Job 14

Ανθρωπος γεγεννημενος εκ γυναικος ειναι ολιγοβιος και πληρης ταραχης
Man that is born of a woman is of few days, and full of trouble.
αναβλαστανει ως ανθος και κοπτεται φευγει ως σκια και δεν διαμενει.
He cometh forth like a flower, and is cut down: he fleeth also as a shadow, and continueth not.
Και επι τοιουτον ανοιγεις τους οφθαλμους σου, και με φερεις εις κρισιν μετα σου;
And dost thou open thine eyes upon such an one, and bringest me into judgment with thee?
Τις δυναται να εξαγαγη καθαρον απο ακαθαρτου; ουδεις.
Who can bring a clean thing out of an unclean? not one.
Επειδη αι ημεραι αυτου ειναι προσδιωρισμεναι, ο αριθμος των μηνων αυτου ευρισκεται παρα σοι, και συ εθεσας τα ορια αυτου, και δεν δυναται να υπερβη αυτα,
Seeing his days are determined, the number of his months are with thee, thou hast appointed his bounds that he cannot pass;
αποστρεψον απ αυτου, δια να ησυχαση, εωσου χαιρων εκπληρωση ως μισθωτος την ημεραν αυτου.
Turn from him, that he may rest, till he shall accomplish, as an hireling, his day.
Διοτι περι του δενδρου, εαν κοπη, ειναι ελπις οτι θελει αναβλαστησει, και οτι ο τρυφερος αυτου βλαστος δεν θελει εκλειψει.
For there is hope of a tree, if it be cut down, that it will sprout again, and that the tender branch thereof will not cease.
Και αν η ριζα αυτου παλαιωθη εν τη γη και ο κορμος αυτου αποθανη εν τω χωματι,
Though the root thereof wax old in the earth, and the stock thereof die in the ground;
ομως δια της οσμης του υδατος θελει αναβλαστησει και θελει εκβαλει κλαδους ως νεοφυτον.
Yet through the scent of water it will bud, and bring forth boughs like a plant.
Αλλ ο ανθρωπος αποθνησκει και παρερχεται και ο ανθρωπος εκπνεει, και που ειναι;
But man dieth, and wasteth away: yea, man giveth up the ghost, and where is he?
Καθως τα υδατα εκλειπουσιν εκ της θαλασσης και ο ποταμος στειρευει και ξηραινεται,
As the waters fail from the sea, and the flood decayeth and drieth up:
ουτως ο ανθρωπος, αφου κοιμηθη, δεν ανισταται εωσου οι ουρανοι μη υπαρξωσι, δεν θελουσιν εξυπνησει, και δεν θελουσιν εγερθη εκ του υπνου αυτων.
So man lieth down, and riseth not: till the heavens be no more, they shall not awake, nor be raised out of their sleep.
Ειθε να με εκρυπτες εν τω ταφω, να με εσκεπαζες εωσου παρελθη η οργη σου, να προσδιωριζες εις εμε προθεσμιαν, και τοτε να με ενθυμηθης
O that thou wouldest hide me in the grave, that thou wouldest keep me secret, until thy wrath be past, that thou wouldest appoint me a set time, and remember me!
Εαν αποθανη ο ανθρωπος, θελει αναζησει; πασας τας ημερας της εκστρατειας μου θελω περιμενει, εωσου ελθη η απαλλαγη μου.
If a man die, shall he live again? all the days of my appointed time will I wait, till my change come.
Θελεις καλεσει, και εγω θελω σοι αποκριθη θελεις επιβλεψει εις το εργον των χειρων σου.
Thou shalt call, and I will answer thee: thou wilt have a desire to the work of thine hands.
Διοτι τωρα αριθμεις τα διαβηματα μου δεν παραφυλαττεις τας αμαρτιας μου;
For now thou numberest my steps: dost thou not watch over my sin?
Η παραβασις μου ειναι επεσφραγισμενη εν βαλαντιω, και επισημειονεις την ανομιαν μου.
My transgression is sealed up in a bag, and thou sewest up mine iniquity.
Βεβαιως το μεν ορος πιπτον εξουδενουται, ο δε βραχος μετακινειται απο του τοπου αυτου.
And surely the mountain falling cometh to nought, and the rock is removed out of his place.
Τα υδατα τρωγουσι τας πετρας αι πλημμυραι αυτων παρασυρουσι το χωμα της γης ουτω συ καταστρεφεις την ελπιδα του ανθρωπου,
The waters wear the stones: thou washest away the things which grow out of the dust of the earth; and thou destroyest the hope of man.
υπερισχυεις παντοτε εναντιον αυτου, και αυτος παρερχεται μεταβαλλεις την οψιν αυτου και αποπεμπεις αυτον.
Thou prevailest for ever against him, and he passeth: thou changest his countenance, and sendest him away.
Οι υιοι αυτου υψουνται, και αυτος δεν εξευρει και ταπεινουνται, και αυτος δεν εννοει ουδεν περι αυτων.
His sons come to honour, and he knoweth it not; and they are brought low, but he perceiveth it not of them.
Μονον η σαρξ αυτου επ αυτου θελει πονει, και η ψυχη αυτου εν αυτω θελει πενθει.
But his flesh upon him shall have pain, and his soul within him shall mourn.