Τεσσαρακοντα ετη δυσηρεστηθην με την γενεαν εκεινην, και ειπα, ουτος ειναι λαος πεπλανημενος την καρδιαν, και αυτοι δεν εγνωρισαν τας οδους μου.
Negyven esztendeig bosszankodtam *e* nemzetségen, és mondám: Tévelygő szívű nép ők, és nem tudják ők az én útamat!