατοικων της πολεως εξερχονται δια να αντλησωσιν υδωρ
Tenei ahau te tu nei i te taha o te puna wai; a e haere mai ana nga tamahine a nga tangata o te pa ki te utu wai:
και η κορη προς την οποιαν ειπω, Επικλινον, παρακαλω, την υδριαν σου δια να πιω, και αυτη ειπη, Πιε και θελω ποτισει και τας καμηλους σου, αυτη ας ηναι εκεινη, την οποιαν ητοιμασας εις τον δουλον σου τον Ισαακ και εκ τουτου θελω γνωρισει οτι εκαμες ελεος εις τον κυριον μου.
A, ko te kotiro e mea ai ahau ki a ia, Tukua iho tau oko kia inu ai ahau; a ka mea ia, E inu, me whakainu ano e ahau au kamera: kia rite ia i a koe ma tau pononga, ma Ihaka; ma reira ka mohio ai ahau e whakaputa aroha ana koe ki toku ariki.
Και πριν αυτος παυση λαλων, ιδου, εξηρχετο η Ρεβεκκα, ητις εγεννηθη εις τον Βαθουηλ, υιον της Μελχας, γυναικος του Ναχωρ, αδελφου του Αβρααμ, εχουσα την υδριαν αυτης επι του ωμου αυτης.
Heoi kiano i mutu noa tana korero, na, kua puta mai a Ripeka, tamahine a Petuere, tama a Mireka, a te wahine a Nahora, teina o Aperahama, me tana oko i runga i tona pokohiwi.
Η δε κορη ητο ωραια την οψιν σφοδρα, παρθενος, και ανηρ δεν ειχε γνωρισει αυτην αφου λοιπον κατεβη εις την πηγην, εγεμισε την υδριαν αυτης και ανεβαινε.
Na ko te kotiro ra he tino ataahua ki te titiro atu, he wahina, kahore ano tetahi tane kia mohio noa ki a ia: na ka heke atu ia ki te puna, ka whakaki i tana oko, a ka haere ake.
Δραμων δε ο δουλος εις συναντησιν αυτης ειπε, Ποτισον με, παρακαλω, ολιγον υδωρ εκ της υδριας σου.
Na ka rere te pononga ra ki te whakatutaki i a ia, ka mea, Homai he wai moku, ne, o tau oko kia iti nei?
Η δε ειπε, Πιε, κυριε μου και εσπευσε και κατεβιβασε την υδριαν αυτης επι τον βραχιονα αυτης, και εποτισεν αυτον.
A ka mea ia, E inu, e toku ariki: na hohoro tonu tana tuku iho i tana oko ki runga ki tona ringa, a whakainumia ana ia.
και αφου επαυσε ποτιζουσα αυτον ειπε, Και δια τας καμηλους σου θελω αντλησει, εωσου πιωσι πασαι.
A, ka mutu tana whakainu i a ia, ka mea ia, Me utu ano hoki e ahau mo au kamera, kia poto ra ano ratou te whakainu.
Και παρευθυς εξεκενωσε την υδριαν αυτης εις την ποτιστραν, και εδραμεν ετι εις το φρεαρ δια να αντληση, και ηντλησε δια πασας τας καμηλους αυτου.
Na hohoro tonu tana riringi atu i te wai o tana oko ki roto ki te waka, a rere ana ano ki te puna ki te utu, a utuhia mai ana e ia mo ana kamera katoa.
Ο δε ανθρωπος, θαυμαζων δι αυτην, εσιωπα, δια να γνωριση αν κατευωδωσεν ο Κυριος την οδον αυτου η ουχι.
Ko taua tangata ia matatau tonu tana titiro ki a ia, kihai hoki i hamumu, kia mohio ia ka whakatikaia ranei e Ihowa tona ara, kahore ranei.
Και αφου επαυσαν αι καμηλοι πινουσαι, ελαβεν ο ανθρωπος ενωτια χρυσα βαρους ημισεος σικλου, και δυο βραχιολια δια τας χειρας αυτης, βαρους δεκα σικλων χρυσιου
A ka mutu te inu o nga kamera, na ka tikina e taua tangata tetahi whakakai koura, he hawhe hekere tona taimaha, me nga poroporo e rua mo ona ringa, kotahi tekau nga hekere koura te taimaha;
και ειπε, Τινος θυγατηρ εισαι συ; ειπε μοι, παρακαλω ειναι εν τη οικια του πατρος σου τοπος δι ημας προς καταλυμα;
A ka mea, Na wai koe tamahine? tena, korero mai ki ahau: he wahi ranei kei te whare o tou papa hei moenga mo matou?
Η δε ειπε προς αυτον ειμαι θυγατηρ Βαθουηλ του υιου της Μελχας, τον οποιον εγεννησεν εις τον Ναχωρ.
Na ka mea ia ki a ia, He tamahine ahau na Petuere, tama a Mireka, i whanau nei i a raua ko Nahora.
ειπεν ετι προς αυτον, Ειναι εις ημας και αχυρα και τροφη πολλη και τοπος προς καταλυμα.
A ka mea ano ia ki a ia, He nui a matou kakau witi, me a matou otaota hei kai, me tetahi wahi hoki hei moenga.
Τοτε εκλινεν ο ανθρωπος και προσεκυνησε τον Κυριον
Na tuohu ana taua tangata, koropiko ana ki a Ihowa.
και ειπεν, Ευλογητος Κυριος ο Θεος του κυριου μου Αβρααμ, οστις δεν εγκατελιπε το ελεος αυτου και την αληθειαν αυτου απο του κυριου μου ο Κυριος με κατευωδωσεν εις τον οικον των αδελφων του κυριου μου.
A ka mea, Kia whakapaingia a Ihowa, te Atua o toku rangatira, o Aperahama, kihai nei i wareware ki tona aroha, ki tona pono ki toku rangatira: tena ko ahau, na Ihowa ano ahau i arataki mai i te ara ki te whare o nga teina o toku rangatira.
Δραμουσα δε η κορη ανηγγειλεν εις τον οικον της μητρος αυτης τα πραγματα ταυτα.
Na ka oma te kotiro ra, ka korero i enei mea ki te whare o tona whaea.
Ειχε δε η Ρεβεκκα αδελφον ονομαζομενον Λαβαν και εδραμεν ο Λαβαν προς τον ανθρωπον εξω εις την πηγην.
Na, he tungane to Ripeka, ko Rapana tona ingoa; na ka rere a Rapana ki taua tangata, ki waho, ki te puna.
Και ως ειδε τα ενωτια και τα βραχιολια εις τας χειρας της αδελφης αυτου, και ως ηκουσε τους λογους Ρεβεκκας της αδελφης αυτου, λεγουσης, Ουτως ελαλησε προς εμε ο ανθρωπος, ηλθε προς τον ανθρωπον και ιδου, ιστατο πλησιον των καμηλων επι της πηγης.
Na, i tona kitenga i te whakakai me nga poroporo i nga ringa o tona tuahine, a ka rongo hoki ki nga kupu a Ripeka, a tona tuahine, i mea ra, I penei nga korero a taua tangata ki ahau; ka haere ia ki taua tangata; na, i te taha ia o nga kamera, i te puna wai e tu ana;
Και ειπεν, Εισελθε, ευλογημενε του Κυριου δια τι ιστασαι εξω; επειδη εγω ητοιμασα την οικιαν και τοπον δια τας καμηλους.
A ka mea, Tomo mai, e te manaakitanga a Ihowa; he aha koe i tu ai i waho? kua oti hoki i ahau te whare te whakapai, me tetahi wahi mo nga kamera.
Και εισηλθεν ο ανθρωπος εις την οικιαν, και εκεινος εξεφορτωσε τας καμηλους και εδωκεν αχυρα και τροφην εις τας καμηλους και υδωρ δια νιψιμον των ποδων αυτου και των ποδων των ανθρωπων των μετ αυτου.
Na ka haere taua tangata ki te whare, a wetekina ana e ia nga mea o nga kamera; i homai ano e ia he kakau witi me tetahi otaota hei kai ma nga kararehe, me te wai hei horoi mo ona waewae, mo nga waewae hoki o ona hoa.
Και παρετεθη εμπροσθεν αυτου φαγητον αυτος ομως ειπε, Δεν θελω φαγει, εωσου λαλησω τον λογον μου. Ο δε ειπε, Λαλησον.
Na ka whakatakotoria he kai ki tona aroaro; otiia ka mea ia, E kore ahau e kai, kia korerotia ra ano e ahau taku haere. Ka mea tera, Korero.
Και ειπεν, Εγω ειμαι δουλος του Αβρααμ.
Na ka mea ia, He pononga ahau na Aperahama.
Και ο Κυριος ευλογησε τον κυριον μου σφοδρα, και εγεινε μεγας και εδωκεν εις αυτον προβατα και βοας και αργυριον και χρυσιον και δουλους και δουλας και καμηλους και ονους.
A kua manaakitia rawatia toku ariki e Ihowa; kua nui ia; a kua homai hoki ki a ia he hipi, he kau, he hiriwa, he koura, he pononga tane, he pononga wahine, he kamera, he kaihe.
Και εγεννησε Σαρρα, η γυνη του κυριου μου, υιον εις τον κυριον μου, αφου εγηρασε και εδωκεν εις αυτον παντα οσα εχει.
A kua whanau he tama ma toku ariki i a Hara, i te wahine a toku ariki, i a ia kua ruruhitia: a kua hoatu e ia ana mea katoa ki a ia.
Και με ωρκισεν ο κυριος μου, λεγων, Δεν θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου εκ των θυγατερων των Χαναναιων, εις την γην των οποιων εγω κατοικω
Na i whakaoati toku ariki i ahau, i mea mai, Kei tangohia e koe he wahine ma taku tama i roto i nga tamahine a nga Kanaani, e noho nei ahau i to ratou whenua:
αλλ εις τον οικον του πατρος μου θελεις υπαγει και εις την συγγενειαν μου, και θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου.
Engari me haere koe ki te whare o toku papa, ki oku whanaunga ka tango ai i tetahi wahine ma taku tama.
Και ειπον προς τον κυριον μου, Ισως δεν θεληση η γυνη να με ακολουθηση.
Ano ra ko ahau ki toku ariki, E kore pea te wahine e whai mai i ahau.
Ο δε ειπε προς εμε, Ο Κυριος, εμπροσθεν του οποιου περιεπατησα, θελει αποστειλει τον αγγελον αυτου μετα σου και θελει κατευοδωσει την οδον σου και θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου εκ της συγγενειας μου και εκ του οικου του πατρος μου
A ka mea mai ia ki ahau, Ma Ihowa, kei tona aroaro nei toku haereerenga, mana e tono tana anahera hei hoa mou, mana hoki e whakatika tou ara; a ka tango mai koe i tetahi wahine ma taku tama i roto i oku whanaunga, i roto hoki i te whare o toku p apa:
τοτε θελεις εισθαι ελευθερος απο του ορκισμου μου οταν υπαγης προς την συγγενειαν μου και δεν δωσωσιν εις σε, τοτε θελεις εισθαι ελευθερος απο του ορκισμου μου.
Katahi koe ka watea i taku oati, ki te haere koe ki oku whanaunga; a ki te kahore e homai e ratou ki a koe, na, ka watea koe i taku oati.
Και ελθων σημερον εις την πηγην, ειπον, Κυριε ο Θεος του κυριου μου Αβρααμ, κατευοδωσον, δεομαι, την οδον μου, εις την οποιαν εγω υπαγω
I haere mai ahau i tenei ra ki te puna, a ka mea ahau, E Ihowa, e te Atua o toku ariki, o Aperahama, ki te mea e whakatika ana koe i toku ara e haere nei ahau:
ιδου, εγω ισταμαι πλησιον της πηγης του υδατος και η κορη ητις εξερχεται δια να αντληση και προς την οποιαν ειπω, Ποτισον με, παρακαλω, ολιγον υδωρ εκ της υδριας σου,
Na, tenei ahau te tu nei i te taha o te puna wai; a ko te kotiro e puta mai ki te utu, a ka mea ahau ki a ia, Homai he wahi wai moku i tau oko kia inu ahau;
και αυτη με ειπη, Και συ πιε, και δια τας καμηλους σου ακομη θελω αντλησει, αυτη ας ηναι η γυνη, την οποιαν ητοιμασεν ο Κυριος δια τον υιον του κυριου μου.
A ka mea mai ia ki ahau, E inu, a me utu ano e ahau mo au kamera: kia rite ia i a Ihowa hei wahine ma te tama a toku ariki.
Και πριν παυσω λαλων εν τη καρδια μου, ιδου, η Ρεβεκκα εξηρχετο εχουσα την υδριαν αυτης επι του ωμου αυτης και κατεβη εις την πηγην και ηντλησεν ειπον δε προς αυτην, Ποτισον με, παρακαλω.
Kiano i mutu noa taku korero i roto i toku ngakau, na, ko te putanga ake o Ripeka me tana oko i runga i tona pokohiwi: kua heke ki te poka ki te tu: na ka mea ahau ki a ia, Kia inu ahau, ne?
Η δε εσπευσε και κατεβιβασε την υδριαν αυτης επανωθεν αυτης και ειπε, Πιε, και θελω ποτισει και τας καμηλους σου επιον λοιπον και εποτισε και τας καμηλους.
Na ka hohoro ia, ka tuku i tana oko i tona pokohiwi, a ka mea mai, E inu, me whakainu ano e ahau au kamera: na inu ana ahau, a i whakainumia ano hoki e ia nga kamera.
Και ηρωτησα αυτην και ειπον, Τινος θυγατηρ εισαι; η δε ειπε, Θυγατηρ του Βαθουηλ, υιου του Ναχωρ, τον οποιον εγεννησεν εις αυτον η Μελχα και περιεθεσα τα ενωτια εις το προσωπον αυτης και τα βραχιολια επι τας χειρας αυτης.
Na ka ui ahau ki a ia, He tamahine koe na wai? A ka mea mai ia, He tamahine na Petuere, tama a Nahora, i whanau nei ma raua ko Mireka: na kuhua ana e ahau te whakakai ki tona ihu, me nga poroporo ki ona ringa.
Και κλινας προσεκυνησα τον Κυριον και ευλογησα Κυριον τον Θεον του κυριον μου Αβρααμ, οστις με κατευωδωσεν εις την αληθινην οδον, δια να λαβω την θυγατερα του αδελφου του κυριου μου εις τον υιον αυτου.
Na ka tuohu ahau, ka koropiko ki a Ihowa, ka whakapai hoki i a Ihowa, i te Atua o toku ariki, o Aperahama, mona i raahi i ahau i te huarahi tika ki te tiki mai i te tamahine a te teina o toku ariki ma tana tama.
Τωρα λοιπον, εαν θελητε να καμητε ελεος και αληθειαν προς τον κυριον μου, ειπατε μοι, ει δε μη, ειπατε μοι, δια να στραφω δεξια η αριστερα.
Na, ki te mea he aroha to koutou, he mahi pono ki toku ariki, korero mai ki ahau: ki te kahore, korero mai; kia tahuri ake ai ahau ki matau ranei, ki maui ranei.
Και αποκριθεντες ο Λαβαν και ο Βαθουηλ, ειπον, Παρα Κυριου εξηλθε το πραγμα ημεις δεν δυναμεθα να σοι ειπωμεν κακον η καλον
Na ka whakahoki a Rapana raua ko Petuere, ka mea, I puta mai tenei mea i a Ihowa; e kore e taea e maua te korero ki a koe te pai, te kino ranei.
ιδου, η Ρεβεκκα εμπροσθεν σου λαβε αυτην και υπαγε και ας ηναι γυνη του υιου του κυριου σου, καθως ελαλησεν ο Κυριος.
Nana, kei tou aroaro a Ripeka, tangohia, haere, a kia meinga ia hei wahine ma te tama a tou ariki, hei pera me ta Ihowa i korero ai.
Και οτε ηκουσεν ο δουλος του Αβρααμ τους λογους αυτων, προσεκυνησεν εως εδαφους τον Κυριον.
A ka rongo te pononga a Aperahama i a raua korero, na piko ana ia ki te whenua, ki a Ihowa.
Και εκβαλων ο δουλος σκευη αργυρα και σκευη χρυσα και ενδυματα, εδωκεν εις την Ρεβεκκαν εδωκεν ετι δωρα εις τον αδελφον αυτης και εις την μητερα αυτης.
Na ka tangohia ake e te pononga he mea hiriwa, he mea koura, he kakahu hoki, a hoatu ana e ia ki a Ripeka: a i hoatu e ia etahi mea tino papai ki tona tungane raua ko tona whaea.
Και εφαγον και επιον, αυτος και οι ανθρωποι οι μετ αυτου, και διενυκτερευσαν και αφου εσηκωθησαν το πρωι, ειπεν, Εξαποστειλατε με προς τον κυριον μου.
Na ka kai ratou, ka inu, ratou tahi ko ona hoa haere, a moe iho i te po; a i te ata ka oho ratou, ka mea atu ia, Tukua ahau kia haere ki toku ariki.
Ειπον δε ο αδελφος αυτης και η μητηρ αυτης, Ας μεινη η κορη μεθ ημων ημερας τινας, τουλαχιστον δεκα μετα ταυτα θελει απελθει.
Na ka mea tona tungane raua ko tona whaea, Waiho te kotiro i a matou mo etahi ra torutoru, kia kotahi tekau pea; muri iho ka haere.
Και ειπε προς αυτους, Μη με κρατειτε, διοτι ο Κυριος κατευωδωσε την οδον μου εξαποστειλατε με να υπαγω προς τον κυριον μου.
Na ka mea ia ki a raua, Kaua ahau e whakawarea, kua whakatikaia nei hoki toku ara e Ihowa; tukua ahau kia haere ki toku ariki.
Οι δε ειπον, Ας καλεσωμεν την κορην και ας ερωτησωμεν την γνωμην αυτης.
Na ka mea raua, Me karanga e maua te kotiro, ka ui ai ki tona mangai.
Και εκαλεσαν την Ρεβεκκαν και ειπον προς αυτην, Υπαγεις μετα του ανθρωπου τουτου; Η δε ειπεν, Υπαγω.
Na ka karangatia e raua a Ripeka, ka mea ki a ia, Ka haere ranei koe i te tangata nei? Ka mea ia, Ka haere.
Και εξαπεστειλαν την Ρεβεκκαν την αδελφην αυτων και την τροφον αυτης, και τον δουλον του Αβρααμ και τους ανθρωπους αυτου
Na tukua ana e ratou a Ripeka, to ratou tuahine, ratou ko tona kaiwhakangote, ko te pononga hoki a Aperahama, me ana tangata.
Και ευλογησαν την Ρεβεκκαν και ειπον προς αυτην, Αδελφη ημων εισαι, ειθε να γεινης εις χιλιαδας μυριαδων, και το σπερμα σου να εξουσιαση τας πυλας των εχθρων αυτου
Na ka manaaki ratou i a Ripeka, ka mea ki a ia, E to matou tuahine, kia meinga koe hei whaea mo nga mano tini, a kia riro i ou uri te kuwaha o o ratou hoariri.
Και εσηκωθη η Ρεβεκκα και αι θεραπαιναι αυτης, και εκαθισαν επι τας καμηλους, και υπηγον κατοπιν του ανθρωπου και ελαβεν ο δουλος την Ρεβεκκαν και ανεχωρησεν.
Na ka whakatika a Ripeka, ratou ko ana kotiro, a eke ana ki runga ki nga kamera, aru ana i taua tangata: na, ka mauria e taua pononga a Ripeka, a haere ana.
Ο δε Ισαακ επεστρεφεν απο του φρεατος Λαχαι−ροι διοτι κατωκει εν τη γη της μεσημβριας.
Na ka hoki mai a Ihaka i te haere i Peererahairoi; i te wahi hoki ki te tonga ia e noho ana.
Και εξηλθεν ο Ισαακ να προσευχηθη εν τη πεδιαδι περι το εσπερας και υψωσας τους οφθαλμους αυτου, ειδε, και ιδου, ηρχοντο καμηλοι.
A ka puta atu a Ihaka ki te parae i te tuahiahi ki te whakaaroaro: na ka maranga ake ona kanohi, ka titiro, na ko nga kamera e haere mai ana.
και υψωσασα η Ρεβεκκα τους οφθαλμους αυτης ειδε τον Ισαακ και κατεπηδησεν απο της καμηλου.
A ka whakaara ake a Ripeka i ona kanohi, a, no tona kitenga i a Ihaka, ka marere ia ki raro i te kamera.
Διοτι ειχεν ειπει προς τον δουλον, Τις ειναι ο ανθρωπος εκεινος, ο ερχομενος δια της πεδιαδος εις συναντησιν ημων; Ο δε δουλος ειχεν ειπει, Ειναι ο κυριος μου. Και αυτη λαβουσα την καλυπτραν, εσκεπασθη.
A ka mea atu ia ki te pononga, Ko wai tenei tangata e haere mai nei i te parae ki te whakatau i a tatou? Ano ra ko te pononga, Ko toku ariki tena: na ka mau ia ki tetahi arai kanohi, ka hipoki i a ia.
Και διηγηθη ο δουλος προς τον Ισαακ παντα οσα ειχε πραξει.
Na ka korerotia e te pononga ki a Ihaka nga mea katoa i mea ai ia.
Ο δε Ισαακ εφερεν αυτην εις την σκηνην της μητρος αυτου Σαρρας και ελαβε την Ρεβεκκαν, και εγεινεν αυτου γυνη, και ηγαπησεν αυτην και παρηγορηθη ο Ισαακ περι της μητρος αυτου.
Na ka kawea ia e Ihaka ki te teneti o tona whaea, o Hara, a tangohia ana e ia a Ripeka, a ka noho ia hei wahine mana; a ka aroha ia ki a ia: a ka whai tanga manawa a Ihaka i muri i te matenga o tona whaea.