II Samuel 17

Και ο Αχιτοφελ ειπε προς τον Αβεσσαλωμ, Ας εκλεξω τωρα δωδεκα χιλιαδας ανδρων και σηκωθεις, ας καταδιωξω οπισω του Δαβιδ την νυκτα
I mea ano a Ahitopere ki a Apoharama, Tena kia whiriwhiria etahi tangata e ahau, kia kotahi tekau ma rua mano, kia whakatika ahau ki te whai i a Rawiri i te po nei.
και θελω επελθει κατ αυτου, ενω ειναι αποκαμωμενος και εκλελυμενος τας χειρας, και θελω κατατρομαξει αυτον και πας ο λαος ο μετ αυτου θελει φυγει, και θελω παταξει τον βασιλεα μεμονωμενον
A ka huakina ia e ahau i a ia e ngenge ana, i nga ringa e kahakore ana; na ka whakaoho ahau i a ia, a ka rere tona nuinga katoa, ko reira ahau patu ai i te kingi, i a ia anake;
και θελω επιστρεψει παντα τον λαον προς σε διοτι ο ανηρ, τον οποιον συ ζητεις, ειναι ως εαν παντες επεστρεφον πας δε ο λαος θελει εισθαι εν ειρηνη.
A ka whakahokia mai e ahau te iwi katoa ki a koe: ko te hokinga mai tenei o te katoa, ki te mau te tangata e whaia nei e koe, penei ka ata noho te iwi katoa.
Και ηρεσεν ο λογος εις τον Αβεσσαλωμ και εις παντας τους πρεσβυτερους του Ισραηλ.
Na tika tonu taua kupu ki te whakaaro o Apoharama, ki te whakaaro hoki o nga kaumatua katoa o Iharaira.
Τοτε ειπεν ο Αβεσσαλωμ, Καλεσον τωρα και Χουσαι τον Αρχιτην, και ας ακουσωμεν τι λεγει και αυτος.
Na ka mea a Apoharama, Tena, karangatia ano hoki a Huhai Araki, kia rongo ai tatou ki tana kupu.
Και οτε εισηλθεν ο Χουσαι προς τον Αβεσσαλωμ, ειπε προς αυτον ο Αβεσσαλωμ, λεγων, Ο Αχιτοφελ ελαλησε κατα τουτον τον τροπον πρεπει να καμωμεν κατα τον λογον αυτου η ουχι; λαλησον συ.
A, no te taenga o Huhai ki a Apoharama, ka korero a Apoharama ki a ia, ka mea, Ko te kupu tenei i korero ai a Ahitopere: me mea ranei e tatou tana i korero ai? ki te kahore, korero mai?
Και ειπεν ο Χουσαι προς τον Αβεσσαλωμ, Δεν ειναι καλη η συμβουλη, την οποιαν εδωκεν ο Αχιτοφελ ταυτην την φοραν.
Na ka mea a Huhai ki a Apoharama, ko te whakaaro i whakaaro ai a Ahitopere i tenei wa nei, kahore i pai.
Και ειπεν ο Χουσαι, συ εξευρεις τον πατερα σου και τους ανδρας αυτου, οτι ειναι δυνατοι και καταπικροι την ψυχην, ως αρκτος στερηθεισα των τεκνων αυτης εν τη πεδιαδι και ο πατηρ σου ειναι ανηρ πολεμιστης και δεν θελει μεινει την νυκτα μετα του λαου
I mea hoki a Huhai, E mohio ana koe ki tou papa, ratou ko ana tangata, he toa ratou, e mamae ana hoki o ratou ngakau, e rite tonu ana ki te pea kua tangohia nei ana kuao i te parae; he tangata whawhai hoki tou papa; e kore e moe i roto i nga tang ata.
ιδου, τωρα ειναι κεκρυμμενος εν λακκω τινι η εν αλλω τινι τοπω και εαν πεσωσι τινες εξ αυτων εις την αρχην, πας οστις ακουση θελει ειπει, θραυσις εγεινεν εις τον λαον, τον ακολουθουντα τον Αβεσσαλωμ
Nana, kei te piri tera i roto i tetahi rua, i tetahi atu wahi ranei; na, akauanei, hei te hinganga o etahi o ratou i te timatanga, a ka rongo tetahi, ka ki ia, Kua pa te patu ki te hunga e whai ana i a Apoharama.
τοτε και ο ανδρειος, του οποιου η καρδια ειναι ως η καρδια του λεοντος, θελει πανταπασι νεκρωθη διοτι πας ο Ισραηλ εξευρει, οτι ο πατηρ σου ειναι δυνατος και οι μετ αυτου, ανδρες δυναμεως
Ahakoa ko wai tetahi toa, i rite tona ngakau ki to te raiona, ka ngohe noa iho: e mohio ana hoki a Iharaira katoa he marohirohi tou papa, he toa hoki ana tangata.
δια ταυτα εγω συμβουλευω να συναχθη προς σε πας ο Ισραηλ, απο Δαν εως Βηρ−σαβεε, ως η αμμος η παρα την θαλασσαν κατα το πληθος, και να υπαγης προσωπικως να πολεμησης
Koia ahau ka mea ai, Me ata kohikohi ki a koe a Iharaira katoa, o Rana a tae noa ki Peerehepa; kia rite ki te onepu i te moana te tini; me haere ano hoki koe, a koe na ano, ki te tatauranga.
ουτω θελομεν επελθει κατ αυτου εις οντινα τοπον ευρεθη, και θελομεν πεσει επ αυτον ως πιπτει η δροσος επι την γην ωστε εξ αυτου και εκ παντων των ανθρωπων των μετ αυτου δεν θελει μεινει ουδε εις
Na ka whakaekea ia e tatou ki tetahi wahi e kitea ai ia; a ka tau iho ki runga ki a ia, ka pera ano me te tomairangi e tau ana ki runga ki te oneone: a ko ia me ana tangata katoa, e kore e mahu tetai i a tatou ahakoa kia kotahi nei.
εαν δε καταφυγη εις πολιν τινα, τοτε πας ο Ισραηλ θελει φερει κατα της πολεως εκεινης σχοινια, και θελομεν συρει αυτην εως του χειμαρρου, ωστε να μη μεινη εκει ουδε λιθαριον.
A ki te tomo ia ki tetahi pa, na, ka mau taura atu a Iharaira katoa ki taua pa, ka toia taua pa e tatou ki roto ki te awa, kia kore ra ano e kitea tetahi kohatu, ahakoa ririki, ki reira.
Και ειπεν ο Αβεσσαλωμ και παντες οι ανδρες Ισραηλ, Καλητερα ειναι η συμβουλη του Χουσαι του Αρχιτου παρα την συμβουλην του Αχιτοφελ. Διοτι ο Κυριος διεταξε να διασκεδαση την καλην συμβουλην του Αχιτοφελ, δια να επιφερη ο Κυριος το κακον επι τον Αβεσσαλωμ.
Na ka mea a Apoharama ratou ko nga tangata katoa o Iharaira, Pai atu te whakaaro o Huhai Araki i te whakaaro o Ahitopere. Na Ihowa hoki te tikanga kia whakataka te whakaaro pai o Ahitopere, kia kawea ai he kino e Ihowa ki runga ki a Apoharama.
Και ειπεν ο Χουσαι προς τον Σαδωκ και προς τον Αβιαθαρ, τους ιερεις, Ουτω και ουτω συνεβουλευσεν ο Αχιτοφελ τον Αβεσσαλωμ και τους πρεσβυτερους του Ισραηλ, και ουτω και ουτω συνεβουλευσα εγω
Katahi a Huhai ka mea ki nga tohunga, ki a Haroko raua ko Apiatara, Ko nga whakaaro tenei o Ahitopere ki a Apoharama ratou ko nga kaumatua o Iharaira; ko oku whakaaro hoki enei i whakatakoto atu nei.
τωρα λοιπον αποστειλατε ταχεως και αναγγειλατε προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Μη μεινης την νυκτα ταυτην εν ταις πεδιασι της ερημου, αλλα σπευσον να διαπερασης, δια να μη καταποθη ο βασιλευς και πας ο λαος ο μετ αυτου.
Na kia hohoro te tono tangata ki te whakaatu ki a Rawiri. Mea atu, Kaua e moe i tenei po ki nga kauanga i te koraha; engari kia hohoro te whiti atu, kei horomia ake te kingi me tona nuinga katoa.
Ο δε Ιωναθαν και ο Αχιμαας ισταντο πλησιον της Εν−ρωγηλ, διοτι δεν ετολμων να φανωσιν οτι εισηρχοντο εις την πολιν και υπηγε παιδισκη τις και απηγγειλε προς αυτους το πραγμα οι δε υπηγαν και απηγγειλαν προς τον βασιλεα Δαβιδ.
Na i Enerokere a Honatana raua ko Ahimaata e tatari ana; kihai hoki i ahei kia kitea e haere mai ana ki te pa: na ka haere tetahi pononga wahine, ka whakaatu ki a raua, a haere ana raua ki te whakaatu ki a Kingi Rawiri.
Νεος τις δε ιδων αυτους, απηγγειλε προς τον Αβεσσαλωμ πλην και οι δυο υπηγαν ταχεως και εισηλθον εις την οικιαν τινος εν Βαουρειμ, οστις ειχε φρεαρ εν τη αυλη αυτου, και κατεβησαν εκει.
Otiia i kitea raua e tetahi taitamariki, a korerotia atu ana e ia ki a Apoharama: heoi hohoro tonu raua, a ka tae ki te whare o tetahi tangata i Pahurimi. Na he poka wai tana i tona marae, a heke iho ana raua ki reira.
Και η γυνη λαβουσα καλυμμα εξηπλωσεν επι το στομιον του φρεατος, και εχυσεν επ αυτο κοπανισμενον σιτον ωστε δεν εγνωσθη το πραγμα.
Na ka tikina tetahi hipoki e te wahine, taupokina ana e ia ki te poka, na horahia ana e ia he witi tuki ki runga, a kihai taua mea i mohiotia.
Και ελθοντες οι δουλοι του Αβεσσαλωμ εις την οικιαν προς την γυναικα, ειπον, Που ειναι ο Αχιμαας και ο Ιωναθαν; Η δε γυνη ειπε προς αυτους, Διεβησαν το υακιον του υδατος. Και αφου εζητησαν και δεν ευρηκαν αυτους, επεστρεψαν εις Ιερουσαλημ.
Na ka tae nga tangata a Apoharama ki te wahine, ki te whare, ka mea, Kei hea a Ahimaata raua ko Honatana? Na ka mea te wahine ki a ratou, Kua whiti raua i te awa wai. Na ka rapu ratou, a kihai i kitea, a hoki ana ki Hiruharama.
Αφου δε εκεινοι ανεχωρησαν, ανεβησαν εκ του φρεατος και υπηγαν και απηγγειλαν προς τον βασιλεα Δαβιδ και ειπον προς τον Δαβιδ, Σηκωθητε και περασατε ταχεως το υδωρ διοτι ουτω συνεβουλευσεν εναντιον σας ο Αχιτοφελ.
A, i muri i to ratou haerenga, ka piki ake raua i roto i te poka, a haere ana, whakaatu ana ki a Kingi Rawiri; i mea ki a Rawiri, Whakatika, hohoro koutou te whiti atu i te wai nei; ko te whakaaro hoki tenei o Ahitopere mo koutou.
Τοτε εσηκωθη ο Δαβιδ και πας ο λαος ο μετ αυτου και διεβησαν τον Ιορδανην μεχρι του χαραγματος της ημερας δεν ελειψεν ουδε εις εξ αυτων, οστις δεν διεβη τον Ιορδανην.
Katahi ka whakatika a Rawiri ratou ko tona nuinga katoa, a whiti ana i Horano: ao rawa ake te ra, kihai tetahi i kore te whiti i Horano.
Ο δε Αχιτοφελ, ιδων οτι η συμβουλη αυτου δεν εξετελεσθη, εσαμαρωσε τον ονον αυτου και σηκωθεις, ανεχωρησε προς τον οικον αυτου, εις την πολιν αυτου και αφου διεταξε τα του οικου αυτου, εκρεμασθη και απεθανε και εταφη εν τω ταφω του πατρος αυτου.
A, i te kitenga o Ahitopere kihai i meatia tana i whakaaro ai, whakanohoia ana e ia tana kaihe, a whakatika ana, haere ana ki tona whare ki tona pa, na kei te whakariterite i nga mea o tona whare, tarona ana i a ia, a mate ake, tanumia iho ki te tanumanga o tona papa.
Και ο Δαβιδ ηλθεν εις Μαχαναιμ ο δε Αβεσσαλωμ διεβη τον Ιορδανην, αυτος και παντες οι ανδρες Ισραηλ μετ αυτου.
Katahi ka haere a Rawiri ki Mahanaima. A i whiti ano a Apoharama i Horano me nga tangata katoa o Iharaira.
Και κατεστησεν ο Αβεσσαλωμ αρχιστρατηγον τον Αμασα αντι του Ιωαβ. Ητο δε ο Αμασα υιος ανδρος ονομαζομενου Ιθρα, Ισραηλιτου, οστις εισηλθε προς την Αβιγαιαν, θυγατερα του Ναας, αδελφην Σερουιας, της μητρος του Ιωαβ.
A ka meatia a Amaha e Apoharama hei whakakapi mo Ioapa, hei rangatira mo te ope: na he tama a Amaha na tetahi tangata, ko Itira tona ingoa, no Iharaira, i haere nei ki roto, ki a Apikaira tamahine a Nahaha, ki te teina o Teruia whaea o Ioapa.
Και εστρατοπεδευσαν ο Ισραηλ και ο Αβεσσαλωμ εν γη Γαλααδ.
Na noho ana a Iharaira ratou ko Apoharama ki te whenua o Kireara.
Οτε δε ηλθεν ο Δαβιδ εις Μαχαναιμ, Σωβει, ο υιος του Ναας απο Ραββα εκ των υιων Αμμων, και Μαχειρ, ο υιος του Αμμηλ απο Λο−δεβαρ, και Βαρζελλαι ο Γαλααδιτης απο Ρωγελλιμ,
A, no te taenga o Rawiri ki Mahanaima, ka kawea mai e Hopi tama a Nahaha o Rapa o nga tama a Amona, e Makiri tama a Amiere o Rotepara, ratou ko Paratirai Kireari o Rokerimi,
εφεραν κλινας και λεκανας και σκευη πηλινα και σιτον και κριθην και αλευρον και σιτον πεφρυγανισμενον και κυαμους και φακην και οσπρια πεφρυγανισμενα,
He moenga, he peihana, he oko oneone, he witi, he parei, he paraoa, he kanga pahuhu, he pini, he pi, me etahi atu mea pahuhu,
και μελι και βουτυρον και προβατα και τυρους βοος προς τον Δαβιδ και προς τον λαον τον μετ αυτου, δια να φαγωσι διοτι ειπον, Ο λαος ειναι πεινασμενος και εκλελυμενος και διψασμενος εν τη ερημω.
He honi, he pata, he hipi, me te tiihi, hei kai ma Rawiri ratou ko tona nuinga: i mea hoki ratou, E matekai ana te iwi, e ngenge ana, e matewai ana i te koraha.