Psalms 101

Ψαλμος του Δαβιδ. Ελεος και κρισιν θελω ψαλλει εις σε, Κυριε, θελω ψαλμωδει.
Salmo di Davide. Io canterò la benignità e la giustizia; a te, o Eterno, salmeggerò.
Θελω εισθαι συνετος εν οδω αμωμω ποτε θελεις ελθει προς εμε; θελω περιπατει εν ακεραιοτητι της καρδιας μου εν μεσω του οικου μου.
Io m’applicherò a seguire la via perfetta; quando verrai a me?… Io camminerò con integrità di cuore, in seno alla mia casa.
Δεν θελω βαλει προ οφθαλμων μου πραγμα πονηρον μισω τους ποιουντας παρανομα ουδεν τουτων θελει κολληθη εις εμε.
Non mi proporrò cosa alcuna scellerata; io odio il fare degli sviati; esso non mi s’attaccherà.
Η διεστραμμενη καρδια θελει αποβληθη απ εμου τον πονηρον δεν θελω γνωριζει.
Il cuor perverso s’allontanerà da me; il malvagio non lo conoscerò.
Τον καταλαλουντα κρυφιως τον πλησιον αυτου, τουτον θελω εξολοθρευει τον εχοντα υπερηφανον βλεμμα και επηρμενην καρδιαν, τουτον δεν θελω υποφερει.
Io sterminerò chi sparla in segreto del suo prossimo; e chi ha l’occhio altero ed il cuor gonfio non lo sopporterò.
Οι οφθαλμοι μου θελουσιν εισθαι επι τους πιστους της γης, δια να συγκατοικωσι μετ εμου ο περιπατων εν οδω αμωμω, ουτος θελει με υπηρετει.
Avrò gli occhi sui fedeli del paese perché dimorino meco; chi cammina per la via dell’integrità, quello sarà mio servitore.
Δεν θελει κατοικει εν μεσω του οικου μου ο εργαζομενος απατην ο λαλων ψευδος δεν θελει στερεωθη εμπροσθεν των οφθαλμων μου.
Chi pratica la frode non abiterà nella mia casa; chi proferisce menzogna non sussisterà davanti agli occhi miei.
Κατα πασαν πρωιαν θελω εξολοθρευει παντας τους ασεβεις της γης, δια να εκκοψω εκ της πολεως του Κυριου παντας τους εργατας της ανομιας.
Ogni mattina distruggerò tutti gli empi del paese per estirpare dalla città dell’Eterno tutti gli operatori d’iniquità.