Psalms 80

Εις τον πρωτον μουσικον, επι Σοσανιμ−εδουθ. Ψαλμος του Ασαφ. Ακροασθητι, ο ποιμαινων τον Ισραηλ, συ ο οδηγων ως ποιμνιον τον Ιωσηφ ο καθημενος επι των χερουβειμ, εμφανισθητι.
Give ear, O Shepherd of Israel, thou that leadest Joseph like a flock; thou that dwellest between the cherubims, shine forth.
Εμπροσθεν του Εφραιμ και του Βενιαμιν και του Μανασση διεγειρον την δυναμιν σου και ελθε εις σωτηριαν ημων.
Before Ephraim and Benjamin and Manasseh stir up thy strength, and come and save us.
Επιστρεψον ημας, Θεε, και επιλαμψον το προσωπον σου, και θελομεν λυτρωθη.
Turn us again, O God, and cause thy face to shine; and we shall be saved.
Κυριε Θεε των δυναμεων, εως ποτε θελεις οργιζεσθαι κατα της προσευχης του λαου σου;
O LORD God of hosts, how long wilt thou be angry against the prayer of thy people?
Τρεφεις αυτους με αρτον δακρυων και ποτιζεις αυτους αφθονως με δακρυα.
Thou feedest them with the bread of tears; and givest them tears to drink in great measure.
Εκαμες ημας εριδα εις τους γειτονας ημων και οι εχθροι ημων γελωσι μεταξυ αλληλων.
Thou makest us a strife unto our neighbours: and our enemies laugh among themselves.
Επιστρεψον ημας, Θεε των δυναμεων, και επιλαμψον το προσωπον σου, και θελομεν λυτρωθη.
Turn us again, O God of hosts, and cause thy face to shine; and we shall be saved.
Αμπελον εξ Αιγυπτου μετεκομισας εξεδιωξας εθνη και εφυτευσας αυτην.
Thou hast brought a vine out of Egypt: thou hast cast out the heathen, and planted it.
Ητοιμασας τοπον εμπροσθεν αυτης και βαθεως ερριζωσας αυτην και εγεμισε την γην.
Thou preparedst room before it, and didst cause it to take deep root, and it filled the land.
Εσκεπασθησαν τα ορη υπο της σκιας αυτης, και αι αναδενδραδες αυτης ησαν ως αι υψηλαι κεδροι.
The hills were covered with the shadow of it, and the boughs thereof were like the goodly cedars.
Εξετεινε τα κληματα αυτης εως θαλασσης και τους βλαστους αυτης εως του ποταμου.
She sent out her boughs unto the sea, and her branches unto the river.
Δια τι εκρημνισας τους φραγμους αυτης, και τρυγωσιν αυτην παντες οι διαβαινοντες την οδον;
Why hast thou then broken down her hedges, so that all they which pass by the way do pluck her?
Ερημονει αυτην ο αγριοχοιρος εκ του δασους, και το θηριον του αγρου νεμεται αυτην.
The boar out of the wood doth waste it, and the wild beast of the field doth devour it.
Επιστρεψον, δεομεθα, Θεε των δυναμεων επιβλεψον εξ ουρανου και ιδε, και επισκεψαι την αμπελον ταυτην,
Return, we beseech thee, O God of hosts: look down from heaven, and behold, and visit this vine;
και το φυτον, το οποιον εφυτευσεν η δεξια σου και τον βλαστον, τον οποιον εκραταιωσας εις σεαυτον.
And the vineyard which thy right hand hath planted, and the branch that thou madest strong for thyself.
Εκαυθη εν πυρι εκοπη εχαθησαν απο επιτιμησεως του προσωπου σου.
It is burned with fire, it is cut down: they perish at the rebuke of thy countenance.
Ας ηναι η χειρ σου επι τον ανδρα της δεξιας σου επι τον υιον του ανθρωπου, τον οποιον εκαμες δυνατον εις σεαυτον.
Let thy hand be upon the man of thy right hand, upon the son of man whom thou madest strong for thyself.
Και ημεις δεν θελομεν εκκλινει απο σου ζωοποιησον ημας, και το ονομα σου θελομεν επικαλεισθαι.
So will not we go back from thee: quicken us, and we will call upon thy name.
Επιστρεψον ημας, Κυριε Θεε των δυναμεων επιλαμψον το προσωπον σου, και θελομεν λυτρωθη.
Turn us again, O LORD God of hosts, cause thy face to shine; and we shall be saved.