Isaiah 9

Δεν θελει εισθαι ομως τοιουτον θαμβωμα εις την γην την τεθλιμμενην εν τοις προτεροις καιροις εξουθενωσε την γην Ζαβουλων και την γην Νεφθαλειμ εν δε τοις υστεροις εκαμεν ενδοξα τα μερη τα προς την οδον της θαλασσης, περαν του Ιορδανου, την Γαλιλαιαν των εθνων.
Ma le tenebre non dureranno sempre per la terra ch’è ora nell’angoscia. Come ne’ tempi passati Iddio coprì d’obbrobrio il paese di Zabulon e il paese di Neftali, così nei tempi avvenire coprirà di gloria la terra vicina al mare, di là del Giordano, la Galilea de’ Gentili.
Ο λαος ο περιπατων εν τω σκοτει ειδε φως μεγα εις τους καθημενους εν γη σκιας θανατου, φως ελαμψεν επ αυτους.
Il popolo che camminava nelle tenebre, vede una gran luce; su quelli che abitavano il paese dell’ombra della morte, la luce risplende.
Επολλαπλασιασας το εθνος, ηυξησας εις αυτην την χαραν χαιρουσιν εμπροσθεν σου κατα την χαραν του θερισμου, καθως αγαλλονται οι διαμεριζομενοι τα λαφυρα.
Tu moltiplichi il popolo, tu gli largisci una gran gioia; ed egli si rallegra nel tuo cospetto come uno si rallegra al tempo della mèsse, come uno giubila quando si spartisce il bottino.
Διοτι συ συνετριψας τον ζυγον του φορτιου αυτου και την αβδον του ωμου αυτου και την μαστιγα του καταδυναστευοντος αυτον, καθως εν τη ημερα του Μαδιαμ.
Poiché il giogo che gravava su lui, il bastone che gli percoteva il dosso, la verga di chi l’opprimeva tu li spezzi, come nel giorno di Madian.
Διοτι πασα περικνημις πολεμιστου μαχομενου μετα θορυβου και πασα στολη κεκυλισμενη εις αιματα θελει εισθαι δια καυσιν και υλην πυρος.
Poiché ogni calzatura portata dal guerriero nella mischia, ogni mantello avvoltolato nel sangue, saran dati alle fiamme, saran divorati dal fuoco.
Διοτι παιδιον εγεννηθη εις ημας, υιος εδοθη εις ημας και η εξουσια θελει εισθαι επι τον ωμον αυτου και το ονομα αυτου θελει καλεσθη Θαυμαστος, Συμβουλος, Θεος ισχυρος, Πατηρ του μελλοντος αιωνος, Αρχων ειρηνης.
Poiché un fanciullo ci è nato, un fanciullo ci è stato dato, e l’imperio riposerà sulle sue spalle; sarà chiamato Consigliere ammirabile, Dio potente, Padre Eterno, Principe della Pace,
Εις την αυξησιν της εξουσιας αυτου και της ειρηνης δεν θελει εισθαι τελος, επι τον θρονον του Δαβιδ και επι την βασιλειαν αυτου, δια να διαταξη αυτην και να στερεωση αυτην εν κρισει και δικαιοσυνη απο του νυν και εως αιωνος. Ο ζηλος του Κυριου των δυναμεων θελει εκτελεσει τουτο.
per dare incremento all’impero e una pace senza fine al trono di Davide e al suo regno, per stabilirlo fermamente e sostenerlo mediante il diritto e la giustizia, da ora in perpetuo: questo farà lo zelo dell’Eterno degli eserciti.
Ο Κυριος απεστειλε λογον κατα του Ιακωβ και επεσεν επι τον Ισραηλ.
il Signore manda una parola a Giacobbe, ed essa cade sopra a Israele.
Και πας ο λαος θελει γνωρισει τουτο, ο Εφραιμ και ο κατοικος της Σαμαρειας, οιτινες λεγουσιν υπερηφανως και με επαρσιν καρδιας,
Tutto il popolo ne avrà conoscenza, Efraim e gli abitanti della Samaria, che nel loro orgoglio e nella superbia del loro cuore dicono:
οι πλινθοι επεσον, πλην ημεις θελομεν κτισει με πελεκητας πετρας αι συκομορεαι εκοπησαν, πλην ημεις θελομεν αλλαξει αυτας εις κεδρους.
"I mattoni son caduti, ma noi costruiremo con pietre squadrate; i sicomori sono stati tagliati, ma noi li sostituiremo con dei cedri".
Δια τουτο ο Κυριος θελει εξεγειρει τους εχθρους του Ρεσιν εναντιον αυτου και συνενωσει τους πολεμιους αυτου
Per questo l’Eterno farà sorgere contro il popolo gli avversari di Retsin, ed ecciterà i suoi nemici:
τους Συριους εμπροσθεν και τους Φιλισταιους οπισθεν και θελουσι καταφαγει τον Ισραηλ με ανοικτον στομα. Εν πασι τουτοις ο θυμος αυτου δεν απεστραφη, αλλ η χειρ αυτου ειναι ετι εξηπλωμενη.
i Siri da oriente, i Filistei da occidente; ed essi divoreranno Israele a bocca spalancata. E, con tutto ciò, l’ira sua non si calma, e la sua mano rimane distesa.
Πλην ο λαος δεν επιστρεφει προς τον παταξαντα αυτον, ουδε εκζητουσι τον Κυριον των δυναμεων.
Ma il popolo non torna a colui che lo colpisce, e non cerca l’Eterno degli eserciti.
Δια τουτο ο Κυριος θελει εκκοψει απο του Ισραηλ κεφαλην και ουραν, κλαδον και σπαρτον, εν μια ημερα.
Perciò l’Eterno reciderà da Israele capo e coda, palmizio e giunco, in un medesimo giorno.
Ο πρεσβυτης και ο εντιμος, αυτος ειναι η κεφαλη και ο προφητης οστις διδασκει ψευδη, αυτος ειναι η ουρα.
(L’anziano e il notabile sono il capo, e il profeta che insegna la menzogna è la coda).
Διοτι οι μακαριζοντες τον λαον τουτον πλανωσιν αυτον και οι μακαριζομενοι υπ αυτων αφανιζονται.
Quelli che guidano questo popolo lo sviano, e quelli che si lascian guidare vanno in perdizione.
Δια τουτο ο Κυριος δεν θελει ευφρανθη εις τους νεανισκους αυτων, ουδε θελει ελεησει τους ορφανους και τας χηρας αυτων επειδη παντες ειναι υποκριται και κακοποιοι, και παν στομα λαλει ασεβως. Εν πασι τουτοις ο θυμος αυτου δεν απεστραφη, αλλ η χειρ αυτου ειναι ετι εξηπλωμενη.
Perciò l’Eterno non si compiacerà de’ giovani del popolo, né avrà compassione de’ suoi orfani e delle sue vedove; poiché tutti quanti son empi e perversi, ed ogni bocca proferisce follia. E, con tutto ciò, la sua ira non si calma, e la sua mano rimane distesa.
Διοτι η ανομια αφανιζει ως το πυρ, το κατατρωγον τους τριβολους και τας ακανθας και το φλεγον εν τοις πυκνοτατοις του δασους και αυτα θελουσιν αναβη εις στηλην περιτυλισσομενου καπνου.
Poiché la malvagità arde come il fuoco, che divora rovi e pruni e divampa nel folto della foresta, donde s’elevano vorticosamente colonne di fumo.
Απο του θυμου του Κυριου των δυναμεων η γη εσκοτισθη, και ο λαος θελει εισθαι ως υλη πυρος ανθρωπος δεν θελει ελεησει τον αδελφον αυτου.
Per l’ira dell’Eterno degli eserciti il paese è in fiamme, e il popolo è in preda al fuoco; nessuno risparmia il fratello.
Και θελει αρπασει εις τα δεξια, πλην θελει πεινασει και θελει φαγει εις τα αριστερα, πλην δεν θελει χορτασθη θελουσι φαγει πας ανθρωπος την σαρκα του βραχιονος αυτου
Si saccheggia a destra, e si ha fame; si divora a sinistra, e non si è saziati; ognuno divora la carne del proprio braccio:
ο Μανασσης τον Εφραιμ και ο Εφραιμ τον Μανασσην και αυτοι ομου θελουσιν εισθαι εναντιον του Ιουδα. Εν πασι τουτοις ο θυμος αυτου δεν απεστραφη, αλλ η χειρ αυτου ειναι ετι εξηπλωμενη.
Manasse divora Efraim, ed Efraim Manasse; e insieme piomban su Giuda. E, con tutto ciò, l’ira sua non si calma, e la sua mano rimane distesa.