Psalms 114

Οτε εξηλθεν ο Ισραηλ εξ Αιγυπτου, ο οικος του Ιακωβ εκ λαου βαρβαρου,
Quando Israele uscì dall’Egitto, e la casa di Giacobbe di fra un popolo dal linguaggio strano,
Ο Ιουδας εγεινεν αγιος αυτου, ο Ισραηλ δεσποτεια αυτου.
Giuda divenne il santuario dell’Eterno; Israele, suo dominio.
Η θαλασσα ειδε και εφυγεν ο Ιορδανης εστραφη εις τα οπισω
Il mare lo vide e fuggì, il Giordano tornò addietro.
τα ορη εσκιρτησαν ως κριοι, οι λοφοι ως αρνια.
I monti saltarono come montoni, i colli come agnelli.
Τι σοι συνεβη, θαλασσα, οτι εφυγες; και συ, Ιορδανη, οτι εστραφης εις τα οπισω;
Che avevi, o mare, che fuggisti? E tu, Giordano, che tornasti addietro?
τα ορη, οτι εσκιρτησατε ως κριοι; και οι λοφοι, ως αρνια;
E voi, monti, che saltaste come montoni, e voi, colli, come agnelli?
Τρεμε, γη, απο προσωπου του Κυριου, απο προσωπου του Θεου του Ιακωβ
Trema, o terra, alla presenza del Signore, alla presenza dell’Iddio di Giacobbe,
οστις μετεβαλε την πετραν εις λιμνας υδατων, τον σκληρον βραχον εις πηγας υδατων.
che mutò la roccia in istagno, il macigno in sorgente d’acqua.