και ειπεν, Ιδου, κυριοι μου, εκκλινατε, παρακαλω, προς την οικιαν του δουλου σας, και διανυκτερευσατε και πλυνατε τους ποδας σας και σηκωθεντες πρωι, θελετε υπαγει εις την οδον σας οι δε ειπον, Ουχι, αλλ εν τη πλατεια θελομεν διανυκτερευσει.
Ka mea ia, Nana, e oku ariki, peka mai ki te whare o ta korua pononga, ne? ki konei moe ai, horoi ai hoki i o korua waewae, a ka moata ai te maranga, ka haere i ta korua haere. Ka mea raua, Kahore; engari ki te huarahi noa maua moe ai.