Jeremiah 50

Ο λογος, τον οποιον ελαλησε Κυριος κατα της Βαβυλωνος, κατα της γης των Χαλδαιων, δια Ιερεμιου του προφητου.
Parola che l’Eterno pronunziò riguardo a Babilonia, riguardo al paese de’ Caldei, per mezzo del profeta Geremia:
Αναγγειλατε εν τοις εθνεσι και κηρυξατε και υψωσατε σημαιαν κηρυξατε, μη κρυψητε ειπατε, Εκυριευθη η Βαβυλων, κατησχυνθη ο Βηλ, συνετριβη ο Μερωδαχ κατησχυνθησαν τα ειδωλα αυτης, συνετριβησαν τα βδελυγματα αυτης.
Annunziatelo fra le nazioni, proclamatelo, issate una bandiera, proclamatelo, non lo celate! Dite: "Babilonia è presa! Bel è coperto d’onta, Merodac è infranto! le sue immagini son coperte d’onta; i suoi idoli, infranti!"
Διοτι απο βορρα αναβαινει εθνος εναντιον αυτης, το οποιον θελει καταστησει την γην αυτης ερημον, και δεν θελει υπαρχει ο κατοικων εν αυτη απο ανθρωπου εως κτηνους θελουσι μετατοπισθη, θελουσι φυγει.
Poiché dal settentrione sale contro di lei una nazione che ne ridurrà il paese in un deserto, e non vi sarà più alcuno che abiti in lei; uomini e bestie fuggiranno, se n’andranno.
Εν ταις ημεραις εκειναις και εν τω καιρω εκεινω, λεγει Κυριος, θελουσιν ελθει οι υιοι Ισραηλ, αυτοι και οι υιοι Ιουδα ομου, βαδιζοντες και κλαιοντες θελουσιν υπαγει και ζητησει Κυριον τον Θεον αυτων.
In que’ giorni, in quel tempo, dice l’Eterno, i figliuoli d’Israele e i figliuoli di Giuda torneranno assieme; cammineranno piangendo, e cercheranno l’Eterno, il loro Dio.
Θελουσιν ερωτησει περι της οδου της Σιων με τα προσωπα αυτων προς εκει, λεγοντες, Ελθετε και ας ενωθωμεν μετα του Κυριου εν διαθηκη αιωνιω, ητις δεν θελει λησμονηθη.
Domanderanno qual è la via di Sion, volgeranno le loro facce in direzione d’essa, e diranno: "Venite, unitevi all’Eterno con un patto eterno, che non si dimentichi più!"
Ο λαος μου εγεινε προβατα απολωλοτα οι ποιμενες αυτων παρετρεψαν αυτους, περιεπλανησαν αυτους εις τα ορη υπηγαν απο ορους εις βουνον, ελησμονησαν την μανδραν αυτων.
Il mio popolo era un gregge di pecore smarrite; i loro pastori le aveano sviate, sui monti dell’infedeltà; esse andavano di monte in colle, avean dimenticato il luogo del loro riposo.
Παντες οι ευρισκοντες αυτους κατετρωγον αυτους, και οι εχθροι αυτων ειπον, Δεν πταιομεν, διοτι ημαρτησαν εις Κυριον, την κατοικιαν της δικαιοσυνης ναι, εις Κυριον, την ελπιδα των πατερων αυτων.
Tutti quelli che le trovavano, le divoravano; e i loro nemici dicevano: "Noi non siamo colpevoli, poich’essi han peccato contro l’Eterno, dimora della giustizia, contro l’Eterno, speranza de’ loro padri".
Φυγετε εκ μεσου της Βαβυλωνος και εξελθετε εκ της γης των Χαλδαιων και γεινετε ως κριοι εμπροσθεν ποιμνιων.
Fuggite di mezzo a Babilonia, uscite dal paese de’ Caldei, e siate come de’ capri davanti al gregge!
Διοτι ιδου, εγω θελω εγειρει και αναβιβασει επι Βαβυλωνα συναγωγην εθνων μεγαλων εκ γης βορρα, και θελουσι παραταχθη εναντιον αυτης εκειθεν θελει αλωθη τα βελη αυτων θελουσιν εισθαι ως εμπειρου ισχυρου δεν θελουσιν επιστρεψει κενα.
Poiché, ecco, io suscito e fo salire contro Babilonia un’adunata di grandi nazioni dal paese del settentrione, ed esse si schiereranno contro di lei; e da quel lato sarà presa. Le loro frecce son come quelle d’un valente arciere; nessuna d’esse ritorna a vuoto.
Και η Χαλδαια θελει εισθαι λαφυρον παντες οι λεηλατουντες αυτην θελουσι χορτασθη, λεγει Κυριος.
E la Caldea sarà depredata; tutti quelli che la prederanno saranno saziati, dice l’Eterno.
Επειδη ηυφραινεσθε και εκαυχαθε, φθορεις της κληρονομιας μου, επειδη εσκιρτατε ως δαμαλις επι χλοης και εχρεμετιζετε ως ωμαλεοι ιπποι,
Sì, gioite, sì, rallegratevi, o voi che avete saccheggiato la mia eredità, sì, saltate come una giovenca che trebbia il grano, nitrite come forti destrieri!
η μητηρ σας κατησχυνθη σφοδρα η γεννητρια σας ενετραπη ιδου, αυτη θελει εισθαι η εσχατη των εθνων, ερημος, γη ξηρα και αβατος.
La madre vostra è tutta coperta d’onta, colei che v’ha partoriti, arrossisce; ecco, essa è l’ultima delle nazioni, un deserto, una terra arida, una solitudine.
Εξ αιτιας της οργης του Κυριου δεν θελει κατοικηθη, αλλα θελει ερημωθη απασα πας ο διαβαινων δια της Βαβυλωνος θελει εκθαμβηθη και συριξει επι πασαις ταις πληγαις αυτης.
A motivo dell’ira dell’Eterno non sarà più abitata, sarà una completa solitudine; chiunque passerà presso a Babilonia rimarrà stupito, e fischierà per tutte le sue piaghe.
Παραταχθητε εναντιον της Βαβυλωνος κυκλω παντες οι εντεινοντες τοξον, τοξευσατε κατ αυτης, μη φειδεσθε βελων διοτι ημαρτησεν εις Κυριον.
Schieratevi contro Babilonia d’ogn’intorno, o voi tutti che tirate d’arco! Tirate contro di lei, non risparmiate le frecce! poich’essa ha peccato contro l’Eterno.
Αλαλαξατε επ αυτη κυκλω παρεδωκεν εαυτην επεσαν τα θεμελια αυτης, κατηδαφισθησαν τα τειχη αυτης διοτι τουτο ειναι η εκδικησις του Κυριου εκδικηθητε αυτην καθως αυτη εκαμε, καμετε εις αυτην.
Levate contro di lei il grido di guerra, d’ogn’intorno; ella si arrende; le sue colonne cadono, le sue mura crollano, perché questa è la vendetta dell’Eterno! Vendicatevi di lei! Fate a lei com’essa ha fatto!
Εκκοψατε απο Βαβυλωνος τον σπειροντα και τον κρατουντα δρεπανον εν καιρω θερισμου απο προσωπου της εξολοθρευτικης μαχαιρας θελουσιν επιστρεψει εκαστος εις τον λαον αυτου, και θελουσι φυγει εκαστος εις την γην αυτου.
Sterminate da Babilonia colui che semina, e colui che maneggia la falce al tempo della mèsse. Per scampare alla spada micidiale ritorni ciascuno al suo popolo, fugga ciascuno verso il proprio paese!
Ο Ισραηλ ειναι προβατον πλανωμενον λεοντες εκυνηγησαν αυτο πρωτος ο βασιλευς της Ασσυριας κατεφαγεν αυτον και υστερον ουτος ο Ναβουχοδονοσορ, ο βασιλευς της Βαβυλωνος, κατεσυντριψε τα οστα αυτου.
Israele è una pecora smarrita, a cui de’ leoni han dato la caccia; il re d’Assiria, pel primo, l’ha divorata; e quest’ultimo, Nebucadnetsar, re di Babilonia, le ha frantumate le ossa.
Δια τουτο ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ Ιδου, εγω θελω τιμωρησει τον βασιλεα της Βαβυλωνος και την γην αυτου, καθως ετιμωρησα τον βασιλεα της Ασσυριας.
Perciò così parla l’Eterno degli eserciti, l’Iddio d’Israele: Ecco, io punirò il re di Babilonia e il suo paese, come ho punito il re d’Assiria.
Και θελω αποκαταστησει τον Ισραηλ εν τη κατοικια αυτου, και θελει βοσκεσθαι τον Καρμηλον και την Βασαν, και η ψυχη αυτου θελει χορτασθη επι το ορος Εφραιμ και Γαλααδ.
E ricondurrò Israele ai suoi pascoli; egli pasturerà al Carmel e in Basan, e l’anima sua si sazierà sui colli d’Efraim e in Galaad.
Εν ταις ημεραις εκειναις και εν τω καιρω εκεινω, λεγει Κυριος, η ανομια του Ισραηλ θελει ζητηθη και δεν θελει υπαρχει, και αι αμαρτιαι του Ιουδα και δεν θελουσιν ευρεθη διοτι θελω συγχωρησει οσους αφησω υπολοιπον.
In quei giorni, in quel tempo, dice l’Eterno, si cercherà l’iniquità d’Israele, ma essa non sarà più, e i peccati di Giuda, ma non si troveranno; poiché io perdonerò a quelli che avrò lasciati di resto.
Αναβα επι την γην των καταδυναστων, επ αυτην και επι τους κατοικους της Φεκωδ αφανισον και εξολοθρευσον κατοπιν αυτων, λεγει Κυριος, και καμε κατα παντα οσα προσεταξα εις σε.
Sali contro il paese di Merathaim e contro gli abitanti di Pekod! Inseguili colla spada, votali allo sterminio, dice l’Eterno, e fa’ esattamente come io t’ho comandato!
Φωνη πολεμου εν τη γη και συντριμμα μεγα.
S’ode nel paese un grido di guerra, e grande è il disastro.
Πως συνεθλασθη και συνετριβη η σφυρα πασης της γης πως εγεινεν η Βαβυλων εις θαμβος μεταξυ των εθνων.
Come mai s’è rotto, s’è spezzato il martello di tutta la terra? Come mai Babilonia è divenuta una desolazione fra le nazioni?
Εστησα παγιδα εις σε, μαλιστα και επιασθης, Βαβυλων, και συ δεν εγνωρισας ευρεθης μαλιστα και συνεληφθης, διοτι εις τον Κυριον αντεσταθης.
Io t’ho teso un laccio, e tu, o Babilonia, vi sei stata presa, senza che te n’accorgessi; sei stata trovata, ed arrestata, perché ti sei messa in guerra contro l’Eterno.
Ο Κυριος ηνοιξε την οπλοθηκην αυτου και εξηγαγε το οπλα της οργης αυτου διοτι το εργον τουτο εχει Κυριος ο Θεος των δυναμεων εν τη γη των Χαλδαιων.
L’Eterno ha aperto la sua armeria, e ha tratto fuori le armi della sua indignazione; poiché questa è un’opera che il Signore, l’Eterno degli eserciti, ha da compiere nel paese de’ Caldei.
Ελθετε επ αυτην απο των περατων ανοιξατε τας αποθηκας αυτης καταστησατε αυτην ως σωρους και εξολοθρευσατε αυτην ας μη μεινη εξ αυτης υπολοιπον.
Venite contro a lei da tutte le parti, aprite i suoi granai, ammucchiatela come tante mannelle, votatela allo sterminio, che nulla ne resti!
Σφαξατε παντας τους μοσχους αυτης ας καταβωσιν εις σφαγην ουαι εις αυτους διοτι ηλθεν η ημερα αυτων, ο καιρος της επισκεψεως αυτων.
Uccidete tutti i suoi tori, fateli scendere al macello! Guai a loro! poiché il loro giorno è giunto, il giorno della loro visitazione.
Φωνη φευγοντων και διασωζομενων απο της γης Βαβυλωνος, δια να αναγγειλη εν Σιων την εκδικησιν Κυριου του Θεου ημων, την εκδικησιν του ναου αυτου.
S’ode la voce di quelli che fuggono, che scampano dal paese di Babilonia per annunziare in Sion la vendetta dell’Eterno, del nostro Dio, la vendetta del suo tempio.
Συγκαλεσατε τους τοξοτας επι Βαβυλωνα παντες οι εντεινοντες τοξον, στρατοπεδευσατε κατ αυτης κυκλω μηδεις εξ αυτης ας μη διασωθη ανταποδοτε εις αυτην κατα το εργον αυτης κατα παντα οσα εκαμε, καμετε εις αυτην διοτι υπερηφανευθη κατα του Κυριου, κατα του Αγιου του Ισραηλ.
Convocate contro Babilonia gli arcieri, tutti quelli che tirano d’arco; accampatevi contro a lei d’ogn’intorno, nessuno ne scampi; rendetele secondo le sue opere, fate interamente a lei com’ella ha fatto; poich’ella è stata arrogante contro l’Eterno, contro il Santo d’Israele.
Δια τουτο οι νεοι αυτης θελουσι πεσει εν ταις πλατειαις αυτης, και παντες οι ανδρες αυτης οι πολεμισται θελουσιν απολεσθη κατ εκεινην την ημεραν, λεγει Κυριος.
Perciò i suoi giovani cadranno nelle sue piazze, e tutti i suoi uomini di guerra periranno in quel giorno, dice l’Eterno.
Ιδου, εγω ειμαι εναντιον σου, ω επηρμενη, λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων διοτι ηλθεν η ημερα σου, ο καιρος της επισκεψεως σου.
Eccomi a te, o arrogante, dice il Signore, l’Eterno degli eserciti; poiché il tuo giorno è giunto, il tempo ch’io ti visiterò.
Και ο επηρμενος θελει προσκοψει και πεσει, και δεν θελει υπαρχει ο αναστησων αυτον και θελω αναψει πυρ εν ταις πολεσιν αυτου και ο θελει καταφαγει παντα τα περιξ αυτου.
L’arrogante vacillerà, cadrà, e non vi sarà chi lo rialzi; e io appiccherò il fuoco alle sue città, ed esso divorerà tutti i suoi dintorni.
Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων οι υιοι Ισραηλ και οι υιοι Ιουδα κατεδυναστευθησαν ομου και παντες οι αιχμαλωτισαντες αυτους κατεκρατησαν αυτους ηρνηθησαν να απολυσωσιν αυτους.
Così parla l’Eterno degli eserciti: I figliuoli d’Israele e i figliuoli di Giuda sono oppressi insieme; tutti quelli che li han menati in cattività li tengono, e rifiutano di lasciarli andare.
Πλην ο Λυτρωτης αυτων ειναι Ισχυρος Κυριος των δυναμεων το ονομα αυτου θελει εξαπαντος διαδικασει την δικην αυτων, δια να αναπαυση την γην και να ταραξη τους κατοικους της Βαβυλωνος.
Il loro vindice è forte; ha nome l’Eterno degli eserciti; certo egli difenderà la loro causa, dando requie alla terra e gettando lo scompiglio fra gli abitanti di Babilonia.
Μαχαιρα επι τους Χαλδαιους, λεγει Κυριος, και επι τους κατοικους της Βαβυλωνος και επι τους μεγιστανας αυτης και επι τους σοφους αυτης.
La spada sovrasta ai Caldei, dice l’Eterno, agli abitanti di Babilonia, ai suoi capi, ai suoi savi.
Μαχαιρα επι τους ψευδοπροφητας και θελουσι παραφρονησει μαχαιρα επι τους ισχυρους αυτης και θελουσι τρομαξει.
La spada sovrasta ai millantatori, che risulteranno insensati; la spada sovrasta ai suoi prodi, che saranno atterriti;
Μαχαιρα επι τους ιππους αυτων και επι τας αμαξας αυτων και επι παντα τον συμμικτον λαον τον εν μεσω αυτης, και θελουσιν εισθαι ως γυναικες μαχαιρα επι τους θησαυρους αυτης και θελουσι διαρπαχθη.
la spada sovrasta ai suoi cavalli, ai suoi carri, a tutta l’accozzaglia di gente ch’è in mezzo a lei, la quale diventerà come tante donne; la spada sovrasta ai suoi tesori, che saran saccheggiati.
Ξηρασια επι τα υδατα αυτης, και θελουσι ξηρανθη διοτι ειναι γη των γλυπτων και εμωρανθησαν εν τοις ειδωλοις αυτων.
La siccità sovrasta alle sue acque, che saran prosciugate, poiché è un paese d’immagini scolpite, vanno in delirio per quegli spauracchi dei loro idoli.
Δια τουτο θηρια και αιλουροι θελουσι κατοικησει εκει και στρουθοκαμηλοι θελουσι κατοικησει εν αυτη και δεν θελει κατοικηθη πλεον εις τον αιωνα και ουδεις θελει κατασκηνωσει εν αυτη εις γενεαν και γενεαν.
Perciò gli animali del deserto con gli sciacalli si stabiliranno quivi, e vi si stabiliranno gli struzzi; nessuno vi dimorerà più in perpetuo, non sarà più abitata d’età in età.
Καθως κατεστρεψεν ο Θεος τα Σοδομα και τα Γομορρα και τα πλησιοχωρα αυτων, λεγει Κυριος, ουτως ανθρωπος δεν θελει κατοικησει εκει ουδε υιος ανθρωπου θελει παροικησει εν αυτη.
Come avvenne quando Dio sovvertì Sodoma, Gomorra, e le città loro vicine, dice l’Eterno, nessuno più abiterà quivi, non vi dimorerà più alcun figliuol d’uomo.
Ιδου, λαος θελει ελθει απο βορρα και εθνος μεγα, και βασιλεις πολλοι θελουσιν εγερθη απο των εσχατων της γης.
Ecco, un popolo viene dal settentrione; una grande nazione e molti re sorgono dalle estremità della terra.
Τοξον και λογχην θελουσι κρατει ειναι σκληροι και ανιλεοι η φωνη αυτων ηχει ως θαλασσα, και επιβαινουσιν επι ιππους, παρατεταγμενοι ως ανδρες εις πολεμον, εναντιον σου, θυγατηρ Βαβυλωνος.
Essi impugnano l’arco ed il dardo; son crudeli, non hanno pietà; la loro voce è come il muggito del mare; montan cavalli; son pronti a combattere come un solo guerriero, contro di te, o figliuola di Babilonia!
Ηκουσεν ο βαιλευς της Βαβυλωνος την φημην αυτων και αι χειρες αυτου παρελυθησαν στενοχωρια συνελαβεν αυτον, ωδινες ως τικτουσης.
Il re di Babilonia n’ode la fama, e le sue mani s’illanguidiscono; l’angoscia lo coglie, un dolore come di donna che partorisce.
Ιδου, θελει αναβη ως λεων απο του φρυαγματος του Ιορδανου εναντιον της κατοικιας του δυνατου αλλ εγω ταχεως θελω εκδιωξει αυτους απ αυτης και οστις ειναι ο εκλεκτος σου, τουτον θελω καταστησει επ αυτην διοτι τις ομοιος μου; και τις θελει αντισταθη εις εμε; και τις ειναι ο ποιμην εκεινος, οστις θελει σταθη κατα προσωπον μου;
Ecco, egli sale come un leone dalle rive lussureggianti del Giordano contro la forte dimora; io ne farò fuggire ad un tratto gli abitanti e stabilirò su di essa colui che io ho scelto. Poiché chi è simile a me? chi m’ordinerà di comparire in giudizio? Qual è il pastore che possa starmi a fronte?
Δια τουτο ακουσατε την βουλην του Κυριου, την οποιαν εβουλευθη κατα της Βαβυλωνος, και τους λογισμους αυτου, τους οποιους ελογισθη κατα της γης των Χαλδαιων εξαπαντος και τα ελαχιστα του ποιμνιου θελουσι κατασυρει αυτους εξαπαντος η κατοικια αυτων θελει ερημωθη μετ αυτων.
Perciò, ascoltate il disegno che l’Eterno ha concepito contro Babilonia, e i pensieri che medita contro il paese de’ Caldei! Certo, saran trascinati via come i più piccoli del gregge, certo, la loro dimora sarà devastata.
Απο του ηχου της αλωσεως της Βαβυλωνος εσεισθη η γη, και η κραυγη ηκουσθη εν τοις εθνεσι.
Al rumore della presa di Babilonia trema la terra, e se n’ode il grido fra le nazioni.